Η πρόκληση των Αλβανών εθνικιστών ήταν προ-σχεδιασμένη και άνωθεν οργανωμένη
Τα όσα συνέβησαν στην ποδοσφαιρική
συνάντηση μεταξύ Σερβίας και Αλβανίας δεν αφορούν στο ποδόσφαιρο, αλλά
μείζονα ζητήματα της ευρύτερης περιοχής, που ακουμπούν άμεσα τη χώρα
μας. Η εμφάνιση πάνω από το γήπεδο ενός τηλεκατευθυνόμενου αεροπλάνου
που έσερνε τη σημαία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας», πέρα από τα
πρωτοφανή έκτροπα που προκάλεσε, ανέδειξε, μία ακόμη φορά, τη διεκδίκηση
εδαφών από τα Σκόπια, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και την Ελλάδα.
Ολόκληρη την Ηπειρο, τη Δυτική Μακεδονία και την Κέρκυρα. Δεν
ήταν, άλλωστε, τυχαία ούτε η σύλληψη ως υποκινητή των επεισοδίων του
Ολσι Ράμα, αδελφού του Αλβανού πρωθυπουργού, ούτε τα πανηγύρια που
έστησαν φανατικοί εθνικιστές στην Πρίστινα και τα Τίρανα. Ολα μαζί
επισημαίνουν πως η πρόκληση των Αλβανών εθνικιστών ήταν, όχι μόνο
προσχεδιασμένη, αλλά και άνωθεν οργανωμένη.
Γίνεται έτσι φανερό πως η ιδέα για μια «Μεγάλη Αλβανία» φουντώνει όλο και περισσότερο στην ταραγμένη γειτονιά μας. Απειλεί τη σταθερότητα στην περιοχή, την υπόσταση των Σκοπίων, την ακεραιότητα γειτονικών χωρών. Εμπεριέχει σαφή διεκδίκηση ελληνικών εδαφών και υποκινεί τους ισχυρισμούς για Τσάμηδες, για «γενοκτονία που διαπράχθηκε εις βάρος τους», για διεκδικήσεις περιουσιών και αποζημιώσεων. Τόσο, άλλωστε, τα μεγάλα κόμματα όσο και ο Τύπος της γείτονος στηρίζουν το ρεβανσισμό που εκφράζουν οι οργανώσεις τους και κατασκευάζουν θέματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (επιστροφή ανθρώπων και περιουσιών) σαν αντιπερισπασμό στο υπαρκτό ζήτημα της καταπίεσης των Βορειοηπειρωτών. Αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, ότι έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο που στόχο έχει την ανάδειξη των Αλβανών που εργάζονται στη χώρα μας σε αναγνωρισμένη μειονότητα. Καταδεικνύουν έτσι πως «εκεί που μας χρωστάγανε, γυρεύουν τώρα και τ' αμπέλι».
Είναι προφανές πως τα ζητήματα που έντεχνα κατασκευάζονται -Τσάμηδες και αλβανική μειονότητα- αποτελούν παράμετρο του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού, που ήδη απλώνεται σαν απειλή για τη σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Και αυτό, όσο απομακρυσμένο κι αν φαίνεται, δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό. Κανένας, άλλωστε, δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποιοι να καθίσουν κάποια στιγμή γύρω από ένα τραπέζι για να αποφασίσουν ώς τα πού μπορεί να φτάνει η «Μεγάλη Αλβανία». Και να βάλουν τότε στο χάρτη, όπως ήδη το κάνουν οι εθνικιστές των Τιράνων, περιοχές από όλα τα γειτονικά κράτη.
Στην εποχή των ασύμμετρων απειλών θα ήταν έγκλημα να αγνοούνται, να υποτιμούνται και να αποκλείονται υπαρκτοί κίνδυνοι. Δεν μπορεί, άλλωστε, να λησμονείται το γεγονός πως το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα της γείτονος, υποκινούμενο και χρηματιζόμενο από την Αγκυρα, είχε καταφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και έχει καταφέρει να ακυρώσει τη συμφωνία για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των δύο χωρών, που είχε υπογραφεί από τις κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή και Σ. Μπερίσα. Οπως και το γεγονός ότι η χώρα μας, αποδεικνύοντας τη σταθερή βούλησή της για σχέσεις καλής γειτονίας, συγκατατέθηκε στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά και το γεγονός ότι στήριξε την οικονομία της και στηρίζει τους μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας εδώ και χρόνια.
Τίποτε, ωστόσο, από όλα αυτά δεν σημαίνει, ούτε εγκατάλειψη της αξίωσης για σεβασμό των διμερών συμφωνιών, ούτε υποστολή της σημαίας των αγώνων για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στα βορειοηπειρωτικά εδάφη. Αυτό άλλωστε είναι και το μόνο υπαρκτό μειονοτικό ζήτημα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Αφορά στον Ελληνισμό της Αλβανίας, το σεβασμό των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών, το σεβασμό της περιουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Γίνεται έτσι φανερό πως η ιδέα για μια «Μεγάλη Αλβανία» φουντώνει όλο και περισσότερο στην ταραγμένη γειτονιά μας. Απειλεί τη σταθερότητα στην περιοχή, την υπόσταση των Σκοπίων, την ακεραιότητα γειτονικών χωρών. Εμπεριέχει σαφή διεκδίκηση ελληνικών εδαφών και υποκινεί τους ισχυρισμούς για Τσάμηδες, για «γενοκτονία που διαπράχθηκε εις βάρος τους», για διεκδικήσεις περιουσιών και αποζημιώσεων. Τόσο, άλλωστε, τα μεγάλα κόμματα όσο και ο Τύπος της γείτονος στηρίζουν το ρεβανσισμό που εκφράζουν οι οργανώσεις τους και κατασκευάζουν θέματα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (επιστροφή ανθρώπων και περιουσιών) σαν αντιπερισπασμό στο υπαρκτό ζήτημα της καταπίεσης των Βορειοηπειρωτών. Αποκαλύπτουν, ταυτόχρονα, ότι έβαλαν σε εφαρμογή σχέδιο που στόχο έχει την ανάδειξη των Αλβανών που εργάζονται στη χώρα μας σε αναγνωρισμένη μειονότητα. Καταδεικνύουν έτσι πως «εκεί που μας χρωστάγανε, γυρεύουν τώρα και τ' αμπέλι».
Είναι προφανές πως τα ζητήματα που έντεχνα κατασκευάζονται -Τσάμηδες και αλβανική μειονότητα- αποτελούν παράμετρο του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού, που ήδη απλώνεται σαν απειλή για τη σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Και αυτό, όσο απομακρυσμένο κι αν φαίνεται, δεν επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό. Κανένας, άλλωστε, δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο κάποιοι να καθίσουν κάποια στιγμή γύρω από ένα τραπέζι για να αποφασίσουν ώς τα πού μπορεί να φτάνει η «Μεγάλη Αλβανία». Και να βάλουν τότε στο χάρτη, όπως ήδη το κάνουν οι εθνικιστές των Τιράνων, περιοχές από όλα τα γειτονικά κράτη.
Στην εποχή των ασύμμετρων απειλών θα ήταν έγκλημα να αγνοούνται, να υποτιμούνται και να αποκλείονται υπαρκτοί κίνδυνοι. Δεν μπορεί, άλλωστε, να λησμονείται το γεγονός πως το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα της γείτονος, υποκινούμενο και χρηματιζόμενο από την Αγκυρα, είχε καταφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας και έχει καταφέρει να ακυρώσει τη συμφωνία για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των δύο χωρών, που είχε υπογραφεί από τις κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή και Σ. Μπερίσα. Οπως και το γεγονός ότι η χώρα μας, αποδεικνύοντας τη σταθερή βούλησή της για σχέσεις καλής γειτονίας, συγκατατέθηκε στην ενταξιακή πορεία της Αλβανίας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά και το γεγονός ότι στήριξε την οικονομία της και στηρίζει τους μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας εδώ και χρόνια.
Τίποτε, ωστόσο, από όλα αυτά δεν σημαίνει, ούτε εγκατάλειψη της αξίωσης για σεβασμό των διμερών συμφωνιών, ούτε υποστολή της σημαίας των αγώνων για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στα βορειοηπειρωτικά εδάφη. Αυτό άλλωστε είναι και το μόνο υπαρκτό μειονοτικό ζήτημα στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Αφορά στον Ελληνισμό της Αλβανίας, το σεβασμό των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών, το σεβασμό της περιουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.