Του Κώστα Ράπτη
Η Παρασκευή ήταν μια “μαύρη μέρα για την Ευρώπη” - όπως δήλωσε ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron στην συνέντευξη Τύπου μετά τη Σύνοδο Κορυφής, που με την επικράτηση της λύσης Juncker για την ηγεσία της Κομισιόν επικύρωσε συμβολικά και ουσιαστικά την απομόνωση της Βρετανίας μεταξύ των “28”. Όμως η Δευτέρα ήταν μία άλλη μέρα – με τους δύο πόλους της αντιπαράθεσης εντός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να εκπέμπουν σήματα διαλλακτικότητας.
“Αν, με ένα δίκαιο ντηλ συμφωνήσουμε ότι δεν οδεύουμε όλοι, με διαφορετικές ταχύτητες προς τον ίδιο προορισμό (όπως κάποιοι προεξοφλούσαν μέχρι τώρα) υπάρχουν πολλά που μπορούμε να κάνουμε” έγραψε ο Dameron στην Daily Telegraph, υπονοώντας την διαβόητη “όλο και στενότερη ένωση” των χωρών της Ε.Ε.
Την ίδια ημέρα ο πρώην επίτροπος της Βρετανίας λόρδος Mandelson διαβεβαίωνε, μιλώντας στο BBC Radio 4 ότι ο Juncker, τον οποίο είχε συναντήσει την προηγούμενη εβδομάδα “δεν είναι ένα φεντεραλιστικό τέρας με πράσινα μάτια”, καθώς ρητά έχει αρνηθεί την προοπτική των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Την προηγουμένη το CBI, κυριότερος εκπρόσωπος του βρετανικού επιχειρηματικού κόσμου, προειδοποιούσε ότι η οικονομική ανάπτυξη της Βρετανίας συναρτάται προς την παραμονή της στην Ε.Ε. ως πλήρους μέλους. Τα φραστικά αυτά ανοίγματα δεν έμειναν χωρίς ανταπόκριση. “Ιστορικά, πολιτικά και πολιτισμικά, η Βρετανία είναι αναντικατάστατη για την Ευρώπη” δήλωνε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Wolfgang Schaeuble προς τους Financial Times, τονίζοντας ότι μία βρετανική έξοδος θα είναι “αδιανόητη” και πάντως βλαβερή όχι μόνο για την ίδια τη Βρετανία αλλά και για τους λοιπούς εταίρους.

Η διαμάχη για τον Juncker; Δεν ήταν παρά μια “διαφωνία συνήθης στη δημοκρατία”, λογικό αποτέλεσμα του “διαφορετικού τρόπου με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης στα διαφορετικά κράτη”. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Βρετανοί που καταγγέλλουν τον διορισμό του νέου προέδρου της Κομισιόν ως “αντιποίηση αρχής” από το Ευρωκοινοβούλιο, είναι οι πρώτοι διδάξαντες του κοινοβουλευτισμού στην Ευρώπη...

Σε ομιλία του τη Δευτέρα στη Μαδρίτη ο Schaeuble κατέστησε σαφές ποιο είναι κατά τη γνώμη του το περιεχόμενο του επιδιωκόμενου συμβιβασμού. “Η νέα Κομισιόν” είπε “πρέπει να επεξεργασθεί προτάσεις που θα ενισχύουν την αρχή της επικουρικότητας”, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται σε κοινοτικό επίπεδο, μόνο για τα αντικείμενα όπου το εθνικό επίπεδο είναι ανεπαρκές”. Η Ε.Ε. θα πρέπει να αυτοπεριορισθεί στην επικέντρωση στα ζητήματα της εσωτερικής αγοράς, του εμπορίου, των χρηματοπιστωτικών αγορών, του κοινού νομίσματος, της ενέργειας και της εξωτερικής πολιτικής. Μίλησε κανείς για “όλο και στενότερη ένωση”;

Στην πραγματικότητα, το νέο γερμανο-βρετανικό φλερτ στηρίζεται, όπως το δήλωσε ο ίδιος ο Juncker, στην “ευρεία συναίνεση” των δύο πλευρών ως προς την ανάγκη μιας περισσότερο φιλικής προς την αγορά μεταρρύθμισης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Κοινός στόχος είναι και η προώθηση της διατλαντικής συμφωνίας εμπορίου και επενδύσεων, η οποία, μακριά από τις διαμάχες που κυριαρχούν στην επικαιρότητα, αποτελεί το “μεγάλο πρότζεκτ” των ευρωπαϊκών ηγεσιών. Επιπλέον η Βρετανία αναλαμβάνει από 1ης Ιουλίου την προεδρία της G7, σε μία περίοδο κατά την οποία επείγει η αυστηροποίηση των διεθνών φορολογικών κανόνων και ο περιορισμός του φορολογικού ανταγωνισμού που υφίσταται λ.χ. η Γερμανία από χώρες όπως η Ιρλανδία.

Κυρίως, όμως, η προσπάθεια να υπάρξει μια νέα συνεννόηση Βερολίνου-Λονδίνου, οφείλεται, (πέρα από την αναγνώριση του κινδύνου να αμφισβητηθεί, και μάλιστα από μεγάλη χώρα”, το “μη αντιστρεπτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης) στον “τριγωνικό” χαρακτήρα των αντιπαραθέσεων που έλαβαν χώρα στην Σύνοδο των 28. Ο Wolfgang Schaeuble δεν παύει να έχει το βλέμμα στραμμένο προς το χαλαρό μέτωπο Ιταλίας, Γαλλίας, Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών το οποίο ήγειρε ζήτημα ελαστικότερης εφαρμογής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και του Δημοσιονομικού Συμφώνου.

“Δεν άκουσα να ζητά κανείς [τερματισμό της λιτότητας], ούτε ο Ιταλός πρωθυπουργός, ούτε οποιοσδήποτε άλλος” τόνισε προς τους Financial Times, ο Γερμανός υπουργός, υπενθυμίζοντας ότι η προτεραιότητα δεν είναι η αναπροσαρμογή των κανόνων, αλλά η τήρησή τους.

Υπάρχει, άλλωστε, ένας τομέας στον οποίο ο Schaeuble ρητά επιθυμεί “στενότερη ένωση”: ο μεγαλύτερος βαθμός ολοκλήρωσης στον οποίο οδηγήθηκε λόγω της κρίσης η ευρωζώνη θα πρέπει να αποτυπωθεί καλύτερα και στις κοινοτικές συνθήκες, κατά τρόπο τέτοιο ώστε η αναθεώρησή τους, να μην δημιουργήσει προβλήματα στο Λονδίνο.

Ο δε επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων θα πρέπει, όπως ανέφερε ο Schaeuble στη Μαδρίτη, να έχει εξουσία αντίστοιχη λ.χ. με του Επιτρόπου Ανταγωνισμού, προκειμένου περί της επιβολής των δημοσιονομικών κανόνων.