Γράφει: Θανάσης Γκότοβος
Σε οποιαδήποτε περίπτωση αυτός που εκφράζει την κριτική στο λαϊκισμό προβάλλει στην οθόνη του νου ένα υποκείμενο, το «λαό», που έχει αδυναμίες, επικίνδυνες ροπές, μια ανωριμότητα που τον κάνει να πέφτει σε παγίδες, γενικά μια ύπαρξη που κινδυνεύει και χρειάζεται προστασία και καθοδήγηση. Κυρίως το δεύτερο. Ο λαϊκιστής είναι ο λάθος καθοδηγητής, αυτός που οδηγεί το λαό είτε κατ’ ευθείαν στο γκρεμό, είτε σε άγονη γραμμή, πάντως μακριά από το σωστό δρόμο.
Αυτή η εικόνα του λαού ως έχοντος ανάγκη προστασίας νομιμοποιεί την πάλη μεταξύ των καθοδηγητών του: η σύγκρουση δικαιολογείται ως προσπάθεια ανάδειξης και επικράτησης του ορθού καθοδηγητή ανάμεσα σε πολλούς διεκδικητές.
Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει «λαός» ως ενιαίο υποκείμενο της κοινωνίας, δηλαδή του παρόντος, ή της ιστορίας. Η λέξη αυτή παραπέμπει σε μια κατασκευή του νου, σε μια νοητική σύμβαση, στη συνθήκη του «ως εάν». Και επειδή δεν υπάρχει ο ενιαίος λαός που σκέφτεται, αποφασίζει και δρα, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε εκπρόσωπος του λαού που μιλά και αφηγείται για το πώς νιώθει, πώς σκέφτεται και πώς συμπεριφέρεται ο λαός. Καθώς δεν μπορεί να υπάρξει εκπρόσωπος κάποιου υποκειμένου που στην ουσία δεν υφίσταται, υπάρχουν οιονεί εκπρόσωποι και διερμηνείς της βούλησης του λαού που βγαίνουν στο μπαλκόνι και ανακοινώνουν τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις πράξεις του τελευταίου. Επειδή οι ερμηνευτές αυτοί είναι πολλοί, αντίστοιχες είναι και οι ερμηνείες των δρώμενων του «λαού».
«Σοφά ο λαός έδωσε χαμηλό ποσοστό στο τάδε κόμμα», λέμε. «Πολύ ορθά ο λαός αποφάσισε να μην δώσει την ισχυρή πλειοψηφία σε κανένα κόμμα», ακούμε. «Ο λαός απέτρεψε το πισωγύρισμα» ή «ο λαός στήριξε την αλλαγή», διαβάζουμε. «Ο λαός αποφάσισε να αναγκάσει τα κόμματα να συνεργαστούν», ξαναδιαβάζουμε.
Θα ακούσουμε αυτές τις μέρες τόσες ερμηνείες ενός και του αυτού αποτελέσματος, όσα είναι και τα κομματικά επιτελεία με τους επικοινωνιολόγους τους που ασχολούνται με την ευθυγράμμιση του εκλογικού αποτελέσματος με την κομματική ατζέντα. Διότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να φανεί ότι ο λαός τιμωρεί το κόμμα (κανένα κόμμα…) ή ότι τιμωρεί τον εαυτό του ή ότι συμπεριφερόμενος σαν παιδί επιλέγει κάτι ανόητο. Εφόσον όλες οι πράξεις του λαού και οι αποφάσεις του είναι σοφές, πρέπει να είναι σοφές από όλες τις σκοπιές, από όλες τις οπτικές γωνίες των εξουσιοδοτημένων ερμηνευτών της βούλησής του, δηλαδή για όλα τα κόμματα.
Στο τέλος, παρά το ότι κάποιοι χάνουν και κάποιοι κερδίζουν σε κάθε εκλογή, ο λαός πρέπει να φαίνεται ότι διένειμε σωστά τα ποσοστά, σκεπτόμενος πάντοτε το συμφέρον του τόπου. Η μεταφυσική εικόνα που προβάλλει αυτή η γλώσσα είναι η εξής: πριν πάει ο «λαός» στην κάλπη, σκέφτηκε ποια κατανομή ποσοστών είναι προς το συμφέρον της χώρας, ειδοποίησε τα «αντίγραφά» του (ψηφοφόρους) για την ορθή κατανομή και φρόντισε έτσι ώστε αυτά να εφαρμόσουν πιστά την απόφαση. Έτσι προέκυψε ένα σοφό εκλογικό αποτέλεσμα. Διότι ενώ οι κομματικοί ερμηνευτές του αποτελέσματος διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις ερμηνείες του, αφού κάθε ερμηνεία πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τη γραμμή του κόμματος, τελικά συμφωνούν όλοι σε ένα πράγμα: ότι ο «λαός» είναι σοφός και αποφάσισε σοφά.
Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται είναι κάτι πολύ διαφορετικό: υπάρχουν εκατομμύρια πολίτες – και όχι αντίγραφα του «λαού» – που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, με διαφορετικές ενημέρωση και συναισθήματα, και κυρίως εικαζόμενα συμφέροντα, αποφασίζουν – όσοι αποφασίζουν, τελικά – να πάνε στις κάλπες και να προτιμήσουν κόμματα και πρόσωπα που ανήκουν σε αυτά. Και αποφασίζουν, εννοείται, χωρίς να έχει προηγηθεί γενική συνέλευση και απόφαση για το ποια είναι η ορθή κατανομή των ποσοστών που πρέπει να λάβουν τα κόμματα.
Το μόνο βέβαιο -υπό κανονικές συνθήκες- είναι ότι κάθε ψηφοφόρος γνωρίζει τι ψήφισε ο ίδιος. Δεν μπορεί να γνωρίζει ούτε καν τι ψήφισε ο διπλανός του, πολύ λιγότερο τι ψήφισε κάθε μέλος του «πολιτικού λαού». Μάλιστα, αν κάθε ψηφοφόρος μπορούσε να επηρεάσει την ψήφο του διπλανού του, θα ήθελε ένα πολύ διαφορετικό αποτέλεσμα από αυτό που όντως προκύπτει στο τέλος της ημέρας μετά από κάθε εκλογή.
Λαός με άλλη έννοια (γλώσσα, πολιτισμικά γνωρίσματα, συνείδηση κοινής ταυτότητας) υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως πολιτικός λαός, λαός που συμπεριφέρεται ενιαία στο πολιτικό πεδίο. Τότε γιατί τόσο πυκνή επίκληση του «λαού» κάθε φορά που γίνονται εκλογές; Η απάντηση είναι απλή: ο συμφυρμός του λαού ως εθνότητας με το λαό ως πολιτικής κοινότητας δίνει τη δυνατότητα στους διερμηνείς της πολιτικής βούλησης των πολιτών να την αντιλαμβάνονται και να την παρουσιάζουν ως βούληση μιας ενιαίας συλλογικότητας. Με τη διδασκαλία αργότερα στο σχολείο γύρω από το τι αποφάσισε κάθε φορά ο «λαός» στις εκλογές, τι θέλει ο «λαός» ή ποιοι είναι οι εχθροί του «λαού», η σκέψη των πολιτών μπορεί να φορμαριστεί προς μια κατεύθυνση που υποστασιοποιεί το «λαό» ως οργανική οντότητα και υπεριστορικό υποκείμενο, ως κάτι ιερό αλλά και ταυτόχρονα ακατανόητο και δυσερμήνευτο, του οποίου την πραγματική βούληση μπορούν να κατανοήσουν μόνον οι εκλεκτοί: οι πολιτευτές.
Αυτό εξηγεί γιατί αργότερα εμείς, οι ακροατές του λόγου των πολιτευτών, δεν δυσανασχετούμε όταν τους ακούμε να μας ερμηνεύουν τι ζητά ο «λαός». Γιατί γνωρίζουμε ότι αν ο πολιτευτής που μιλά είναι ειλικρινής, το μόνο που μαθαίνουμε ακούγοντάς τον είναι τι ζητά ο ίδιος και το κόμμα στο οποίο ανήκει, όχι τι ζητά ο «λαός». Έλα όμως που κάθε πολιτικός θέλει να εμφανίζεται ως ο μόνος γνήσιος εκφραστής των επιθυμιών και των αναγκών του «λαού»…
Τελικά ο πραγματικός λαϊκισμός είναι η υποστασιοποίηση του «λαού» ως οργανικού όλου, ως ενιαίου συγχρονικού και ιστορικού υποκειμένου που σκέφτεται, αισθάνεται και δρα και η καθιέρωση μέσω αυτής του ρόλου του αυθεντικού ερμηνευτή της βούλησής του. Υπάρχει κανένα κόμμα στη χώρα μας -και όχι μόνο εδώ- που δεν θεωρεί αυτονόητο ότι μόνο αυτό ερμηνεύει αυθεντικά το συμφέρον του «λαού»; Γνωρίζετε πολλούς πολίτες που ενοχλούνται από τις αφηγήσεις για τη σοφία του «λαού» μετά από τις εκλογές;