20 Ιουνίου 2014

Stratfor: Τα ψιλά γράμματα στο νέο παζάρι για το Κυπριακό

Δέκα χρόνια μετά το ηχηρό «όχι» των ελληνοκυπρίων στο περίφημο Σχέδιο Ανάν, Αναστασιάδης και Έρογλου επιχειρούν και πάλι να βρουν λύση για την επανένωση της Κύπρου. Τα παλιά προβλήματα, τα νέα δεδομένα και τα... ψιλά γράμματα.
Stratfor: Τα ψιλά γράμματα στο νέο παζάρι για το Κυπριακό Οι ηγέτες της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς πραγματοποιούν διαπραγματεύσεις για την επανένωση του νησιού. Άλλες χώρες της περιοχής παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, διότι ένας πολιτικός διακανονισμός θα άνοιγε την πόρτα για ενεργειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο, στην οποία θα εμπλέκονταν η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ισραήλ.Όμως, σημαντικά εσωτερικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης της περιουσίας των ελληνοκυπρίων, και μια απόφαση για το πολιτικό σύστημα της επανενωμένης νήσου, περιπλέκουν τις διαπραγματεύσεις. Διεθνή ζητήματα, όπως το status των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί, έχουν επίσης βαρύτητα για τις συνομιλίες. Τον τελικό λόγο της επανένωσης όμως θα έχουν οι ίδιοι οι πολίτες της Κύπρου, οι οποίοι θα πρέπει να επικυρώσουν την όποια συμφωνία με δημοψήφισμα.
Η Κύπρος παραμένει διαιρεμένη από το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στα βόρεια του νησιού ως «απάντηση» στο στρατιωτικό πραξικόπημα που στηρίζονταν από την Ελλάδα. Το νησί διαχωρίστηκε de facto, με τους τουρκοκύπριους να διαμένουν στο βόρειο ένα τρίτο και τους ελληνοκύπριους κυρίως τα νότια δυο τρίτα. Ο ΟΗΕ επιτηρεί την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, γνωστή και ως «Πράσινη Γραμμή», μεταξύ των δυο πλευρών.Οι πλευρές διαφωνούν στον αριθμό των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν μετά την διαίρεση, όμως ο ΟΗΕ εκτιμά πως περίπου 165.000 ελληνοκύπριοι έφυγαν ή εξορίστηκαν από τα βόρεια και 45.000 τουρκοκύπριοι από τα νότια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η βόρεια Κύπρος κήρυξε ανεξαρτησία, όμως μόνο η Τουρκία την αναγνωρίζει.

Τα ίδια, παλιά, προβλήματα

Από το 1974 μέχρι το 2004 υπήρξαν αρκετές προτάσεις για επανένωση. Οι περισσότερες αφορούσαν την ιδέα της δημιουργίας μιας ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Άναν παρουσίασε ένα σχέδιο για τη δημιουργία της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας, μιας χαλαρής ομοσπονδίας που θα απαρτίζονταν από δυο κράτη, το καθένα με το δικό του τοπικό κοινοβούλιο, αλλά τα οποία θα μοιράζονταν ένα ομοσπονδιακό κοινοβούλιο. Το σχέδιο προέβλεπε επίσης έναν συνδυασμό αποκατάστασης περιουσίας για κάποιους ελληνοκύπριους και οικονομική αποζημίωση για άλλους. Η Τουρκία και η Βρετανία στήριξαν ανοικτά το σχέδιο, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε ουδέτερη. Οι ελπίδες για το σχέδιο τελικά ανατράπηκαν, όμως, όταν περισσότερο από το 75% των ελληνοκυπρίων είπαν «όχι» στο δημοψήφισμα του 2004 (τα δυο τρίτα των τουρκοκυπρίων ήταν υπέρ του σχεδίου). Αυτό ουσιαστικά «πάγωσε» τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για μια δεκαετία.

Τα ανοικτά μέτωπα

Κάθε απόπειρα επανένωσης αντιμετώπισε περίπου τα ίδια προβλήματα. Εσωτερικά, η αποκατάσταση της περιουσίας είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα. Πολλοί ελληνοκύπριοι, που κατίχαν το μεγαλύτερο μέρος της γης και των ακινήτων στα βόρεια, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους όταν διαιρέθηκε το νησί. Ορισμένοι τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν και αυτοί τα σπίτια τους στα νότια, όχι όμως στον ίδιο βαθμό. Έκτοτε, η ελληνοκυπριακή πλευρά απαιτεί σε οποιονδήποτε διακανονισμό να περιλαμβάνεται η επιστροφή της περιουσίας. Οι τουρκοκύπριοι, ωστόσο, υποστηρίζουν πως η πλήρης επιστροφή όλης της περιουσίας των ελληνοκυπρίων στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους μετά από τέσσερις δεκαετίες θα ήταν αδύνατη. Αντιθέτως, οι τουρκοκύπριοι επιμένουν σε κάποιας μορφής αποζημίωση.

Το status των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι ένα άλλο αμφιλεγόμενο ζήτημα. Τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα διαθέτουν στρατεύματα στις αντίστοιχες «πλευρές τους» στο νησί. Επιπλέον, η Βρετανία διαθέτει ναυτικές βάσεις στο νησί, ενώ μια συμφωνία του 1960 έδωσε στη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στρατιωτικά στις υποθέσεις του νησιού. Λόγω της στρατηγικής θέσης της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα, η Άγκυρα και το Λονδίνο δεν είναι πρόθυμες να εγκαταλείψουν την στρατιωτική τους παρουσία εκεί.
Οι διαπραγματεύσεις ξαναξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2014. Σε μια κοινή τους ανακοίνωση, ο ελληνοκύπριος πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης και ο τουρκοκύπριος «ομόλογος» του, Ντερβίς Έρογλου, διακήρυξαν την πρόθεσή τους να δημιουργίσουν μια «δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα». Θα υπήρχε επίσης ενιαία κυπριακή υπηκοότητα και ενιαίοι ομοσπονδιακοί νόμοι. Για να προχωρήσει, η συμφωνία χρειάζεται να εγκριθεί σε ξεχωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα που θα διενεργηθούν στην ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα και η Τουρκία χαιρέτησαν την ανακοίνωση, ωστόσο δημιούργησε πολιτικές εντάσεις στη νότια Κύπρο, όπου ορισμένα πολιτικά κόμματα –κυρίως το κεντρώο Δημοκρατικό Κόμμα, μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού- την απέρριψαν.

Τα νέα δεδομένα

Τα ίδια εμπόδια παραμένουν και στον νέο κύκλο διαπραγματεύσεων, όμως υπάρχουν επίσης νέα στοιχεία που επηρεάζουν τις συζητήσεις. Πρώτον, οι ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερη συμμετοχή. Στα τέλη Μαΐου, ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, έγινε ο πρώτος αμερικανός ηγέτης που επισκέφθηκε το νησί μετά από περισσότερα από 50 χρόνια. Αν και η Ουάσινγκτον δεν αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της βόρειας Κύπρου, ο Μπάιντεν συναντήθηκε με τον Έρογλου για να συζητήσει το θέμα της επανένωσης.

Δεύτερον, η σοβαρή οικονομική κρίση στην Κύπρο δίνει στη Λευκωσία επιπλέον λόγους για διακανονισμό. Μια ειρηνική λύση θα μπορούσε να φέρει τις απαραίτητες για το νησί ξένες επενδύσεις.

Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, οι πρόσφατες ανακαλύψεις υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως κίνητρο για τη δημιουργία μιας ενεργειακής συνεργασίας που θα περιελάμβανε την Τουρκία και το Ισραήλ. Οι ισραηλινές ενεργειακές εταιρείες ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με κυπριακές εταιρείες στην έρευνα και εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου ανοικτά των ακτών του Ισραήλ. Αυτό, όμως, έχει δημιουργήσει νέες τριβές μεταξύ των δυο χωρών και της Τουρκίας, διότι η Άγκυρα πιστεύει πως η Λευκωσία δεν έχει την εξουσία να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά ενδιαφέρεται επίσης να δημιουργήσει έναν τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου, όμως μέχρι στιγμής η πρόοδος στο θέμα αυτό είναι ελάχιστη.

Ισραηλινές και τουρκικές εταιρείες προσφάτως συζήτησαν τη δημιουργία αγωγού από το πεδίο Λεβιάθαν του Ισραήλ προς τις τουρκικές ακτές. Αυτό σίγουρα θα βοηθούσε την ώθηση της Τουρκίας για ενεργειακή διαφοροποίηση.

Το πρόβλημα είναι ότι ο αγωγός θα πρέπει να περάσει από την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου, κάτι που η Λευκωσία θα απέρριπτε εκτός και αν υπάρξει ευρύτερη συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου για την επανένωση. Η προτεραιότητα του Ισραήλ είναι να χρησιμοποιήσει τα ενεργειακά του αποθέματα για να ενισχύσει τις στρατηγικές του σχέσεις στην περιοχή. Η Τουρκία, στο μεταξύ, κινείται προς την ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ, καθώς δεν επιθυμεί να μείνει «εκτός» στην ανάπτυξη της Ανατολικής Μεσογείου.

Ως αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών, η Τουρκία σταδιακά θα έχει μεγαλύτερη εμπλοκή στις ενεργειακές συζητήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια τουρκο-κυπριακή επαναπροσέγγιση, συμπεριλαμβανομένου ενός διακανονισμού σε ότι αφορά τα θαλάσσια όρια Τουρκίας-Κύπρου, είναι κρίσιμης σημασίας για την δυνατότητα της Τουρκίας να υλοποιήσει τα σχέδια για έναν αγωγό από το πεδίο Λεβιάθαν μέχρι την Τουρκία. Το Ισραήλ είναι πιο πιθανό να ακολουθήσει μια περιφερειακή στρατηγική και να προμηθεύσει ενέργεια στους γείτονές του μέσω αγωγών προς την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Ιορδανία, αντί να επενδύσει σε εξαγωγική μονάδα υγροποιημένου αερίου. Το Ισραήλ θα ενδιαφερθεί πολύ περισσότερο για την ενίσχυση των περιφερειακών του συμμαχιών απ' ότι για την διασφάλιση ενός υψηλότερου premium για τις εξαγωγές LNG προς άλλες αγορές όπως η περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

Τέλος, ο Λευκός Οίκος ενδιαφέρεται αμερικανικές εταιρείες να ερευνήσουν για υδρογονάνθρακες στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και για μια επαναπροσέγγιση μεταξύ της Τουρκίας, της Ελλάδας και του Ισραήλ. Μπορούμε να περιμένουμε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εμπλέκονται στις διαπραγματεύσεις για την επανένωση, καθώς και στις διαπραγματεύσεις με τους ενδιαφερόμενους «παίκτες» στην περιοχή.

Σημαντικό είναι να προσεχθεί και η Ρωσία. Σε μια περίοδο που οι βασικοί πελάτες των εξαγωγών φυσικού αερίου, που βρίσκονται στην Ευρώπη, ψάχνουν να διαφοροποιήσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση, η Ρωσία πιθανότατα θα είναι αντίθετη στην επανένωση της Κύπρου αφού θα μπορούσε να ακολουθήσει μια περιφερειακή συνεργασία για την έρευνα υδρογονανθράκων. Και η Ρωσία έχει «πάτημα» στο θέμα: διαθέτει παρουσία στην κυπριακή τραπεζική και στον τομέα του real estate, και το νησί εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ρωσικό τουρισμό.

Τα... «ψιλά γράμματα»

Αναστασιάδης και Έρογλου συμφωνούν στις ευρύτερες πτυχές του τύπου της κυβέρνησης που θα πρέπει να έχει το νησί, όμως πρέπει ακόμα να επιλυθούν οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες. Υπάρχει, για παράδειγμα, το θέμα της ισότητας μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι έχουν συζητήσει την πιθανότητα εφαρμογής κάποιου είδους κυλιόμενης προεδρίας, όμως δεν υπάρχει ομοθυμία ως προς το πώς θα λειτουργήσει το σύστημα. Ο πρώην πρόεδρος της Κύπρου, Δημήτρης Χριστόφιας, δήλωσε επίσης πως θα αγωνιστεί για την αποστρατιωτικοποίηση του νησιού και την μείωση του αριθμού των Τούρκων εποικιστών. Η Άγκυρα πιθανότατα θα απορρίψει και τις δυο ιδέες.

Ακόμα και αν όλα αυτά τα προβλήματα λυθούν, η επανένωση δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την λαϊκή στήριξη. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τον ίδιο διχασμό όπως και το 2004, με τους τουρκοκύπριους γενικά να στηρίζουν περισσότερο την επανένωση απ' ότι οι ελληνοκύπριοι γείτονές τους. Πολλοί ελληνοκύπριοι εξακολουθούν να ανησυχούν για το μοίρασμα της εξουσίας και τα ίσα πολιτικά δικαιώματα για την μειονότητα στον Βορρά. Αναστασιάδης και Έρογλου συμφώνησαν να πραγματοποιούν συναντήσεις κάθε δυο εβδομάδες προκειμένου να συζητούν τη διμερή ατζέντα. Όμως, όταν τελειώσουν οι συναντήσεις, η απόφαση λίγων χιλιάδων ψηφοφόρων θα είναι πιο σημαντική από οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των ηγετών ή των περιφερειακών «παικτών».