Ηταν ήδη προφανές, εδώ και καιρό, πως η Αγκυρα κάτι προετοίμαζε. Το έδειξε με τις επισκέψεις Ερντογάν και Νταβούτογλου στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη. Αλλά και με τα όσα πρόβαλλε για ενεργότερη εμπλοκή της Ελλάδας στην αναζήτηση λύσης. Φαινόταν ακόμη από την απόπειρά της να παζαρέψει τη συμμετοχή της στη συμμαχία του ελεύθερου κόσμου ενάντια στους τζιχαντιστές. Εβγαινε και μέσα από την πάγια πρακτική της να στρέφει την προσοχή των μαζών προς τα δυτικά, κάθε φορά που αντιμετωπίζει εσωτερικές δυσκολίες. Και γινόταν ακόμη πιο πιθανό αμέσως μετά την ανακοίνωση συνεργασίας μεταξύ της Αθήνας, της Λευκωσίας και του Καΐρου, για την αξιοποίηση του πλούτου στις μεταξύ τους θάλασσες.
Τώρα, είμαστε ήδη μπροστά στη νέα ιταμή πρόκληση. Η Αγκυρα, ξεπερνώντας τα όσα επιχειρούσε ώς πρόσφατα, βγαίνει στα νότια της Κύπρου σε μια θαλάσσια ζώνη μεταξύ της Λάρνακας και της Λεμεσού, αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και αξιώνει την παράδοσή της στο ψευδοκράτος των κατεχομένων. Με θράσος χιλίων πιθήκων, καλεί τη Λευκωσία «να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν να είναι ο μόνος ιδιοκτήτης του νησιού, να τερματίσει τις μονομερείς έρευνες και να υιοθετήσει ένα νέο συνεταιρισμό και δίκαιο διαμοιρασμό». Προειδοποιεί, ταυτόχρονα, πως «εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά κινηθεί μονομερώς, αυτό δεν θα γίνει αποδεκτό σε καμιά περίπτωση».
Η νέα τουρκική κίνηση συνιστά, πρώτ' απ' όλα, νάρκη στις διακοινοτικές συνομιλίες, καθώς ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει προαναγγείλει τη διακοπή τους σε περίπτωση παραβίασης της κυπριακής ΑΟΖ. Αυτό, άλλωστε, επανέλαβε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, υπογραμμίζοντας πως δεν είναι συμβατή με την ομαλή συνέχιση των συνομιλιών καμιά παρενόχληση των δραστηριοτήτων στην κυπριακή ΑΟΖ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η εμπλοκή στις διακοινοτικές να αποτελεί και στόχο της Αγκυρας. Είναι, άλλωστε, περισσότερο από βέβαιο πως δεν την ενδιαφέρει η λύση του Κυπριακού, αλλά η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και δεν βιάζεται παρά μόνο για να βάλει φραγμό στο σχέδιο που δρομολόγησε η Λευκωσία, να απλώσει χέρι στον ενεργειακό πλούτο που εντοπίστηκε στην κυπριακή ΑΟΖ, να μπλοκάρει στο ξεκίνημά της τη συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου με την Αίγυπτο και να εμπλέξει το Κυπριακό στο παζάρι που άρχισε με τους Δυτικούς για τη συμμετοχή της στον πόλεμο με τους τζιχαντιστές.
Προφανώς, θα είναι κρίσιμης σημασίας η αντίδραση της Ουάσιγκτον, που επίσημα έχει διακηρύξει τόσο το αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να αξιοποιήσει το φυσικό αέριο που βρίσκεται στη δική της ΑΟΖ όσο και την κάθετη αντίθεσή της σε ενέργειες που αντίκεινται στην αρχή αυτήν. Το ίδιο και η στάση της Ε.Ε., που οφείλει πολιτική αρωγή στα μέλη της. Αλλά και η στάση των χωρών, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, με τις οποίες η Αθήνα και η Λευκωσία άνοιξαν πόρτες συνεργασίας στον κρίσιμο ενεργειακό τομέα.
Η Λευκωσία, ωστόσο, στο πλαίσιο των πολιτικών, των διπλωματικών και νομικών αντιδράσεών της μπορεί τώρα να προσφύγει και στο Συμβούλιο Ασφαλείας, έτσι ώστε να καταλογιστεί εκεί που ανήκει η ευθύνη για το νέο ενδεχόμενο αδιέξοδο στο Κυπριακό. Αλλά και στην Ε.Ε., προς την οποία θέλει να κατευθυνθεί η Τουρκία. Και βέβαια στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, από το οποίο να ζητήσει τη λήψη προσωρινών μέτρων για την προστασία των δικαιωμάτων της. Οπως έκανε και η Αθήνα, τον Αύγουστο του 1976, όταν βγήκε το «Σισμίκ» στην αιγαιακή υφαλοκρηπίδα. Ας μη λησμονείται, άλλωστε, ότι τότε (11.9.1976) το Διεθνές Δικαστήριο μπορεί να απέρριψε το ελληνικό αίτημα, αλλά με την εξόχως θετική αιτιολόγηση ότι «η δραστηριότητα του "Σισμίκ" δεν δημιουργούσε τουρκικά δικαιώματα».