Η επίσκεψη του αντιπροέδρου των
Ηνωμένων Πολιτειών, Τζόζεφ Μπάιντεν, στην Τουρκία θα λάβει χώρα την
Παρασκευή σε μια περίοδο δυστοκίας στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αυτή
ήταν ήδη προφανής κατά τους πρόσφατους διαξιφισμούς μεταξύ των κ.
Μπάιντεν και Ερντογάν λόγω της αποκαλύψεως από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο
των υποτιθεμένων εκμυστηρεύσεων του Τούρκου προέδρου αναφορικά με την
τουρκική πολιτική στη Συρία. Χάσμα, ωστόσο, εξακολουθεί να χωρίζει τις
δύο πλευρές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τα δύο μέρη αναλύουν και
ερμηνεύουν τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και τον ρόλο του «Ισλαμικού
Κράτους».
Είναι βέβαιο ότι η αμερικανική πλευρά θα επιδιώξει την άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους», όσο και τη σφράγιση των τουρκικών συνόρων στις περιοχές όπου αυτά εφάπτονται με τα εδάφη της Συρίας τα οποία ελέγχονται από το «Ισλαμικό Κράτος» και το Μέτωπο Αλ Νούσρα. Η προμήθεια πολεμοφοδίων, η λαθρεμπορία πετρελαιοειδών και η μεταφορά μαχητών μέσω του τουρκικού εδάφους παραμένουν ζωτικής σημασίας για τις δύο κύριες τζιχαντιστικές οργανώσεις που επιχειρούν στη Συρία. Η αποφασιστική εμπλοκή της Τουρκίας θεωρείται αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία οποιασδήποτε πολιτικής εναντίον των τζιχαντιστών. Κρίσιμο για τους Αμερικανούς είναι και το ζήτημα των σχέσεων της Τουρκίας με την Κουρδική Αυτόνομη Κυβέρνηση του βορείου Ιράκ. Οι στενές οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Ερμπίλ δέχθηκαν βαρύ πλήγμα το περασμένο καλοκαίρι κατά την προέλαση των δυνάμεων του «Ισλαμικού Κράτους» στο βόρειο Ιράκ. Η αιδήμων σιωπή της Τουρκίας στις εκκλήσεις της κουρδικής διοικήσεως για στρατιωτική βοήθεια, όταν μετά την κατάληψη της Μοσούλης οι τζιχαντιστές απείλησαν και την πρωτεύουσα των Κούρδων, Ερμπίλ, τραυμάτισε βαριά τις διμερείς σχέσεις. Αν και τελικώς χάρη στις αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές το Ερμπίλ διέφυγε τον κίνδυνο, η πολιορκία του Κομπάνι συνέβαλε στο να εμπεδωθεί διεθνώς η εντύπωση πως η Τουρκία θεωρεί οποιαδήποτε κουρδική πολιτική οντότητα σοβαρότερη απειλή για την εθνική της ασφάλεια παρά τους τζιχαντιστές.
Από την πλευρά της, η τουρκική κυβέρνηση αναμένεται να θέσει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της επεκτάσεως των πολεμικών επιχειρήσεων και κατά των δυνάμεων του καθεστώτος Ασαντ, αλλά και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους. Η τουρκική άποψη ότι η παραμονή του καθεστώτος Ασαντ στην εξουσία εξωθεί τους Σύρους σουνίτες στην υποστήριξη των τζιχαντιστών βρίσκει λίγους υποστηρικτές στην αμερικανική πλευρά. Αντιθέτως, πολλοί Αμερικανοί αναλυτές θεωρούν ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ υπό τις παρούσες συνθήκες θα προσφέρει το σύνολο της Συρίας στους τζιχαντιστές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η δε τουρκική πρόταση για δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα βόρεια της Συρίας, με σκοπό την επανεγκατάσταση μέρους των εκατοντάδων χιλιάδων Σύρων προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Το σύνολο σχεδόν της μεθορίου της Συρίας με την Τουρκία, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί η εν λόγω ζώνη, κατοικείται από Κούρδους, οι οποίοι δεν διάκεινται φιλικώς ούτε προς την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων ούτε προς την εγκατάσταση στις εστίες τους μη Κούρδων προσφύγων από άλλα μέρη της Συρίας. Η κατάσταση έγινε ακόμη δυσκολότερη μετά τις δεινές ήττες και τις απώλειες εδαφών που υπέστησαν προσφάτως από τους τζιχαντιστές στη βόρεια Συρία οι «μετριοπαθείς» αντικαθεστωτικές δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία και τη Δύση. Οι εξελίξεις δυσκολεύουν όχι μόνον τη συνεργασία αλλά και την αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Είναι βέβαιο ότι η αμερικανική πλευρά θα επιδιώξει την άμεση εμπλοκή της Τουρκίας στις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους», όσο και τη σφράγιση των τουρκικών συνόρων στις περιοχές όπου αυτά εφάπτονται με τα εδάφη της Συρίας τα οποία ελέγχονται από το «Ισλαμικό Κράτος» και το Μέτωπο Αλ Νούσρα. Η προμήθεια πολεμοφοδίων, η λαθρεμπορία πετρελαιοειδών και η μεταφορά μαχητών μέσω του τουρκικού εδάφους παραμένουν ζωτικής σημασίας για τις δύο κύριες τζιχαντιστικές οργανώσεις που επιχειρούν στη Συρία. Η αποφασιστική εμπλοκή της Τουρκίας θεωρείται αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία οποιασδήποτε πολιτικής εναντίον των τζιχαντιστών. Κρίσιμο για τους Αμερικανούς είναι και το ζήτημα των σχέσεων της Τουρκίας με την Κουρδική Αυτόνομη Κυβέρνηση του βορείου Ιράκ. Οι στενές οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Ερμπίλ δέχθηκαν βαρύ πλήγμα το περασμένο καλοκαίρι κατά την προέλαση των δυνάμεων του «Ισλαμικού Κράτους» στο βόρειο Ιράκ. Η αιδήμων σιωπή της Τουρκίας στις εκκλήσεις της κουρδικής διοικήσεως για στρατιωτική βοήθεια, όταν μετά την κατάληψη της Μοσούλης οι τζιχαντιστές απείλησαν και την πρωτεύουσα των Κούρδων, Ερμπίλ, τραυμάτισε βαριά τις διμερείς σχέσεις. Αν και τελικώς χάρη στις αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές το Ερμπίλ διέφυγε τον κίνδυνο, η πολιορκία του Κομπάνι συνέβαλε στο να εμπεδωθεί διεθνώς η εντύπωση πως η Τουρκία θεωρεί οποιαδήποτε κουρδική πολιτική οντότητα σοβαρότερη απειλή για την εθνική της ασφάλεια παρά τους τζιχαντιστές.
Από την πλευρά της, η τουρκική κυβέρνηση αναμένεται να θέσει μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της επεκτάσεως των πολεμικών επιχειρήσεων και κατά των δυνάμεων του καθεστώτος Ασαντ, αλλά και τη δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» εντός του συριακού εδάφους. Η τουρκική άποψη ότι η παραμονή του καθεστώτος Ασαντ στην εξουσία εξωθεί τους Σύρους σουνίτες στην υποστήριξη των τζιχαντιστών βρίσκει λίγους υποστηρικτές στην αμερικανική πλευρά. Αντιθέτως, πολλοί Αμερικανοί αναλυτές θεωρούν ότι η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ υπό τις παρούσες συνθήκες θα προσφέρει το σύνολο της Συρίας στους τζιχαντιστές με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η δε τουρκική πρόταση για δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα βόρεια της Συρίας, με σκοπό την επανεγκατάσταση μέρους των εκατοντάδων χιλιάδων Σύρων προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Το σύνολο σχεδόν της μεθορίου της Συρίας με την Τουρκία, όπου θα μπορούσε να αναπτυχθεί η εν λόγω ζώνη, κατοικείται από Κούρδους, οι οποίοι δεν διάκεινται φιλικώς ούτε προς την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων ούτε προς την εγκατάσταση στις εστίες τους μη Κούρδων προσφύγων από άλλα μέρη της Συρίας. Η κατάσταση έγινε ακόμη δυσκολότερη μετά τις δεινές ήττες και τις απώλειες εδαφών που υπέστησαν προσφάτως από τους τζιχαντιστές στη βόρεια Συρία οι «μετριοπαθείς» αντικαθεστωτικές δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία και τη Δύση. Οι εξελίξεις δυσκολεύουν όχι μόνον τη συνεργασία αλλά και την αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ Τουρκίας και Ηνωμένων Πολιτειών.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.