Είναι η χειρότερη και ταυτόχρονα η καλύτερη εποχή για την Ευρωπαϊκή
Ένωση (ΕΕ). Η υποστήριξη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι στα
χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Η οικονομική ανάκαμψη της ηπείρου
είναι στην καλύτερη περίπτωση χλιαρή. Μια ολόκληρη γενιά στη Νότια
Ευρώπη έχει σημαδευτεί από ποσοστά ανεργίας των νέων που κυμαίνονται από
30% έως 50%. Τα ακροδεξιά και αντι-ευρωπαϊκά κόμματα απολαμβάνουν
πρωτοφανή επίπεδα στήριξης στην Γαλλία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, τις
Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε διεθνές επίπεδο, η ΕΕ έχει
αποδειχθεί ανίκανη να αποτρέψει την ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία.
Εσωτερικά, η ΕΕ φάνηκε εξίσου ανίκανη να σταματήσει την διολίσθηση της
Ουγγαρίας προς την απολυταρχία ή να μπλοκάρει τις συζητήσεις στο Ηνωμένο
Βασίλειο σχετικά με μια πιθανή έξοδο. Με λίγα λόγια, η ΕΕ σπάνια
φαινόταν πιο αδύνατη ή λιγότερο δημοφιλής.
Ταυτόχρονα, όμως, η ΕΕ έχει καταφέρει να βρει τον δρόμο της μέσα από την κρίση τού ευρώ, την μεγαλύτερη δοκιμασία στην 60ετή ιστορία της, διατηρώντας παράλληλα το κοινό νόμισμα και σταθεροποιώντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα τής ηπείρου. Μακράν του να διαλύσει την ΕΕ, όπως πολλοί είχαν προβλέψει, η κρίση έχει ενισχύσει την εξουσία των Βρυξελλών επί των εθνικών οικονομιών με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι πριν από πέντε χρόνια. Σε διεθνές επίπεδο, οι Βρυξέλλες έχουν ηγηθεί εν εξελίξει διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια εξαιρετικά φιλόδοξη εμπορική συμφωνία. Και οι διαδηλωτές στην Euromaidan τού Κιέβου θύμισαν στον κόσμο την συνεχιζόμενη γοητεία τής ένταξης στην ΕΕ. Τέλος, παρά τις πρόσφατες μειώσεις τής δημόσιας υποστήριξης για την ΕΕ, η πιο πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου [1] δείχνει ότι η πλειοψηφία (53%) των Ευρωπαίων πολιτών παραμένουν σίγουροι για το μέλλον της.
Οι αφηγήσεις αυτές μπορεί να φαίνονται αντιφατικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος. Το δίδαγμα σε αυτή την ιστορία των δύο διαφορετικών εικόνων τής Ευρώπης είναι ότι η μεγαλύτερη ισχύς δημιουργεί μεγαλύτερες προσδοκίες. Κατά τα τελευταία αρκετά χρόνια, τα κράτη-μέλη τής ΕΕ έχουν αναθέσει όλο και περισσότερες πολιτικές ευθύνες στην ΕΕ -από την διαχείριση των νομισμάτων τους ως την παρακολούθηση των προϋπολογισμών τους, από την διασφάλιση της σταθερότητας των γειτονιών τους ως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών. Κατά συνέπεια, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αναμένει περισσότερα από την ΕΕ- και την θεωρεί υπεύθυνη για τα πολιτικά αποτελέσματα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο ποτέ πριν. Και, ακριβώς έτσι συμβαίνει, πολλοί Ευρωπαίοι αντιτίθενται σε κάποια πτυχή τής διαχείρισης κρίσεων από τις Βρυξέλλες: η λιτότητα είναι βαθύτατα αντιδημοφιλής μεταξύ των Νοτιοευρωπαίων, και οι διασώσεις είναι εξίσου αντιπαθείς στα βόρεια.
Οι αντικρουόμενες αφηγήσεις τής Ευρώπης θα έρθουν σε μια κορύφωση στις 25 Μαΐου, όταν οι Ευρωπαίοι θα εκλέξουν ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η εκλογές θα καταγράψουν χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων και ισχυρά αποτελέσματα των εξτρεμιστικών κομμάτων που αντιτίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί τής ΕΕ υπόσχονται ότι αυτές οι εκλογές θα εγκαινιάσουν μια λαμπρή νέα εποχή για την πανευρωπαϊκή πολιτική, στην οποία μια κοινοβουλευτική ψηφοφορία, αντί για μυστικές διαπραγματεύσεις, θα καθορίσει τελικά τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ.
Δεν είναι ακόμη σαφές ποια από τις δύο «Ευρώπες» θα αναδυθεί ισχυρότερη στις 25 Μαΐου και για το ορατό μέλλον. Πολλά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον τα βασικά μέλη τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι σε θέση να υποτάξουν τους σκεπτικιστές των εθνικών κυβερνήσεων στις ευρύτερες φιλοδοξίες τους. Σιγοβράζει μια σημαντική μάχη που θα βάλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εναντίον τής Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και των συνεργατών της στις εθνικές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ο νικητής αυτής της μάχης θα κερδίσει το δικαίωμα να διαμορφώσει το πολιτικό σύστημα της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια.
ΚΡΙΣΗ, ΑΝΑΚΑΜΨΗ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ
Η πρόσφατη οικονομική κρίση τής Ευρώπης, η χειρότερη στην ιστορία της, αποκάλυψε την ελλειμματικότητα των δομών που είχαν δημιουργηθεί για να διέπουν το κοινό νόμισμα της ηπείρου. Οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις ήταν πολύ χαλαρές, η δυνατότητα διοργάνωσης διασώσεων ή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων είχαν προληπτικά αποκλειστεί, και οι φορολογικοί έλεγχοι ήταν αναποτελεσματικοί. Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν έκαναν τίποτα για να αποθαρρύνουν αυξανόμενες και αποσταθεροποιητικές διαρθρωτικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών. Καθώς η κρίση κορυφώθηκε, οι κυβερνήσεις τής ΕΕ αντιμετώπισαν μια επιλογή: να μειώσουν τις ζημίες τους και να χαλαρώσουν τη νομισματική ένωση ή να πιέσουν προς τα εμπρός με περαιτέρω ολοκλήρωση. Επέλεξαν το τελευταίο.
Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ έχει επεκτείνει την εξουσία της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει λάβει ενισχυμένες αρμοδιότητες να εποπτεύει τους εθνικούς προϋπολογισμούς, το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο έχει δεσμεύσει τις εθνικές κυβερνήσεις σε δημοσιονομική πειθαρχία, και οι Βρυξέλλες βοηθούν τώρα στην επίβλεψη ενός κοινού ταμείου διάσωσης 500 δισ. ευρώ. Η ΕΕ έκανε επίσης σημαντικά βήματα προς την δημιουργία τραπεζικής ένωσης, με μια κοινή τραπεζική εποπτική Αρχή και, πιο πρόσφατα, έναν κοινό μηχανισμό για την διάλυση χρεοκοπημένων τραπεζών, και κοινούς μίνιμουμ κανόνες για την ασφάλεια των καταθέσεων. Όταν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχε υποσχεθεί τον Ιούλιο του 2012 να κάνει «ό, τι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του να βάλει την κεντρική τράπεζα να αγοράζει τα ομόλογα των προβληματικών χωρών, ο ίδιος υπογράμμισε την δέσμευση της ΕΕ για την προστασία των κρατών-μελών από πτώχευση.
Αλλά η επέκταση της εξουσίας τής ΕΕ έχει εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με τον σχεδιασμό των οργάνων της. Οι δημιουργοί τής ΕΕ προόριζαν τα θεσμικά της όργανα να είναι ανεξάρτητα και τεχνοκρατικά, αλλά σαφώς όχι δημοκρατικά. Είχαν ένα όραμα μιας τεχνοκρατικής ΕΕ που να συμπληρώνει τις δράσεις των δημοκρατικών κρατών-μελών. Αυτό το όραμα ήταν βιώσιμο όσο οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στις Βρυξέλλες ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένες στις σκοτεινές περιοχές των κανόνων τής αγοράς. Αλλά αυτό το αδύναμο σύστημα δημοκρατικής λογοδοσίας έχει καταστεί παρωχημένο. Τώρα που η ΕΕ έχει σημαντική επιρροή επί των εθνικών προϋπολογισμών και έναν όλο και πιο ορατό ρόλο στις πολιτικές που διαμορφώνουν τις ζωές των απλών πολιτών, δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να σφυρηλατήσει στενότερους δεσμούς με τους πολίτες.
ΑΥΤΗ Η ΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ;
Οι ευρωεκλογές ήταν παραδοσιακά μια βαρετή υπόθεση. Οι ψηφοφόροι, σχετικά δίκαια, δεν τις εξέλαβαν ποτέ ως μια ευκαιρία για να έχουν τους αξιωματούχους τής ΕΕ υπό λογοδοσία για τις πολιτικές τού παρελθόντος, ούτε ως ευκαιρία για να εκφράσουν την υποστήριξή τους σε διαφορετικές πολιτικές. Οι εκλογές δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στις αποφάσεις για την σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και η κομματική σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν επηρέασε την κατεύθυνση της πολιτικής τής ΕΕ κατά τρόπο που θα μπορούσαν να αντιληφθούν οι ψηφοφόροι.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπαθεί τώρα να το αλλάξει αυτό με το να μετατρέψει τις εκλογές σε έναν ανταγωνισμό για την προεδρία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιστορικά, οι πρόεδροι της επιτροπής έχουν επιλεγεί μέσω παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων. Αλλά, στο όνομα της αυξανόμενης δημόσιας δέσμευσης και της ενίσχυσης της δημοκρατίας τής ΕΕ, το κοινοβούλιο αποφάσισε να ερμηνεύσει μια διφορούμενη διάταξη στην Συνθήκη τής Λισαβόνας, η οποία δηλώνει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «λαμβάνει υπόψη» του τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών όταν αποφασίζεται ο πρόεδρος τής Επιτροπής. Τα κόμματα του κοινοβουλίου έχουν έτσι υποψηφίους για την προεδρία, και έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι θα στηρίξουν μόνο τον υποψήφιο του οποίου το κόμμα επικρατήσει στις εκλογές. Στην πραγματικότητα, έχουν αποφασίσει να μετατρέψουν την προεδρία τής Επιτροπής σε πρωθυπουργικό ρόλο, ο οποίος θα υπηρετεί υπό την αιγίδα τής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Οι πρώτες σχεδόν πανευρωπαϊκές ευρωεκλογές είναι τώρα στην τελική ευθεία, με διαχειριστές προεκλογικών εκστρατειών, λεωφορεία στολισμένα με κομματικά λογότυπα, και απ’ευθείας Twitter feeds από την προεκλογική εκστρατεία. Οι κορυφαίοι υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς και του κεντροδεξιού από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ο οποίος κατάγεται από το Λουξεμβούργο, πραγματοποίησαν πρόσφατα το πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ σε επίπεδο ΕΕ. Μερικοί έχουν προτείνει ότι η Ευρώπη εισέρχεται πλέον σε μια νέα εποχή πραγματικά πανευρωπαϊκής δημοκρατικής πολιτικής, που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον και την εμπλοκή των ψηφοφόρων.
Αλλά αντίθετα με τους ισχυρισμούς αυτών των ένθερμων υποστηρικτών, η προσπάθεια του ευρωκοινοβουλίου να μετατρέψει την επιλογή τού Προέδρου τής Επιτροπής σε έναν κομματικό ανταγωνισμό έχει αποδειχθεί βαθιά προβληματική. Πρώτον, οι εκστρατείες είναι ανιαρές σε σύγκριση με τα πρότυπα της κάθε εθνικής εκλογής. Ενώ ο διαγωνισμός τραγουδιού τής Eurovision μεταδόθηκε από τα κορυφαία δίκτυα της ηπείρου, τα προεδρικά ντιμπέιτ παίχτηκαν από μικρά κανάλια, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μεταδόθηκαν καθόλου. Οι υποψήφιοι δεν έχουν προσελκύσει πολύ προσοχή ούτε ενέπνευσαν μεγάλο ενθουσιασμό.
Για τους ψηφοφόρους που δίνουν προσοχή, η εκστρατεία κινδυνεύει να δώσει την παραπλανητική εντύπωση ότι εκλέγουν έναν ηγέτη ο οποίος θα μεταβάλλει τον κομματικό προσανατολισμό τής εκτελεστικής εξουσίας τής ΕΕ. Στην πραγματικότητα, εφ’ όσον τα μεμονωμένα κράτη-μέλη ορίζουν τους άλλους 27 επιτρόπους που ασκούν την εκτελεστική εξουσία τής ΕΕ μαζί με τον πρόεδρο τής Επιτροπής, η Επιτροπή θα παραμείνει ένας πολυκομματικός οργανισμός που θα επιδιώκει ευρεία διακομματική συναίνεση και δεν θα εξυπηρετεί απλά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την αριστερά ή την δεξιά. Υπό αυτήν την έννοια, ακόμη και αν δεν πετύχει τελικά, το κίνητρο του κοινοβουλίου να εμφυσήσει περισσότερη πολιτική στην Επιτροπή συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους. Για δεκαετίες, η Επιτροπή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως διαιτητής σε διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών και στην εφαρμογή τού ευρωπαϊκού δικαίου. Αν η προεδρία της είναι πολιτικοποιημένη, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει εύκολα την αξιοπιστία της ως ενός ουδέτερου διαιτητή.
Γενικότερα, δεν είναι σαφές κατά πόσον η περαιτέρω ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ένας σοφός τρόπος για την αντιμετώπιση του λεγόμενου «δημοκρατικού ελλείμματος» της Ευρώπης. Οι διαδοχικές ενισχύσεις τής εξουσίας τού κοινοβουλίου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δείχνουν το αντίθετο. Αντί να λύσει τα δημοκρατικά προβλήματα της ΕΕ, η απόδοση ισχύος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει οδηγήσει σε σταθερή πτώση των ποσοστών συμμετοχής στις εκλογές, και σε ένα σώμα ψηφοφόρων που επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα εθνικά θέματα, όταν πηγαίνει στις κάλπες.
Η ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΜΑΧΗ
Παρ’ όλα αυτά, το κοινοβούλιο πιέζει. Και αυτό έχει δημιουργήσει το θέατρο για μια μεγάλη μάχη με τους ηγέτες των κρατών-μελών -συμπεριλαμβανομένης, κυρίως, της Μέρκελ- που έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στα σχέδια του κοινοβουλίου. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι επιφυλακτικές στο να δημιουργούν κάποιο προηγούμενο για κάτι που πιθανόν να γίνει μελλοντικά μια πολύ πιο έντονη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία τής Επιτροπής. Εξάλλου, ο διορισμός τού Σουλτς ή του Γιουνκέρ θα προκαλέσει σημαντικά εγχώρια προβλήματα για ορισμένες κυβερνήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και οι δύο υποψήφιοι θεωρούνται ως Ευρωπαίοι φεντεραλιστές –αφοσιωμένοι στην επέκταση των εξουσιών τής ΕΕ- από πολλά μέλη τού κυβερνώντος (και ευρωσκεπτικιστικού) Συντηρητικού Κόμματος.
Εάν, από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη επιλέξουν άλλον υποψήφιο ως επικεφαλής τής Επιτροπής, το νεοεκλεγέν κοινοβούλιο θα είναι αγχωμένο να επιδείξει την ισχύ του ως απάντηση. Είναι πολύ πιθανό ότι θα αρνηθεί να επικυρώσει τη νέα επιτροπή, κάτι που θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη και επιζήμια αντιπαράθεση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αν οι ψηφοφόροι δουν τους πολιτικούς τής ΕΕ βυθισμένους σε εσωστρεφείς ιδιοτελείς εσω-θεσμικές διαμάχες, απλώς θα γίνουν περισσότερο απογοητευμένοι με την ευρωπαϊκή πολιτική, διευρύνοντας έτσι το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως πάντα, ένας μπερδεμένος συμβιβασμός, πιθανόν εμπλέκοντας όχι μόνο την προεδρία τής Επιτροπής, αλλά και υποψηφίους για άλλες ανώτερες θέσεις στην ΕΕ που είναι έτοιμες να στελεχωθούν. (Αν και η ισχύς τής αντιπαράθεσης των δύο κορυφαίων προεδρικών υποψηφίων όντως κάνει να φαίνεται απίθανο ότι κανένας από αυτούς δεν θα επιλεγεί τελικά). Ανεξάρτητα του τι εκπέμπεται, φαίνεται σαν να είμαστε έτοιμοι για μια πικρή σύγκρουση στις Βρυξέλλες, που θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το φθινόπωρο.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι εθνικές κυβερνήσεις τής Ευρώπης τελικά αποκομίζουν την πικρή συγκομιδή τής εδώ και μια δεκαετία στρατηγικής τής λιτότητας και της απόκλισης. Έχουν τακτικά επιδιώξει να αποποιηθούν των ευθυνών τους για την αντιλαϊκή πολιτική των Βρυξελλών, με την ελπίδα να προστατευθούν από την δημόσια οργή. Αλλά, η χρήση των Βρυξελλών ως αποδιοπομπαίου τράγου δεν λειτούργησε. Αντ’ αυτού, η στρατηγική αυτή έχει αφήσει αμφότερα τα επίπεδα της διακυβέρνησης σε ανυποληψία.
Εν τω μεταξύ, κάθε φορά που η ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ ήγειρε ερωτήματα σχετικά με την δημοκρατική λογοδοσία, τα κράτη-μέλη ανταποκρίνονταν με την περαιτέρω ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό σαφώς δεν έλυσε το πρόβλημα της δημοκρατικής Ευρώπης, αλλά έχει κάνει πολύ ισχυρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εάν οι εθνικές κυβερνήσεις ανησυχούν τώρα για το γεγονός ότι το κοινοβούλιο πιέζει, έχουν να κατηγορήσουν μόνο τον εαυτό τους.
Οι ηγέτες τής ΕΕ θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια ευρεία κρίση πτώσης τής εμπιστοσύνης στην πολιτική, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό πρόβλημα για τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά αποκαλύπτουν επίσης ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα εθνικά κόμματα, τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις έχει βυθιστεί σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη στα περισσότερα κράτη-μέλη.
Αυτό βοηθά να εξηγηθεί η πρωτοφανής επιτυχία που έχουν πρόσφατα καταφέρει τα ακροδεξιά και τα αντι-ευρωπαϊκά κόμματα - και την οποία ίσως να ξεπεράσουν στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Ευτυχώς, τα λαϊκιστικά κόμματα δεν θα κερδίσουν συνολικά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Το νέο κοινοβούλιο, όπως και όλα τα προηγούμενα, θα κυριαρχείται από μετριοπαθείς της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Αλλά, αν οι ηγέτες τής ΕΕ συνεχίσουν να μεταθέτουν την ευθύνη ενώ αποτυγχάνουν να καταλήξουν σε τρόπους για να κάνουν την ίδια την Ένωση πιο δημοκρατική, τα λαϊκιστικά αντι-ευρωπαϊκά κόμματα θα συνεχίσουν να ευδοκιμούν.
Τα κράτη-μέλη ίσως να έχουν καλούς λόγους για να εμποδίσουν την προσπάθεια του Κοινοβουλίου να πάρει τον έλεγχο της επιλογής τού Προέδρου τής Επιτροπής, αλλά θα πρέπει επίσης να καταθέσουν δικές τους ιδέες που θα μπορούσαν να δώσουν στους ψηφοφόρους μια μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εθνικοί ηγέτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με την ενθάρρυνση των εθνικών κοινοβουλίων να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην λήψη αποφάσεων της ΕΕ. Τα εθνικά κοινοβούλια θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερη χρήση των υφιστάμενων διατάξεων που τους επιτρέπουν να αμφισβητήσουν κοινοτικά νομοσχέδια. Θα μπορούσαν επίσης να είναι πιο ενεργά στην εξέταση των πολιτικών για τις οποίες οι κυβερνήσεις τους συμφωνούν στις τακτικές συνόδους κορυφής. Ο αυξανόμενος ρόλος τής ΕΕ στην εθνική οικονομική διαχείριση απαιτεί μια στενότερη σχέση μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Η ενθάρρυνση των μελών των εθνικών κοινοβουλίων να εμπλακούν στενότερα στις πολιτικές τής ΕΕ θα μπορούσε να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της μετατροπής μερικών από τους δυσαρεστημένους επικριτές τής ΕΕ σε ενεργούς συμμετέχοντες στην διαδικασία τής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να είναι πιο ειλικρινείς με τους πολίτες για το πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι οι πολιτικές που απορρέουν από τις Βρυξέλλες είναι το προϊόν κάποιου άμορφου γραφειοκρατικού τέρατος. Το διακύβευμα είναι πλέον πολύ υψηλό για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την ΕΕ για να επιλύουν πολιτικά προβλήματα ενώ υπονομεύουν την υποστήριξη για αυτήν με την συνεχή κακόβουλη κριτική τους. Θα πρέπει να παραδεχτούν ότι –οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εθνικοί ηγέτες- παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην χάραξη της πολιτικής τής ΕΕ και ότι η πραγματική λογοδοσία για τις αποφάσεις αυτές αρχίζει στην χώρα τού καθενός.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141426/r-daniel-kelemen-and-anand...
Συνδέσεις:
[1] http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/ebs/ebs_415_data_en.pdf
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr
Ταυτόχρονα, όμως, η ΕΕ έχει καταφέρει να βρει τον δρόμο της μέσα από την κρίση τού ευρώ, την μεγαλύτερη δοκιμασία στην 60ετή ιστορία της, διατηρώντας παράλληλα το κοινό νόμισμα και σταθεροποιώντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα τής ηπείρου. Μακράν του να διαλύσει την ΕΕ, όπως πολλοί είχαν προβλέψει, η κρίση έχει ενισχύσει την εξουσία των Βρυξελλών επί των εθνικών οικονομιών με τρόπους που θα ήταν αδιανόητοι πριν από πέντε χρόνια. Σε διεθνές επίπεδο, οι Βρυξέλλες έχουν ηγηθεί εν εξελίξει διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια εξαιρετικά φιλόδοξη εμπορική συμφωνία. Και οι διαδηλωτές στην Euromaidan τού Κιέβου θύμισαν στον κόσμο την συνεχιζόμενη γοητεία τής ένταξης στην ΕΕ. Τέλος, παρά τις πρόσφατες μειώσεις τής δημόσιας υποστήριξης για την ΕΕ, η πιο πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου [1] δείχνει ότι η πλειοψηφία (53%) των Ευρωπαίων πολιτών παραμένουν σίγουροι για το μέλλον της.
Οι αφηγήσεις αυτές μπορεί να φαίνονται αντιφατικές. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τις δύο όψεις τού ίδιου νομίσματος. Το δίδαγμα σε αυτή την ιστορία των δύο διαφορετικών εικόνων τής Ευρώπης είναι ότι η μεγαλύτερη ισχύς δημιουργεί μεγαλύτερες προσδοκίες. Κατά τα τελευταία αρκετά χρόνια, τα κράτη-μέλη τής ΕΕ έχουν αναθέσει όλο και περισσότερες πολιτικές ευθύνες στην ΕΕ -από την διαχείριση των νομισμάτων τους ως την παρακολούθηση των προϋπολογισμών τους, από την διασφάλιση της σταθερότητας των γειτονιών τους ως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών. Κατά συνέπεια, ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αναμένει περισσότερα από την ΕΕ- και την θεωρεί υπεύθυνη για τα πολιτικά αποτελέσματα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από όσο ποτέ πριν. Και, ακριβώς έτσι συμβαίνει, πολλοί Ευρωπαίοι αντιτίθενται σε κάποια πτυχή τής διαχείρισης κρίσεων από τις Βρυξέλλες: η λιτότητα είναι βαθύτατα αντιδημοφιλής μεταξύ των Νοτιοευρωπαίων, και οι διασώσεις είναι εξίσου αντιπαθείς στα βόρεια.
Οι αντικρουόμενες αφηγήσεις τής Ευρώπης θα έρθουν σε μια κορύφωση στις 25 Μαΐου, όταν οι Ευρωπαίοι θα εκλέξουν ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η εκλογές θα καταγράψουν χαμηλή προσέλευση ψηφοφόρων και ισχυρά αποτελέσματα των εξτρεμιστικών κομμάτων που αντιτίθενται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικοί τής ΕΕ υπόσχονται ότι αυτές οι εκλογές θα εγκαινιάσουν μια λαμπρή νέα εποχή για την πανευρωπαϊκή πολιτική, στην οποία μια κοινοβουλευτική ψηφοφορία, αντί για μυστικές διαπραγματεύσεις, θα καθορίσει τελικά τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ.
Δεν είναι ακόμη σαφές ποια από τις δύο «Ευρώπες» θα αναδυθεί ισχυρότερη στις 25 Μαΐου και για το ορατό μέλλον. Πολλά θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον τα βασικά μέλη τού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι σε θέση να υποτάξουν τους σκεπτικιστές των εθνικών κυβερνήσεων στις ευρύτερες φιλοδοξίες τους. Σιγοβράζει μια σημαντική μάχη που θα βάλει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εναντίον τής Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και των συνεργατών της στις εθνικές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ο νικητής αυτής της μάχης θα κερδίσει το δικαίωμα να διαμορφώσει το πολιτικό σύστημα της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια.
ΚΡΙΣΗ, ΑΝΑΚΑΜΨΗ, ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ
Η πρόσφατη οικονομική κρίση τής Ευρώπης, η χειρότερη στην ιστορία της, αποκάλυψε την ελλειμματικότητα των δομών που είχαν δημιουργηθεί για να διέπουν το κοινό νόμισμα της ηπείρου. Οι τραπεζικές και χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις ήταν πολύ χαλαρές, η δυνατότητα διοργάνωσης διασώσεων ή δημοσιονομικών μεταβιβάσεων είχαν προληπτικά αποκλειστεί, και οι φορολογικοί έλεγχοι ήταν αναποτελεσματικοί. Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν έκαναν τίποτα για να αποθαρρύνουν αυξανόμενες και αποσταθεροποιητικές διαρθρωτικές ανισορροπίες μεταξύ των κρατών. Καθώς η κρίση κορυφώθηκε, οι κυβερνήσεις τής ΕΕ αντιμετώπισαν μια επιλογή: να μειώσουν τις ζημίες τους και να χαλαρώσουν τη νομισματική ένωση ή να πιέσουν προς τα εμπρός με περαιτέρω ολοκλήρωση. Επέλεξαν το τελευταίο.
Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ έχει επεκτείνει την εξουσία της. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει λάβει ενισχυμένες αρμοδιότητες να εποπτεύει τους εθνικούς προϋπολογισμούς, το νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο έχει δεσμεύσει τις εθνικές κυβερνήσεις σε δημοσιονομική πειθαρχία, και οι Βρυξέλλες βοηθούν τώρα στην επίβλεψη ενός κοινού ταμείου διάσωσης 500 δισ. ευρώ. Η ΕΕ έκανε επίσης σημαντικά βήματα προς την δημιουργία τραπεζικής ένωσης, με μια κοινή τραπεζική εποπτική Αρχή και, πιο πρόσφατα, έναν κοινό μηχανισμό για την διάλυση χρεοκοπημένων τραπεζών, και κοινούς μίνιμουμ κανόνες για την ασφάλεια των καταθέσεων. Όταν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είχε υποσχεθεί τον Ιούλιο του 2012 να κάνει «ό, τι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του να βάλει την κεντρική τράπεζα να αγοράζει τα ομόλογα των προβληματικών χωρών, ο ίδιος υπογράμμισε την δέσμευση της ΕΕ για την προστασία των κρατών-μελών από πτώχευση.
Αλλά η επέκταση της εξουσίας τής ΕΕ έχει εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με τον σχεδιασμό των οργάνων της. Οι δημιουργοί τής ΕΕ προόριζαν τα θεσμικά της όργανα να είναι ανεξάρτητα και τεχνοκρατικά, αλλά σαφώς όχι δημοκρατικά. Είχαν ένα όραμα μιας τεχνοκρατικής ΕΕ που να συμπληρώνει τις δράσεις των δημοκρατικών κρατών-μελών. Αυτό το όραμα ήταν βιώσιμο όσο οι αποφάσεις που λαμβάνονταν στις Βρυξέλλες ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένες στις σκοτεινές περιοχές των κανόνων τής αγοράς. Αλλά αυτό το αδύναμο σύστημα δημοκρατικής λογοδοσίας έχει καταστεί παρωχημένο. Τώρα που η ΕΕ έχει σημαντική επιρροή επί των εθνικών προϋπολογισμών και έναν όλο και πιο ορατό ρόλο στις πολιτικές που διαμορφώνουν τις ζωές των απλών πολιτών, δεν έχει καμία άλλη επιλογή από το να σφυρηλατήσει στενότερους δεσμούς με τους πολίτες.
ΑΥΤΗ Η ΦΟΡΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ;
Οι ευρωεκλογές ήταν παραδοσιακά μια βαρετή υπόθεση. Οι ψηφοφόροι, σχετικά δίκαια, δεν τις εξέλαβαν ποτέ ως μια ευκαιρία για να έχουν τους αξιωματούχους τής ΕΕ υπό λογοδοσία για τις πολιτικές τού παρελθόντος, ούτε ως ευκαιρία για να εκφράσουν την υποστήριξή τους σε διαφορετικές πολιτικές. Οι εκλογές δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στις αποφάσεις για την σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και η κομματική σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν επηρέασε την κατεύθυνση της πολιτικής τής ΕΕ κατά τρόπο που θα μπορούσαν να αντιληφθούν οι ψηφοφόροι.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπαθεί τώρα να το αλλάξει αυτό με το να μετατρέψει τις εκλογές σε έναν ανταγωνισμό για την προεδρία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιστορικά, οι πρόεδροι της επιτροπής έχουν επιλεγεί μέσω παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κυβερνήσεων. Αλλά, στο όνομα της αυξανόμενης δημόσιας δέσμευσης και της ενίσχυσης της δημοκρατίας τής ΕΕ, το κοινοβούλιο αποφάσισε να ερμηνεύσει μια διφορούμενη διάταξη στην Συνθήκη τής Λισαβόνας, η οποία δηλώνει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο «λαμβάνει υπόψη» του τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών όταν αποφασίζεται ο πρόεδρος τής Επιτροπής. Τα κόμματα του κοινοβουλίου έχουν έτσι υποψηφίους για την προεδρία, και έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι θα στηρίξουν μόνο τον υποψήφιο του οποίου το κόμμα επικρατήσει στις εκλογές. Στην πραγματικότητα, έχουν αποφασίσει να μετατρέψουν την προεδρία τής Επιτροπής σε πρωθυπουργικό ρόλο, ο οποίος θα υπηρετεί υπό την αιγίδα τής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Οι πρώτες σχεδόν πανευρωπαϊκές ευρωεκλογές είναι τώρα στην τελική ευθεία, με διαχειριστές προεκλογικών εκστρατειών, λεωφορεία στολισμένα με κομματικά λογότυπα, και απ’ευθείας Twitter feeds από την προεκλογική εκστρατεία. Οι κορυφαίοι υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένου του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς και του κεντροδεξιού από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ο οποίος κατάγεται από το Λουξεμβούργο, πραγματοποίησαν πρόσφατα το πρώτο προεδρικό ντιμπέιτ σε επίπεδο ΕΕ. Μερικοί έχουν προτείνει ότι η Ευρώπη εισέρχεται πλέον σε μια νέα εποχή πραγματικά πανευρωπαϊκής δημοκρατικής πολιτικής, που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον και την εμπλοκή των ψηφοφόρων.
Αλλά αντίθετα με τους ισχυρισμούς αυτών των ένθερμων υποστηρικτών, η προσπάθεια του ευρωκοινοβουλίου να μετατρέψει την επιλογή τού Προέδρου τής Επιτροπής σε έναν κομματικό ανταγωνισμό έχει αποδειχθεί βαθιά προβληματική. Πρώτον, οι εκστρατείες είναι ανιαρές σε σύγκριση με τα πρότυπα της κάθε εθνικής εκλογής. Ενώ ο διαγωνισμός τραγουδιού τής Eurovision μεταδόθηκε από τα κορυφαία δίκτυα της ηπείρου, τα προεδρικά ντιμπέιτ παίχτηκαν από μικρά κανάλια, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν μεταδόθηκαν καθόλου. Οι υποψήφιοι δεν έχουν προσελκύσει πολύ προσοχή ούτε ενέπνευσαν μεγάλο ενθουσιασμό.
Για τους ψηφοφόρους που δίνουν προσοχή, η εκστρατεία κινδυνεύει να δώσει την παραπλανητική εντύπωση ότι εκλέγουν έναν ηγέτη ο οποίος θα μεταβάλλει τον κομματικό προσανατολισμό τής εκτελεστικής εξουσίας τής ΕΕ. Στην πραγματικότητα, εφ’ όσον τα μεμονωμένα κράτη-μέλη ορίζουν τους άλλους 27 επιτρόπους που ασκούν την εκτελεστική εξουσία τής ΕΕ μαζί με τον πρόεδρο τής Επιτροπής, η Επιτροπή θα παραμείνει ένας πολυκομματικός οργανισμός που θα επιδιώκει ευρεία διακομματική συναίνεση και δεν θα εξυπηρετεί απλά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την αριστερά ή την δεξιά. Υπό αυτήν την έννοια, ακόμη και αν δεν πετύχει τελικά, το κίνητρο του κοινοβουλίου να εμφυσήσει περισσότερη πολιτική στην Επιτροπή συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους. Για δεκαετίες, η Επιτροπή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως διαιτητής σε διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών και στην εφαρμογή τού ευρωπαϊκού δικαίου. Αν η προεδρία της είναι πολιτικοποιημένη, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει εύκολα την αξιοπιστία της ως ενός ουδέτερου διαιτητή.
Γενικότερα, δεν είναι σαφές κατά πόσον η περαιτέρω ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι ένας σοφός τρόπος για την αντιμετώπιση του λεγόμενου «δημοκρατικού ελλείμματος» της Ευρώπης. Οι διαδοχικές ενισχύσεις τής εξουσίας τού κοινοβουλίου κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δείχνουν το αντίθετο. Αντί να λύσει τα δημοκρατικά προβλήματα της ΕΕ, η απόδοση ισχύος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει οδηγήσει σε σταθερή πτώση των ποσοστών συμμετοχής στις εκλογές, και σε ένα σώμα ψηφοφόρων που επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα εθνικά θέματα, όταν πηγαίνει στις κάλπες.
Η ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΗ ΜΑΧΗ
Παρ’ όλα αυτά, το κοινοβούλιο πιέζει. Και αυτό έχει δημιουργήσει το θέατρο για μια μεγάλη μάχη με τους ηγέτες των κρατών-μελών -συμπεριλαμβανομένης, κυρίως, της Μέρκελ- που έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στα σχέδια του κοινοβουλίου. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι επιφυλακτικές στο να δημιουργούν κάποιο προηγούμενο για κάτι που πιθανόν να γίνει μελλοντικά μια πολύ πιο έντονη προεκλογική εκστρατεία για την προεδρία τής Επιτροπής. Εξάλλου, ο διορισμός τού Σουλτς ή του Γιουνκέρ θα προκαλέσει σημαντικά εγχώρια προβλήματα για ορισμένες κυβερνήσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και οι δύο υποψήφιοι θεωρούνται ως Ευρωπαίοι φεντεραλιστές –αφοσιωμένοι στην επέκταση των εξουσιών τής ΕΕ- από πολλά μέλη τού κυβερνώντος (και ευρωσκεπτικιστικού) Συντηρητικού Κόμματος.
Εάν, από την άλλη πλευρά, τα κράτη-μέλη επιλέξουν άλλον υποψήφιο ως επικεφαλής τής Επιτροπής, το νεοεκλεγέν κοινοβούλιο θα είναι αγχωμένο να επιδείξει την ισχύ του ως απάντηση. Είναι πολύ πιθανό ότι θα αρνηθεί να επικυρώσει τη νέα επιτροπή, κάτι που θα οδηγήσει σε μια παρατεταμένη και επιζήμια αντιπαράθεση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αν οι ψηφοφόροι δουν τους πολιτικούς τής ΕΕ βυθισμένους σε εσωστρεφείς ιδιοτελείς εσω-θεσμικές διαμάχες, απλώς θα γίνουν περισσότερο απογοητευμένοι με την ευρωπαϊκή πολιτική, διευρύνοντας έτσι το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το αποτέλεσμα θα είναι, όπως πάντα, ένας μπερδεμένος συμβιβασμός, πιθανόν εμπλέκοντας όχι μόνο την προεδρία τής Επιτροπής, αλλά και υποψηφίους για άλλες ανώτερες θέσεις στην ΕΕ που είναι έτοιμες να στελεχωθούν. (Αν και η ισχύς τής αντιπαράθεσης των δύο κορυφαίων προεδρικών υποψηφίων όντως κάνει να φαίνεται απίθανο ότι κανένας από αυτούς δεν θα επιλεγεί τελικά). Ανεξάρτητα του τι εκπέμπεται, φαίνεται σαν να είμαστε έτοιμοι για μια πικρή σύγκρουση στις Βρυξέλλες, που θα μπορούσε να διαρκέσει μέχρι το φθινόπωρο.
ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι εθνικές κυβερνήσεις τής Ευρώπης τελικά αποκομίζουν την πικρή συγκομιδή τής εδώ και μια δεκαετία στρατηγικής τής λιτότητας και της απόκλισης. Έχουν τακτικά επιδιώξει να αποποιηθούν των ευθυνών τους για την αντιλαϊκή πολιτική των Βρυξελλών, με την ελπίδα να προστατευθούν από την δημόσια οργή. Αλλά, η χρήση των Βρυξελλών ως αποδιοπομπαίου τράγου δεν λειτούργησε. Αντ’ αυτού, η στρατηγική αυτή έχει αφήσει αμφότερα τα επίπεδα της διακυβέρνησης σε ανυποληψία.
Εν τω μεταξύ, κάθε φορά που η ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων στην ΕΕ ήγειρε ερωτήματα σχετικά με την δημοκρατική λογοδοσία, τα κράτη-μέλη ανταποκρίνονταν με την περαιτέρω ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό σαφώς δεν έλυσε το πρόβλημα της δημοκρατικής Ευρώπης, αλλά έχει κάνει πολύ ισχυρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εάν οι εθνικές κυβερνήσεις ανησυχούν τώρα για το γεγονός ότι το κοινοβούλιο πιέζει, έχουν να κατηγορήσουν μόνο τον εαυτό τους.
Οι ηγέτες τής ΕΕ θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια ευρεία κρίση πτώσης τής εμπιστοσύνης στην πολιτική, κάτι που είναι εξίσου σημαντικό πρόβλημα για τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά αποκαλύπτουν επίσης ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στα εθνικά κόμματα, τα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις έχει βυθιστεί σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη στα περισσότερα κράτη-μέλη.
Αυτό βοηθά να εξηγηθεί η πρωτοφανής επιτυχία που έχουν πρόσφατα καταφέρει τα ακροδεξιά και τα αντι-ευρωπαϊκά κόμματα - και την οποία ίσως να ξεπεράσουν στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Ευτυχώς, τα λαϊκιστικά κόμματα δεν θα κερδίσουν συνολικά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Το νέο κοινοβούλιο, όπως και όλα τα προηγούμενα, θα κυριαρχείται από μετριοπαθείς της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς. Αλλά, αν οι ηγέτες τής ΕΕ συνεχίσουν να μεταθέτουν την ευθύνη ενώ αποτυγχάνουν να καταλήξουν σε τρόπους για να κάνουν την ίδια την Ένωση πιο δημοκρατική, τα λαϊκιστικά αντι-ευρωπαϊκά κόμματα θα συνεχίσουν να ευδοκιμούν.
Τα κράτη-μέλη ίσως να έχουν καλούς λόγους για να εμποδίσουν την προσπάθεια του Κοινοβουλίου να πάρει τον έλεγχο της επιλογής τού Προέδρου τής Επιτροπής, αλλά θα πρέπει επίσης να καταθέσουν δικές τους ιδέες που θα μπορούσαν να δώσουν στους ψηφοφόρους μια μεγαλύτερη αίσθηση ελέγχου πάνω στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εθνικοί ηγέτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν με την ενθάρρυνση των εθνικών κοινοβουλίων να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην λήψη αποφάσεων της ΕΕ. Τα εθνικά κοινοβούλια θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερη χρήση των υφιστάμενων διατάξεων που τους επιτρέπουν να αμφισβητήσουν κοινοτικά νομοσχέδια. Θα μπορούσαν επίσης να είναι πιο ενεργά στην εξέταση των πολιτικών για τις οποίες οι κυβερνήσεις τους συμφωνούν στις τακτικές συνόδους κορυφής. Ο αυξανόμενος ρόλος τής ΕΕ στην εθνική οικονομική διαχείριση απαιτεί μια στενότερη σχέση μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών. Η ενθάρρυνση των μελών των εθνικών κοινοβουλίων να εμπλακούν στενότερα στις πολιτικές τής ΕΕ θα μπορούσε να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα της μετατροπής μερικών από τους δυσαρεστημένους επικριτές τής ΕΕ σε ενεργούς συμμετέχοντες στην διαδικασία τής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να είναι πιο ειλικρινείς με τους πολίτες για το πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα πρέπει να σταματήσουν να προσποιούνται ότι οι πολιτικές που απορρέουν από τις Βρυξέλλες είναι το προϊόν κάποιου άμορφου γραφειοκρατικού τέρατος. Το διακύβευμα είναι πλέον πολύ υψηλό για να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την ΕΕ για να επιλύουν πολιτικά προβλήματα ενώ υπονομεύουν την υποστήριξη για αυτήν με την συνεχή κακόβουλη κριτική τους. Θα πρέπει να παραδεχτούν ότι –οι δημοκρατικά εκλεγμένοι εθνικοί ηγέτες- παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην χάραξη της πολιτικής τής ΕΕ και ότι η πραγματική λογοδοσία για τις αποφάσεις αυτές αρχίζει στην χώρα τού καθενός.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/141426/r-daniel-kelemen-and-anand...
Συνδέσεις:
[1] http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/ebs/ebs_415_data_en.pdf
Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr