Η ταχύτατη επέλαση του στρατού των ισλαμιστών
της ISIS, του Ισλαμικού Στρατού για το Ιράκ και τη Συρία, προς τη
Βαγδάτη, η επικράτησή τους σε μεγάλο μέρος του βορειοδυτικού Ιράκ και η
ομηρεία των 80 Τούρκων στη Μοσούλη μπορεί να εμφανίστηκαν ως αναπάντεχα
περιστατικά άγριας βίας, αλλά μια τέτοια εικόνα δεν ανταποκρίνεται
πλήρως στην πραγματικότητα. Τίποτε δεν προέκυψε από μόνο του, κατά τρόπο
αυθαίρετο και εντελώς απροσδόκητο.Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει θα πρέπει να επιστρέψουμε στην
αμερικανική εισβολή και κατοχή του Ιράκ, όταν η κυβέρνηση Άσαντ επέλεξε
τον δρόμο της ισχυροποίησης της ένοπλης, ριζοσπαστικής, σουνιτικής
αντίδρασης. Μπορεί να φαίνεται περίεργο μια σιιτική κυβέρνηση που
καταπιέζει τη δική της σουνιτική πλειοψηφία να υποστηρίζει σουνιτικές
οργανώσεις εναντίον μιας σιιτικής κυβέρνησης σε μια γειτονική χώρα, αλλά
στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο. Πολλές φορές στην περιοχή που
εξετάζουμε οι στρατηγικές επιλογές λαμβάνονται με κύριο κριτήριο το
ποιος είναι ο άμεσος εχθρός.
Για το χρονικό διάστημα που η σουνιτική εξέγερση στο Ιράκ πετύχαινε τους στρατηγικούς της στόχους, η κυβέρνηση Άσαντ συνέχιζε την παροχή βοήθειας προς τις τζιχαντιστικές ομάδες, παραβλέποντας ή μη θέλοντας να κατανοήσει ότι δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ελέγχει και να καθοδηγεί «οργανώσεις» και ομάδες τόσο απρόβλεπτες και «ασυνεπείς» στη συμπεριφορά τους όσο αυτές που υπάγονται στο γενικότερο πλαίσιο του δικτύου της Αλ Κάιντα. Με τη λήξη του εμφυλίου στο Ιράκ και την αύξηση της αμερικανικής πίεσης στον Άσαντ να σταματήσει την παροχή βοήθειας στους σουνίτες ισλαμιστές του Ιράκ, τα προβλήματα άρχισαν στη Συρία. Και είναι λογικό: εκατοντάδες οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και αποφασισμένοι άντρες επέστρεψαν στις βάσεις τους στη Συρία.
Στο σημείο αυτό της ιστορίας μας συναντάμε την Τουρκία και τη μεγαλόπνοη μεσανατολική πολιτική του Ερντογάν. Ο Ερντογάν, καταχρώμενος το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης, στηρίζει και χρηματοδοτεί τους επαναστάτες στη Συρία. Και μάλιστα το πλέον ακραίο κομμάτι τους, την οργάνωση Στρατός Αλ Νόσρα που διατηρεί δεσμούς με τον ISIS και την Αλ Κάιντα. Πιστεύει ότι ο πόλεμος θα λήξει γρήγορα και ότι πολύ σύντομα η Δύση θα πρέπει να επιλέξει στρατόπεδα, στηρίζοντας τους επαναστάτες. Η Δύση όμως, πρώτον, έχει κουραστεί από τις προηγούμενες μεσανατολικές περιπέτειες και, δεύτερον, ασχολείται με τα δικά της τεράστια οικονομικά προβλήματα. Δεν έχει καμία διάθεση να εμπλακεί σε μια σύγκρουση, η οποία υποκρύπτει ή μπορεί και να οδηγήσει και σε μια άλλη, μεγαλύτερη και ακόμη πιο επικίνδυνη: αυτή με το Ιράν.
Η κίνηση των τζιχαντιστικών ομάδων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν γνωρίζει στεγανά. Επαναστάτες που πολεμούν στη Συρία περνούν τα σύνορα και πολεμούν στις τάξεις του ISIS. Δεν υπάρχουν ιδεολογικές ή άλλες δυσκολίες ένταξης σε άλλες ομάδες, σε άλλες χώρες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια ενιαία, συγκεκριμένη ιδεολογία (θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική ή ακόμη και ηθική).
Δεν μπορεί να προδικάσει κανείς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της ανάμειξης της Τουρκίας στη συριακή περιπέτεια. Εντούτοις, είναι πλέον γνωστό ότι οι τζιχαντιστές μαχητές μπορούν να πολεμήσουν όπου τους παρουσιάζεται ευκαιρία. Τόσο απλά και τόσο αντιιδεολογικά. Και βεβαίως χωρίς συγκεκριμένα ιδεολογικά στεγανά, αλλά και χωρίς να γνωρίζουν εμπόδια από σύνορα, αυτοί οι μαχητές, ασχέτως των εξελίξεων σε Συρία και Ιράκ, μπορούν να μεταφέρουν τον «αγώνα» τους στη χώρα που τους στηρίζει και που καιρό τώρα μοιάζει με ακροβάτη σε τεντωμένο σχοινί. Ακριβώς όπως μετακινήθηκαν μαχητές από τα Βαλκάνια και τη δυτική Ευρώπη προς τη Συρία, από το Αφγανιστάν προς το Ιράκ, από τη Λιβύη προς το Μάλι και τη Μαυριτανία.
Αν προσθέσουμε σε αυτό το στοιχείο μια Τουρκία της οποίας η οικονομία δείχνει σημάδια κούρασης, μια Τουρκία ουσιαστικά διχασμένη, με συχνές εκρήξεις βίας, με ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας επιρρεπές σε ριζοσπαστικοποίηση που μπορεί να λάβει και τζιχαντιστική μορφή ή έστω ισλαμιστικά ερείσματα (αφού η σημερινή κυβέρνηση έχει απολέσει την ηθική της νομιμοποίηση λόγω των σκανδάλων διαφθοράς), με μια ισχυρότατη παροικία Σύριων προσφύγων που έχουν διασπαρεί σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας, με μειονότητες (την αλεβίδικη και την κουρδική) κουρασμένες από τη συνεχή, τα τελευταία χρόνια, διάψευση των προσδοκιών τους, καταλαβαίνουμε ότι μια διάχυση της τζιχαντιστικής βίας στην Τουρκία θα πρέπει ίσως να θεωρείται πιθανή στο προσεχές μέλλον.
Αν έχει αποδείξει κάτι τα τελευταία χρόνια ο Ερντογάν είναι ότι αποτελεί πρωταθλητή της επιβίωσης. Όμως κάθε του βήμα εδώ και καιρό μοιάζει να απομακρύνει αυτόν, το ΑΚΡ και τη χώρα του από τις παλιές υποσχέσεις και τα παλιά οράματα: προσέγγιση με την Ευρώπη, μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες, κράτος δικαίου, ειρήνη και σταθερότητα στο εσωτερικό. Και οι προοπτικές όλο και στενεύουν.
* Ο κ. Σωτήρης Στ. Λίβας είναι επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Για το χρονικό διάστημα που η σουνιτική εξέγερση στο Ιράκ πετύχαινε τους στρατηγικούς της στόχους, η κυβέρνηση Άσαντ συνέχιζε την παροχή βοήθειας προς τις τζιχαντιστικές ομάδες, παραβλέποντας ή μη θέλοντας να κατανοήσει ότι δεν είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να ελέγχει και να καθοδηγεί «οργανώσεις» και ομάδες τόσο απρόβλεπτες και «ασυνεπείς» στη συμπεριφορά τους όσο αυτές που υπάγονται στο γενικότερο πλαίσιο του δικτύου της Αλ Κάιντα. Με τη λήξη του εμφυλίου στο Ιράκ και την αύξηση της αμερικανικής πίεσης στον Άσαντ να σταματήσει την παροχή βοήθειας στους σουνίτες ισλαμιστές του Ιράκ, τα προβλήματα άρχισαν στη Συρία. Και είναι λογικό: εκατοντάδες οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι και αποφασισμένοι άντρες επέστρεψαν στις βάσεις τους στη Συρία.
Στο σημείο αυτό της ιστορίας μας συναντάμε την Τουρκία και τη μεγαλόπνοη μεσανατολική πολιτική του Ερντογάν. Ο Ερντογάν, καταχρώμενος το πνεύμα της Αραβικής Άνοιξης, στηρίζει και χρηματοδοτεί τους επαναστάτες στη Συρία. Και μάλιστα το πλέον ακραίο κομμάτι τους, την οργάνωση Στρατός Αλ Νόσρα που διατηρεί δεσμούς με τον ISIS και την Αλ Κάιντα. Πιστεύει ότι ο πόλεμος θα λήξει γρήγορα και ότι πολύ σύντομα η Δύση θα πρέπει να επιλέξει στρατόπεδα, στηρίζοντας τους επαναστάτες. Η Δύση όμως, πρώτον, έχει κουραστεί από τις προηγούμενες μεσανατολικές περιπέτειες και, δεύτερον, ασχολείται με τα δικά της τεράστια οικονομικά προβλήματα. Δεν έχει καμία διάθεση να εμπλακεί σε μια σύγκρουση, η οποία υποκρύπτει ή μπορεί και να οδηγήσει και σε μια άλλη, μεγαλύτερη και ακόμη πιο επικίνδυνη: αυτή με το Ιράν.
Η κίνηση των τζιχαντιστικών ομάδων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής δεν γνωρίζει στεγανά. Επαναστάτες που πολεμούν στη Συρία περνούν τα σύνορα και πολεμούν στις τάξεις του ISIS. Δεν υπάρχουν ιδεολογικές ή άλλες δυσκολίες ένταξης σε άλλες ομάδες, σε άλλες χώρες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια ενιαία, συγκεκριμένη ιδεολογία (θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική ή ακόμη και ηθική).
Δεν μπορεί να προδικάσει κανείς τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της ανάμειξης της Τουρκίας στη συριακή περιπέτεια. Εντούτοις, είναι πλέον γνωστό ότι οι τζιχαντιστές μαχητές μπορούν να πολεμήσουν όπου τους παρουσιάζεται ευκαιρία. Τόσο απλά και τόσο αντιιδεολογικά. Και βεβαίως χωρίς συγκεκριμένα ιδεολογικά στεγανά, αλλά και χωρίς να γνωρίζουν εμπόδια από σύνορα, αυτοί οι μαχητές, ασχέτως των εξελίξεων σε Συρία και Ιράκ, μπορούν να μεταφέρουν τον «αγώνα» τους στη χώρα που τους στηρίζει και που καιρό τώρα μοιάζει με ακροβάτη σε τεντωμένο σχοινί. Ακριβώς όπως μετακινήθηκαν μαχητές από τα Βαλκάνια και τη δυτική Ευρώπη προς τη Συρία, από το Αφγανιστάν προς το Ιράκ, από τη Λιβύη προς το Μάλι και τη Μαυριτανία.
Αν προσθέσουμε σε αυτό το στοιχείο μια Τουρκία της οποίας η οικονομία δείχνει σημάδια κούρασης, μια Τουρκία ουσιαστικά διχασμένη, με συχνές εκρήξεις βίας, με ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας επιρρεπές σε ριζοσπαστικοποίηση που μπορεί να λάβει και τζιχαντιστική μορφή ή έστω ισλαμιστικά ερείσματα (αφού η σημερινή κυβέρνηση έχει απολέσει την ηθική της νομιμοποίηση λόγω των σκανδάλων διαφθοράς), με μια ισχυρότατη παροικία Σύριων προσφύγων που έχουν διασπαρεί σε διάφορες πόλεις της Τουρκίας, με μειονότητες (την αλεβίδικη και την κουρδική) κουρασμένες από τη συνεχή, τα τελευταία χρόνια, διάψευση των προσδοκιών τους, καταλαβαίνουμε ότι μια διάχυση της τζιχαντιστικής βίας στην Τουρκία θα πρέπει ίσως να θεωρείται πιθανή στο προσεχές μέλλον.
Αν έχει αποδείξει κάτι τα τελευταία χρόνια ο Ερντογάν είναι ότι αποτελεί πρωταθλητή της επιβίωσης. Όμως κάθε του βήμα εδώ και καιρό μοιάζει να απομακρύνει αυτόν, το ΑΚΡ και τη χώρα του από τις παλιές υποσχέσεις και τα παλιά οράματα: προσέγγιση με την Ευρώπη, μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες, κράτος δικαίου, ειρήνη και σταθερότητα στο εσωτερικό. Και οι προοπτικές όλο και στενεύουν.
* Ο κ. Σωτήρης Στ. Λίβας είναι επίκουρος καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο