03 Σεπτεμβρίου 2014

Γιατί ΕΕ και ΗΠΑ διαφωνούν για τη Μ. Ανατολή;


Γιατί ΕΕ και ΗΠΑ διαφωνούν για τη Μ. Ανατολή;
Του Χρήστου Ιακώβου*
Οι Ευρωπαίοι σπάνια έχουν συμφωνήσει με τις ΗΠΑ για κρίσιμα θέματα της Μέσης Ανατολής. Από την εποχή των πολέμων που διεξήγαγε το νεοσύστατο, τότε, Αμερικανικό ναυτικό εναντίον των πειρατών της Μπαρμπαριάς στις αρχές του 19ου αιώνα, μέχρι την ανακωχή που επέβαλλε ο Πρόεδρος Άϊζενχάουερ στην κοινή Γαλλο-Βρετανο-Ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση στο Σουέζ το 1956 και τον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη στις πλείστες των περιπτώσεων έχουν ενεργήσει ξεχωριστά ή και αντίθετα στην περιοχή αυτή. Βεβαίως, έχουν υπάρξει και εξαιρέσεις, όπως ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991.Μπορεί κατά τον Ψυχρό Πόλεμο η Μέση Ανατολή να ευρίσκετο στην περιφέρεια των κοινών ενδιαφερόντων και όχι στο κέντρο τους, έχει γίνει τώρα το ευαίσθητο επίκεντρο της γεωπολιτικής Αμερικανο-Ευρωπαϊκής σχέσης.

Ποια η ρίζα όμως αυτής της διχογνωμίας; Η διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας απομάκρυνε το θέμα της ασφάλειας της Ευρώπης από το κέντρο της Αμερικανικής στρατηγικής θεώρησης του κόσμου, και το αντικατέστησε με τα προβλήματα του ευρύτερου χώρου της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Ασίας. Κατ΄αναλογία, και η Ευρωπαϊκή θεώρηση έχει αλλάξει. Η Αμερική δεν είναι πια ο χορηγός προφανών εγγυήσεων ασφάλειας όπως ήταν στο Ψυχρό Πόλεμο. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο διεθνές σύστημα ασφάλειας, ιδιαίτερα στην Ασία, και στην διασφάλιση των θαλασσίων μεταφορών. Αλλά ο ρόλος αυτός είναι πολύ λιγότερο εμφανής στην Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, που τείνει να βλέπει με ενόχληση μόνο την ηγεμονική πλευρά της Αμερικής, για την οποία αισθάνεται ότι μάλλον θέτει σε κίνδυνο παρά ενισχύει την αμοιβαία ασφάλεια. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αμερικανική πολιτική στην Μέση Ανατολή μετά την εισβολή στο Ιράκ.

Δεν πρόκειται ακριβώς για διαφωνία αρχών όσο για διχογνωμία στρατηγικής, που είναι εμπεδωμένη στην Ευρωπαϊκή ιστορία, γεωγραφία και εσωτερική πολιτική. Στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί συμφωνούν σε πολλές γενικές αρχές και στόχους. Αμφότερες οι πλευρές θεωρούν την ανάπτυξη στην Μέση Ανατολή σαν τον ασφαλέστερο τρόπο να εμποδιστεί το είδος της υπερεθνικής τρομοκρατίας. Αμφότερες υποστηρίζουν την δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους. Αμφότερες θέλουν να αποφευχθεί η εξάπλωση όπλων μαζικής καταστροφής στην περιοχή αυτή. Τέλος, αμφότερες έχουν κοινό συμφέρον να συνεχιστεί απρόσκοπτα η ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου από την περιοχή στις επόμενες δεκαετίες.

Σε επιχειρησιακό επίπεδο όμως, τα πράγματα φαίνονται πολύ πιο ασαφή, και εδώ είναι που εμφανίζεται ο υπερατλαντικός διχασμός. Ο μουσουλμανικός κόσμος έπαψε να προχωρά προς την μοντέρνα εποχή κάποια στιγμή μεταξύ του 14ου και 19ου αιώνα. Η περιοχή αυτή υστερεί σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο από άποψη οικονομικών επιτευγμάτων, μόρφωσης και βασικών ελευθεριών.

Οταν η Κυβέρνηση Μπούς ανακοίνωσε την απόφαση εισβολής στο Ιράκ, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, είχαν έντονες αντιρρήσεις, οι οποίες συνέπιπταν κατά μεγάλο μέρος με τις απόψεις της Ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Πίστευαν ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να σταθεροποιηθεί το Ιράκ, κι ακόμη δυσκολότερο να εκδημοκρατιστεί, μετά την εισβολή, και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί το φαινόμενο «ντόμινο», δηλαδή η αλυσιδωτή αντίδραση που θα άπλωνε την μεταρρύθμιση στον υπόλοιπο χώρο. Φοβόνταν ότι ο πόλεμος θα έτρεφε την αστάθεια και θα βοηθούσε τους τρομοκράτες να στρατολογήσουν οπαδούς. Υπεστήριζαν ότι ο πόλεμος θα ενίσχυε την εντύπωση της σύγκρουσης των πολιτισμών, πράγμα επιβλαβές όχι μόνο για την εμπόλεμη περιοχή αλλά για την εσωτερική τους πολιτική κατάσταση. Τέλος, πίστευαν ότι ο αντιδυτικισμός στην εμπόλεμη περιοχή θα διωγκούτο επικινδύνως, υποσκάπτοντας έτσι οποιοδήποτε δημοκρατικό μήνυμα θα προσπαθούσαν να μεταδώσουν οι Αμερικανοί.

Η επικρατούσα θεώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το τί πρέπει να γίνει στην Μέση Ανατολή ξεκινά από παραδοχές διαφορετικές από αυτές της Αμερικανικής θεωρίας περί «μεταμόρφωσης» της περιοχής. Δέχεται ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα εν μια νυκτί. Αντιθέτως πιστεύει ότι με την συνεργασία με τις Μεσανατολικές «κοινωνίες πολιτών», με την βελτίωση των οικονομιών των κρατών και με την βαθμιαία μεταμόρφωση του συστήματος διακυβέρνησης των χωρών της περιοχής, η Ευρώπη δημιουργεί τις συνθήκες για δημοκρατική αλλαγή που μπορούν να προέλθουν μόνο από τις ίδιες τις υπό μεταμόρφωση κοινωνίες. Η Ευρώπη επίσης δίνει υψηλή προτεραιότητα στην επίλυσης της Αραβο-Ισραηλινής αντιπαράθεσης με πιο ουδέτερη διαιτησία, που δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ, αλλά δεν πρόκειται και να υποστηρίζει αυτομάτως οποιαδήποτε απόφαση παίρνει η Ισραηλινή κυβέρνηση.

Οι ιδέες αυτές δεν είναι αποτέλεσμα αντιλήψεων στρατηγικής αδυναμίας. Στην πραγματικότητα είναι ριζωμένες σε μία καθαρώς Ευρωπαϊκή αντίληψη ιστορίας, σε μια παράδοση έντονων σχέσεων (και φιλικών και ανταγωνιστικών) με το μουσουλμανικό κόσμο, καθώς επίσης στην διαφορετική γεωγραφική θέση της γηραιάς ηπείρου. Η Μέση Ανατολή είναι στην ίδια «γειτονιά» με την Ευρώπη, και οποιεσδήποτε ριζοσπαστικές λύσεις, όπως πόλεμοι με ορισμένα οφέλη αλλά και με τεράστιους κινδύνους -ζυγίζονται πολύ προσεκτικά. Εποπλέον, η Ευρώπη έχει 20 έως 25 εκατομμύρια Μουσουλμάνους. Όταν αναλαμβάνονται εχθρικές ενέργειες στην Μέση Ανατολή που δεν είναι νόμιμες στα μάτια της κοινής γνώμης των πληθυσμών αυτών, είναι δυνατό να έχουν επιπτώσεις μέσα στις ίδιες τις Ευρωπαϊκές χώρες.

Αξιολογώντας σήμερα τις επιπτώσεις της επέμβασης στο Ιράκ το 2003, μπορούμε να κατανοήσουμε πώς εξελίχθηκε η αναμέτρηση των διαφορετικών οραμάτων για την Μέση Ανατολή, και ποιές καινούργιες εντάσεις δημιούργησε στις Αμερικανο-Ευρωπαϊκές σχέσεις. Σήμερα οι στρατιωτικές επεμβάσεις και η κατοχή εδαφών εξακολουθούν να είναι απεχθείς στους τοπικούς πληθυσμούς, όπως ήταν και στο παρελθόν, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι επεμβαίνουσες δυνάμεις ευαγγελίζονται τον εκδημοκρατισμό.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών