«Η νίκη του κ. Ρέντσι μάς δίνει ένα
πολύτιμο μάθημα, επιβεβαιώνοντας ότι μια συστημική ευρωπαϊκή κυβέρνηση,
με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, μπορεί να κερδίσει την
εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος». Αυτή ήταν η κεντρική εκτίμηση που
διατύπωναν στο κύριο άρθρο της περασμένης Δευτέρας οι βρετανικοί
Financial Times, με αφορμή μια σημαντική συνέντευξη του Ιταλού
πρωθυπουργού σε έξι ευρωπαϊκές εφημερίδες.
Προτού κλείσει τις 100 πρώτες ημέρες του στην εξουσία, ο 39χρονος πρώην δήμαρχος Φλωρεντίας έγινε κιόλας επικοινωνιακό και πολιτικό φαινόμενο. «Μάγος», «Ιταλός Τόνι Μπλερ», «ο άνθρωπος που θα σώσει την ψυχή της Ευρώπης» είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τα εγκωμιαστικά ρεπορτάζ. Κι αν μέχρι χθες οι επικριτές του είχαν να αντιτείνουν ότι αναρριχήθηκε στην εξουσία ύστερα από «ανακτορικό πραξικόπημα» στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, που ανέτρεψε τον πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα, από το βράδυ των ευρωεκλογών κάθε αμφισβήτηση κόπηκε με το μαχαίρι.
Ενας από τους λίγους πρωθυπουργούς που κέρδισαν την εκλογική μάχη κόντρα στα ισχυρότατα ρεύματα της Ακροδεξιάς, του ευρωσκεπτικισμού και του αριστερού ριζοσπαστισμού, ο Ρέντσι έφτασε το εκπληκτικό 41%, το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει αποσπάσει ιταλικό κόμμα από το 1958. Στο αμέσως προσεχές μέλλον, ο κεντροαριστερός πολιτικός δύσκολα θα βρει αξιόμαχο αντίπαλο στην εσωτερική πολιτική κονίστρα. Η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατατροπώθηκε, χάνοντας τη μισή δύναμή της από τις προηγούμενες ευρωεκλογές, για να πέσει κάτω από το 17%. Οσο για το νεοπαγές Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, ναι μεν αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση, αλλά υποχώρησε στο 21%, έναντι 25% στις βουλευτικές εκλογές, ενισχύοντας τις εικασίες περί πολιτικής «φούσκας» με ημερομηνία λήξης.
Για τους υποστηρικτές του ευρωπαϊκού σχεδίου, ο Ρέντσι φαντάζει ως παράδειγμα προς μίμηση: Ποιος είπε ότι για να κερδίσει κανείς τις εκλογές πρέπει να καθυβρίζει τη Μέρκελ και να μοιράζει υποσχέσεις στα λαϊκά στρώματα; Ιδού ένας πολιτικός που δηλώνει ότι «η Γερμανία δεν είναι εχθρός, αλλά μοντέλο, όταν πρόκειται για την αγορά εργασίας ή τη δημόσια διοίκηση» και παρ’ όλα αυτά κερδίζει τις εκλογές. Οι δεσμεύσεις του ενώπιον του Κοινοβουλίου για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, περικοπές δημοσίων δαπανών και προώθηση επενδύσεων με διαδικασίες fast track ήχησαν σαν μελωδία στα αυτιά των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ. Τούτων δοθέντων, η ευφορία τους για την εκλογική του επιβράβευση είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Και λίγο πρόωρη, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. Δεν αληθεύει ότι ο Ρέντσι κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος, σαν άλλος Τσώρτσιλ, στους ψηφοφόρους «αίμα και δάκρυα» ή έστω ιδρώτα και δάκρυα. Αντίθετα, προσέφερε προεκλογικά μειώσεις φόρων, που φτάνουν τα 1.000 ευρώ ετησίως, στα χαμηλά εισοδήματα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχει προωθήσει μέχρι τώρα είναι από τις «εύκολες», καθώς αφορούν τον εκλογικό νόμο, το κοινοβουλευτικό σύστημα και τη διοίκηση. Οι υψηλού κόστους αλλαγές στην οικονομία και την αγορά εργασίας περιμένουν τη σειρά τους. Τον τόνο στον πολιτικό του λόγο δίνουν διακηρύξεις για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και μεγάλα αναπτυξιακά σχέδια, σε αντιπαράθεση με την άτεγκτη δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλει το Βερολίνο. Με άλλα λόγια, προβάλλει μια συστημική, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου εναλλακτική λύση στη λιτότητα, την επαγγελία μιας σίγουρης, χωρίς αναταράξεις αλλαγής, που βρίσκει ευήκοα ώτα. Ωστόσο τα δύσκολα είναι μπροστά του.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ρέντσι είναι η διαρκής επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας. Η έβδομη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη έχει συσσωρεύσει αστρονομικό δημόσιο χρέος, της τάξης των δύο τρισ. ευρώ, και έρχεται δεύτερη, μετά την Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο (136% του ΑΕΠ). Το πρώτο τρίμηνο του 2014, η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,1%, υπενθυμίζοντας ότι βρίσκεται ακόμη μακριά από την ποθητή ανάκαμψη. Την ίδια περίοδο, η ανεργία ανέβηκε στο 13,4%, κάτι που αποτελεί νέο αρνητικό ρεκόρ μετά το 1977, όταν άρχισαν οι σχετικές μετρήσεις. Στη νεολαία, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο εφιαλτικό 46%. Η επικοινωνιακή του δεινότητα και η αναξιοπιστία των πολιτικών του αντιπάλων χάρισαν στον Ρέντσι μια πρώτη νίκη. Θα χρειαστεί όμως πολύ περισσότερα πράγματα για να αντιμετωπίσει τους επίφοβους αντιπάλους, που γκρέμισαν από την εξουσία τους προκατόχους του: την οικονομική στασιμότητα και την κοινωνική δυσπραγία.
Αναζητώντας συμμάχους στην Ευρώπη
Ο αναλυτής των Financial Times Βόλφγκανγκ Μινχάου θεωρεί άκρως απίθανο να ικανοποιήσει η Αγκελα Μέρκελ τις αξιώσεις του Ρέντσι για χαλάρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Η Ιταλία αντιπροσωπεύει μια μεγάλη οικονομία με ένα ιλιγγιώδες χρέος και οποιαδήποτε χαλάρωση θα απειλούσε «να ξηλώσει το πουλόβερ» των συνθηκών που θωρακίζουν το ευρώ. Αλλωστε, ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ενωσης, Ολι Ρεν, έριξε ήδη την πρώτη προειδοποιητική βολή προς τη Ρώμη, διαμηνύοντας, την περασμένη Δευτέρα, ότι «χρειάζονται επιπλέον προσπάθειες ώστε να τύχουν σεβασμού οι προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας» και ότι «πρέπει να επιταχυνθεί ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων» από την κυβέρνηση Ρέντσι. Επομένως, ο Ιταλός πρωθυπουργός χρειάζεται επειγόντως πολιτικές συμμαχίες σε επίπεδο Ε.Ε. Επί του παρόντος, οι πιθανοί του σύμμαχοι περιορίζονται στη Μεσόγειο και κυρίως στη Γαλλία του Ολάντ και την Ισπανία του Ραχόι, που επίσης αναζητούν περισσότερο «οξυγόνο» για την οικονομική τους αναζωογόνηση. Υπέρ του Ρέντσι λειτουργούν και οι αυξανόμενες διαφοροποιήσεις των Σοσιαλδημοκρατών εταίρων της κ. Μέρκελ. Αίφνης, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μίχαελ Ροτ ζήτησε, την εβδομάδα που πέρασε, χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και πρότεινε να μην υπολογίζονται στα κριτήρια του εν λόγω συμφώνου οι δαπάνες για παιδεία, έρευνα, υποδομές και απασχόληση.
Με δεδομένη, όμως, την κατηγορηματική άρνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να δεχθεί οποιαδήποτε συζήτηση για χαλάρωση, το πρόβλημα παραμένει. Το συμπέρασμα του Μινχάου: «Εάν ο κ. Ρέντσι δεν ρίξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη –κάτι που δεν είναι διατεθειμένος να αποτολμήσει– δεν είναι σαφές πώς θα μπορέσει να πετύχει ουσιώδη αλλαγή στη διακυβέρνηση του ευρώ».
Προτού κλείσει τις 100 πρώτες ημέρες του στην εξουσία, ο 39χρονος πρώην δήμαρχος Φλωρεντίας έγινε κιόλας επικοινωνιακό και πολιτικό φαινόμενο. «Μάγος», «Ιταλός Τόνι Μπλερ», «ο άνθρωπος που θα σώσει την ψυχή της Ευρώπης» είναι ορισμένοι από τους χαρακτηρισμούς που συνοδεύουν τα εγκωμιαστικά ρεπορτάζ. Κι αν μέχρι χθες οι επικριτές του είχαν να αντιτείνουν ότι αναρριχήθηκε στην εξουσία ύστερα από «ανακτορικό πραξικόπημα» στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος, που ανέτρεψε τον πρωθυπουργό Ενρίκο Λέτα, από το βράδυ των ευρωεκλογών κάθε αμφισβήτηση κόπηκε με το μαχαίρι.
Ενας από τους λίγους πρωθυπουργούς που κέρδισαν την εκλογική μάχη κόντρα στα ισχυρότατα ρεύματα της Ακροδεξιάς, του ευρωσκεπτικισμού και του αριστερού ριζοσπαστισμού, ο Ρέντσι έφτασε το εκπληκτικό 41%, το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει αποσπάσει ιταλικό κόμμα από το 1958. Στο αμέσως προσεχές μέλλον, ο κεντροαριστερός πολιτικός δύσκολα θα βρει αξιόμαχο αντίπαλο στην εσωτερική πολιτική κονίστρα. Η Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατατροπώθηκε, χάνοντας τη μισή δύναμή της από τις προηγούμενες ευρωεκλογές, για να πέσει κάτω από το 17%. Οσο για το νεοπαγές Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, ναι μεν αναρριχήθηκε στη δεύτερη θέση, αλλά υποχώρησε στο 21%, έναντι 25% στις βουλευτικές εκλογές, ενισχύοντας τις εικασίες περί πολιτικής «φούσκας» με ημερομηνία λήξης.
Για τους υποστηρικτές του ευρωπαϊκού σχεδίου, ο Ρέντσι φαντάζει ως παράδειγμα προς μίμηση: Ποιος είπε ότι για να κερδίσει κανείς τις εκλογές πρέπει να καθυβρίζει τη Μέρκελ και να μοιράζει υποσχέσεις στα λαϊκά στρώματα; Ιδού ένας πολιτικός που δηλώνει ότι «η Γερμανία δεν είναι εχθρός, αλλά μοντέλο, όταν πρόκειται για την αγορά εργασίας ή τη δημόσια διοίκηση» και παρ’ όλα αυτά κερδίζει τις εκλογές. Οι δεσμεύσεις του ενώπιον του Κοινοβουλίου για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, περικοπές δημοσίων δαπανών και προώθηση επενδύσεων με διαδικασίες fast track ήχησαν σαν μελωδία στα αυτιά των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ. Τούτων δοθέντων, η ευφορία τους για την εκλογική του επιβράβευση είναι απολύτως δικαιολογημένη.
Και λίγο πρόωρη, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς. Δεν αληθεύει ότι ο Ρέντσι κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος, σαν άλλος Τσώρτσιλ, στους ψηφοφόρους «αίμα και δάκρυα» ή έστω ιδρώτα και δάκρυα. Αντίθετα, προσέφερε προεκλογικά μειώσεις φόρων, που φτάνουν τα 1.000 ευρώ ετησίως, στα χαμηλά εισοδήματα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχει προωθήσει μέχρι τώρα είναι από τις «εύκολες», καθώς αφορούν τον εκλογικό νόμο, το κοινοβουλευτικό σύστημα και τη διοίκηση. Οι υψηλού κόστους αλλαγές στην οικονομία και την αγορά εργασίας περιμένουν τη σειρά τους. Τον τόνο στον πολιτικό του λόγο δίνουν διακηρύξεις για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και μεγάλα αναπτυξιακά σχέδια, σε αντιπαράθεση με την άτεγκτη δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλει το Βερολίνο. Με άλλα λόγια, προβάλλει μια συστημική, εντός ευρωπαϊκού πλαισίου εναλλακτική λύση στη λιτότητα, την επαγγελία μιας σίγουρης, χωρίς αναταράξεις αλλαγής, που βρίσκει ευήκοα ώτα. Ωστόσο τα δύσκολα είναι μπροστά του.
Το μεγάλο πρόβλημα του Ρέντσι είναι η διαρκής επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας. Η έβδομη βιομηχανική δύναμη του πλανήτη έχει συσσωρεύσει αστρονομικό δημόσιο χρέος, της τάξης των δύο τρισ. ευρώ, και έρχεται δεύτερη, μετά την Ελλάδα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο (136% του ΑΕΠ). Το πρώτο τρίμηνο του 2014, η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,1%, υπενθυμίζοντας ότι βρίσκεται ακόμη μακριά από την ποθητή ανάκαμψη. Την ίδια περίοδο, η ανεργία ανέβηκε στο 13,4%, κάτι που αποτελεί νέο αρνητικό ρεκόρ μετά το 1977, όταν άρχισαν οι σχετικές μετρήσεις. Στη νεολαία, το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο εφιαλτικό 46%. Η επικοινωνιακή του δεινότητα και η αναξιοπιστία των πολιτικών του αντιπάλων χάρισαν στον Ρέντσι μια πρώτη νίκη. Θα χρειαστεί όμως πολύ περισσότερα πράγματα για να αντιμετωπίσει τους επίφοβους αντιπάλους, που γκρέμισαν από την εξουσία τους προκατόχους του: την οικονομική στασιμότητα και την κοινωνική δυσπραγία.
Αναζητώντας συμμάχους στην Ευρώπη
Ο αναλυτής των Financial Times Βόλφγκανγκ Μινχάου θεωρεί άκρως απίθανο να ικανοποιήσει η Αγκελα Μέρκελ τις αξιώσεις του Ρέντσι για χαλάρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Η Ιταλία αντιπροσωπεύει μια μεγάλη οικονομία με ένα ιλιγγιώδες χρέος και οποιαδήποτε χαλάρωση θα απειλούσε «να ξηλώσει το πουλόβερ» των συνθηκών που θωρακίζουν το ευρώ. Αλλωστε, ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ενωσης, Ολι Ρεν, έριξε ήδη την πρώτη προειδοποιητική βολή προς τη Ρώμη, διαμηνύοντας, την περασμένη Δευτέρα, ότι «χρειάζονται επιπλέον προσπάθειες ώστε να τύχουν σεβασμού οι προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας» και ότι «πρέπει να επιταχυνθεί ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων» από την κυβέρνηση Ρέντσι. Επομένως, ο Ιταλός πρωθυπουργός χρειάζεται επειγόντως πολιτικές συμμαχίες σε επίπεδο Ε.Ε. Επί του παρόντος, οι πιθανοί του σύμμαχοι περιορίζονται στη Μεσόγειο και κυρίως στη Γαλλία του Ολάντ και την Ισπανία του Ραχόι, που επίσης αναζητούν περισσότερο «οξυγόνο» για την οικονομική τους αναζωογόνηση. Υπέρ του Ρέντσι λειτουργούν και οι αυξανόμενες διαφοροποιήσεις των Σοσιαλδημοκρατών εταίρων της κ. Μέρκελ. Αίφνης, ο υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Μίχαελ Ροτ ζήτησε, την εβδομάδα που πέρασε, χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και πρότεινε να μην υπολογίζονται στα κριτήρια του εν λόγω συμφώνου οι δαπάνες για παιδεία, έρευνα, υποδομές και απασχόληση.
Με δεδομένη, όμως, την κατηγορηματική άρνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να δεχθεί οποιαδήποτε συζήτηση για χαλάρωση, το πρόβλημα παραμένει. Το συμπέρασμα του Μινχάου: «Εάν ο κ. Ρέντσι δεν ρίξει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη συμμετοχή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη –κάτι που δεν είναι διατεθειμένος να αποτολμήσει– δεν είναι σαφές πώς θα μπορέσει να πετύχει ουσιώδη αλλαγή στη διακυβέρνηση του ευρώ».