«Στις τηλεφωνικές τους επικοινωνίες ο Βλαντιμίρ Πούτιν και η Ανγκελα Μέρκελ μιλούν και ρωσικά και γερμανικά. Ο καθένας γνωρίζει άπταιστα τη γλώσσα του συνομιλητή του και πολλές φορές είναι σε θέση να διορθώσει ακόμη και τους μεταφραστές που μετέχουν στις επίσημες συζητήσεις.
(...) Αλλά αυτή η προσωπική οικειότητα δεν απέτρεψε τη χειρότερη κρίση στις ρωσογερμανικές σχέσεις από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η απόφαση της κ. Μέρκελ τον περασμένο μήνα να υποστηρίξει τις κυρώσεις της Ε.Ε. κατά της Ρωσίας ως απάντηση στην κατάρριψη της πτήσης ΜΗ17 της Malaysia Airlines σηματοδοτεί την πρώτη ρήξη ύστερα από δεκαετίες γόνιμης συνεργασίας με τη Μόσχα.
Οπως εξάλλου έγραψε το περιοδικό Der Spiegel: "Τα συντρίμμια του ΜΗ17 είναι επίσης τα συντρίμμια της διπλωματίας". Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν δύσκολα ερωτήματα σχετικά με τις μελλοντικές σχέσεις της Γερμανίας με τη Ρωσία, τις σχέσεις με τους δυτικούς εταίρους της και τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Αναμφίβολα το Βερολίνο βρίσκεται σε σημείο καμπής. Θα μπορούσε να χρειαστεί μια ολόκληρη γενιά στη Μόσχα προτού αποκατασταθούν οι φιλικές σχέσεις.
Το Βερολίνο έχει παίξει έναν άνευ προηγουμένου καθοδηγητικό ρόλο στην απάντηση της Δύσης για την κρίση, με την κ. Μέρκελ να καθιστά τον εαυτό της τους τελευταίους έξι μήνες το κύριο σημείο επαφής με τον κ. Πούτιν -πραγματοποιώντας περισσότερες από 30 τηλεφωνικές κλήσεις.
Αφού διατήρησε χαμηλό προφίλ στην παγκόσμια πολιτική τις δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία τα τελευταία 25 χρόνια αύξησε της παρεμβάσεις της, γεγονός που αντανακλά την οικονομική της δύναμη. Ωστόσο, σε προηγούμενες κρίσεις, όπως στην πρώην Γιουγκοσλαβία και το Αφγανιστάν, συνεισέφερε απλώς στις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν οι δυτικοί εταίροι της: οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Αυτήν τη φορά, το Βερολίνο έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη, λόγω των μακροχρόνιων πολιτικών δεσμών με τη Μόσχα, την ευρεία οικονομική σχέση και εγγύτηττα με την Ανατολική Ευρώπη. Επίσης, η κρίση έχει χτυπήσει σε μια εποχή που τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία απασχολούν άλλες παγκόσμιες εστίες κινδύνου.
Η κ. Μέρκελ προτιμά τους γνωστούς, "πονοκεφάλους" της ευρωπαϊκής πολιτικής, τις διαπραγματεύσεις με το Ρώσο ηγέτη, τον άνθρωπο που καταπάτησε το διεθνές δίκαιο με την προσάρτηση της Κριμαίας. Αν και ήταν αυτή που παραπονέθηκε στον Αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα ότι ο Πούτιν "ζει στο δικό του κόσμο", εντούτοις από την αρχή ήθελε να προστατεύσει τα συμφέροντα της Γερμανίας και να διασφαλίσει ότι οι δυτικές αντιδράσεις δεν καθοδηγούνται από τις ΗΠΑ.
Μετά τις τελευταίες κυρώσεις, το "καυτό" ερώτημα είναι τι θα συμβεί στη συνέχεια. Το πιθανότερο είναι πως η κ. Μέρκελ θα επιλέξει τη μέση οδό, θα επιδιώξει δηλαδή να διατηρήσει την επιρροή του Βερολίνου, ενεργώντας ως άξονας μεταξύ των "γερακιών" με επικεφαλής τις ΗΠΑ, την Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο και των "περιστεριών", κυρίως την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή η Γερμανία αποκόμισε πολλά εμπορικά οφέλη από τη Μόσχα καθώς εξελίχθηκε σε "νούμερο 1" εξαγωγέα της Δύσης στη χώρα. Την ίδια ώρα η Ρωσία έγινε ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου και πετρελαίου της Γερμανίας. Από την επανεκλογή Πούτιν το 2012, η απροθυμία για συνεργασία με τη Δύση αντικαταστάθηκε από μια εθνικιστική ατζέντα.
Η προτεραιότητα ήταν η αποκατάσταση της επιρροής της Μόσχας στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Καθώς σήμερα η κρίση έχει ενταθεί, οι γερμανικές ελπίδες μιας επαναπροσέγγισης έχουν δώσει τη θέση τους στη βαθιά απώλεια της εμπιστοσύνης. Ερωτηθείς εάν το Βερολίνο θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποκαταστήσει τους δεσμούς με τη Ρωσία, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος για θέματα εξωτερικής πολιτικής του κυβερνώντος κεντροδεξιού κόμματος της κ. Μέρκελ απάντησε: "Ναι, αλλά όχι χωρίς δραματικές πολιτικές αλλαγές στη Μόσχα"...».