Της Céline Braconnier και του Jean-Yves Dormagen*
Στη Γαλλία οι δημοτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 23 και 30 Μαρτίου του 2014 πυροδότησαν έναν κατακλυσμό σχολίων σχετικά με την άνοδο της Ακροδεξιάς. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να δουν σε αυτήν την εξέλιξη σχεδόν ένα δημοψήφισμα υπέρ του Εθνικού Μετώπου. Το κύμα δηλώσεων, άρθρων και τηλεοπτικών ρεπορτάζ δημιουργεί μια αντίφαση με το στοιχείο που τελικά αποδείχθηκε ότι κυριάρχησε στην εκλογική αναμέτρηση, όπως εξάλλου γενικότερα και σε όλες τις εκλογές της τελευταίας τριακονταετίας: τα επίπεδα ρεκόρ στα οποία φθάνει η αποχή. Η διεξοδική μελέτη της αποχής μάς οδηγεί σε διαφορετικές αναλύσεις από εκείνες στις οποίες προβαίνουμε εν θερμώ.
Όσο κι αν είναι αδιαμφισβήτητη η πρόοδος του Εθνικού Μετώπου σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές του 2008, παραμένει ωστόσο συγκρατημένη. Στις 415 πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, στις οποίες το κόμμα της Ακροδεξιάς παρουσίασε εκλογικούς συνδυασμούς, το εκλογικό ποσοστό που απέσπασε ήταν μικρότερο από εκείνο της Μαρίν Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2012. Αν δε συγκριθεί με το σύνολο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους, η «τεράστια άνοδος του Μετώπου» σε αυτές τις πόλεις αποδεικνύεται ακόμα πιο σχετική: ενώ η Λεπέν είχε αποσπάσει την ψήφο του 12% των εγγεγραμμένων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2012, στον πρώτο γύρο των δημοτικών το κόμμα της συγκέντρωσε μόνον το 8%.
Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του «μπλε κύματος» (το χρώμα του εμβλήματος του UMP). Βέβαια, το κόμμα της Δεξιάς κατέκτησε 162 δήμους με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων: πρόκειται για μια από τις καλύτερες εκλογικές επιδόσεις του καθ' όλη τη διάρκεια της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας (δηλαδή από το 1958). Όμως, ένα άλλο στοιχείο πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο: σε αυτές τις πόλεις οι εκλογικοί συνδυασμοί της Δεξιάς -ακόμα κι αν συμπεριλάβουμε σε αυτούς τα ποσοστά του κεντρώου Modem- κινητοποίησαν, το 2014, λιγότερους ψηφοφόρους σε σχέση με το 2008 (25,1% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους ψηφοφόρους, το 2014, έναντι 26,8% στον πρώτο γύρο του 2008), δηλαδή τη χρονιά που η Δεξιά είχε καταγράψει μια εξαιρετικά κακή εκλογική επίδοση. Με λίγα λόγια, αν και ελαφρά αποδυναμωμένη, η Δεξιά αναδείχθηκε νικήτρια χάρη στη μεγαλύτερη αποχή των ψηφοφόρων της Αριστεράς (Σ.τ.Μ: Στην «Αριστερά» οι Γάλλοι συνυπολογίζουν και το Σοσιαλιστικό Κόμμα).
Εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η αποχή σπάει ένα νέο ρεκόρ. Μονάχα οι προεδρικές εκλογές έχουν ξεφύγει -για την ώρα, τουλάχιστον- από αυτή την αδυσώπητη νομοτέλεια. Στις δημοτικές εκλογές του 1983, το 20,3% των εγγεγραμμένων απείχε στον δεύτερο γύρο. Τον περασμένο Μάρτιο το ποσοστό τους είχε ανέβει στο 37,8%.
Εάν προσθέσουμε στο ποσοστό της αποχής και τα άτομα που δεν είναι εγγεγραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους. (Σ.τ.Μ: το 7% του πληθυσμού που έχει δικαίωμα εγγραφής αλλά δεν το ασκεί. Στη Γαλλία, όπου η συμμετοχή στις εκλογές δεν είναι υποχρεωτική, οι κατάλογοι δεν συντάσσονται αυτόματα από τις κρατικές υπηρεσίες, αλλά ο πολίτης καταθέτει αίτηση εγγραφής σε αυτούς), τότε η αποχή αγγίζει το 50% στις ευρωπαϊκές και περιφερειακές εκλογές, ακόμα και στις βουλευτικές και τις δημοτικές εκλογές. Η κρίση συμμετοχής, η οποία τείνει να μετατραπεί σε μείζον στοιχείο του γαλλικού εκλογικού τοπίου, είναι ακόμα εντονότερη στους δήμους των αστικών κέντρων, όπου όσοι ψηφίζουν αποτελούν ήδη τη μειοψηφία: στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών του 2014, η συμμετοχή περιορίστηκε στο 56,5% των εγγεγραμμένων στις 980 πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, ενώ στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 100.000 κατοίκων έπεσε ακόμη περισσότερο στο 53,8%. Αν δε συνυπολογίσουμε και τη μη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, τα δημοτικά συμβούλια των μεγαλύτερων δήμων της χώρας έχουν εκλεγεί από τη μειοψηφία των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου.
Το πρόβλημα καθίσταται ακόμα σοβαρότερο από το γεγονός ότι η μειοψηφία που ψηφίζει δεν είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού εκλογικού σώματος ούτε από πολιτική, αλλά ούτε και από κοινωνική σκοπιά. Η αποχή έχει συνέπεια να αλλάζει σημαντικά το αποτέλεσμα των εκλογών.
Πράγματι, η απόφαση να μην ψηφίσει κανείς υπακούει σε ισχυρούς κοινωνικούς ντετερμινισμούς, οι οποίοι παρουσιάζουν αξιοσημείωτη σταθερότητα στον χρόνο. Ηλικιακούς καταρχάς, κυρίως στην περίπτωση εκλογών σε τοπικό επίπεδο. Αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των νέων, οι ηλικιωμένοι εξακολουθούν να κινητοποιούνται και να συμμετέχουν στις εκλογές. Σύμφωνα με την INSEE, τη Γαλλική Στατιστική Υπηρεσία («Enquête Participation», Insee, Παρίσι 2007-2008), η σύγκριση των ποσοστών συμμετοχής ανά ηλικιακή κατηγορία αποκαλύπτει σημαντικές διαφορές: μονάχα το 41,2% των ατόμων ηλικίας 18-24 ετών προσήλθε στις κάλπες στις δημοτικές εκλογές του 2008, έναντι 80,2% των ατόμων ηλικίας 50-64 ετών. Συνεπώς, αναλογικά, οι ηλικιωμένοι ψηφίζουν σχεδόν δύο φορές περισσότερο σε σχέση με τους νέους.
"Ένας δήμαρχος που εξελέγη από το 12% του πληθυσμού"
Εξαιτίας της αποχής παρατηρούμε επίσης ότι οι κατηγορίες που έχουν πληγεί λιγότερο από την οικονομική επισφάλεια και την επαγγελματική αβεβαιότητα έχουν πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση. Το 2008, παρατηρήθηκε διαφορά περίπου είκοσι ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στη συμμετοχή, αφενός, των δημοσίων υπαλλήλων και των ελεύθερων επαγγελματιών και, αφετέρου, των εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και, σε μικρότερο βαθμό, των ανέργων.Οι κοινωνικοί και ηλικιακοί καθοριστικοί παράγοντες συνοδεύονται και από ανισότητες στη συμμετοχή στις εκλογές, οι οποίες οφείλονται σε γεωγραφικές και χωροταξικές παραμέτρους. Στις συνοικίες όπου υπάρχουν μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών και συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας (Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, περίπου το 20% των κατοικιών ανήκει σε δημόσιους φορείς και ενοικιάζονται με εξαιρετικά προνομιακές τιμές σε σχέση με την -πανάκριβη- αγορά ακινήτων, σε άτομα με χαμηλά εισοδήματα ή ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες) και πληθυσμός που αποτελείται από νεαρούς και άτομα χαμηλών εισοδημάτων παρατηρούνται υψηλά επίπεδα μη συμμετοχής (δηλαδή μη εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους και αποχής) η οποία μπορεί να φτάσει σε εντυπωσιακά επίπεδα. Στην ανατολική περιφέρεια του Σεν Ντενί (Σ.τ.Μ.: Μία από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές των προαστίων του Παρισιού, με υψηλότατα επίπεδα ανεργίας και εγκληματικότητας), από τα δώδεκα γιγάντια κτήρια (Σ.τ.Μ.: Ως συνέπεια ενός αποτυχημένου πολεοδομικού σχεδιασμού των δεκαετιών 1950-1960, δημιουργήθηκαν συνοικίες ολόκληρες κοινωνικής κατοικίας, που αποτελούνται από μία έως πέντε δεκάδες γιγάντιων πύργων με εκατοντάδες διαμερίσματα καθένας τους. Συνήθως, αυτές οι συνοικίες - υπνωτήρια είναι εντελώς ξεκομμένες από τον πολεοδομικό και τον κοινωνικό ιστό της πόλης), που αποτελούν τη συνοικία Κοσμονότ («Κοσμοναυτών»), η μη συμμετοχή στις εκλογές αποτελεί εδώ και πολύ καιρό μια στάση που έχει γίνει πλειοψηφική. Στις τελευταίες εκλογές ανερχόταν στα δύο τρίτα των πολιτών.
Νεότεροι, με λιγότερα διπλώματα, χτυπημένοι από την ανεργία σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο, οι κάτοικοι της συνοικίας αναρωτιούνται για τη χρησιμότητα μιας χειρονομίας η οποία δεν οδηγεί στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Κι εδώ τίποτε δεν υπάρχει για να αντισταθμίσει τη μαζική αποστροφή για την πολιτική. Στη γειτονιά δεν υπάρχει ούτε τοπική κομματική οργάνωση, ούτε ομάδα πολιτών ούτε και μένει στη γειτονιά έστω και ένας από τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η συνοικία Κοσμονότ έχει μετατραπεί σε μια πολιτική έρημο. Οι καμπάνιες πόρτα - πόρτα, που οργάνωσαν μερικές ημέρες πριν από την Κυριακή των εκλογών τα δύο κόμματα της Αριστεράς που ήταν σε θέση να διεκδικήσουν τον δήμο, δεν αποδείχθηκαν αρκετές για να ανακόψουν την ισχυρή τάση για αποχή.
Οι περιοχές στις οποίες η συμμετοχή στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών κυμάνθηκε σε τόσο χαμηλά επίπεδα παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ανάλογα με τη συνοικία που περιγράψαμε προηγουμένως. Σχηματίζουν έναν διαφορετικό χάρτη της Γαλλίας, τον χάρτη των τεράστιων απρόσωπων οικιστικών συγκροτημάτων, της μετανάστευσης και της εργασιακής επισφάλειας. Σε αυτήν τη Γαλλία, οι κοινωνικές και οι εθνοτικές διακρίσεις συνεπάγονται και εκλογικές διακρίσεις. Πέντε προάστια του Παρισιού και ένα της Λυών -το Βιλιέ-Λε Μπελ (όπου το ποσοστό της αποχής έφθασε το 62,2%), το Βο-Αν-Βελέν (62,1%), το Εβρί (61,3%), το Στεν (61%), το Κλισί-Σου-Μπουά (Σ.τ.Μ.: Από εδώ ξεκίνησαν οι μεγάλες εξεγέρσεις των υποβαθμισμένων προαστίων του 2005, με αφορμή τον θάνατο δύο δεκαπεντάχρονων αραβικής καταγωγής κατά τη διάρκεια αστυνομικής καταδίωξης, επειδή αρνήθηκαν να σταματήσουν για να υποβληθούν σε έλεγχο ταυτότητας) (60,2%) και το Μπομπινί (59,4%)- συγκαταλέγονται στις δέκα πόλεις με τη μεγαλύτερη αποχή σε ολόκληρη τη Γαλλία.
Το Μπομπινί, στο οποίο -όπως υπογραμμίστηκε από πολλούς σχολιαστές- το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ιστορικά πολύ μεγάλη δύναμη, εξέλεξε τον κεντροδεξιό υποψήφιο του UDI. Ωστόσο, πολύ λιγότερο προβλήθηκε το γεγονός ότι ο εκλογικός συνδυασμός συγκέντρωσε την ψήφο μονάχα του 26,4% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και του 12,3% του συνολικού πληθυσμού που κατοικεί στον δήμο. Η μεγάλη αναλογία αλλοδαπών που στερούνται δικαιώματος ψήφου αλλά και νεανικού πληθυσμού (περίπου το 45% του πληθυσμού του δήμου έχει ηλικία μικρότερη των 30 ετών) εξηγούν εν μέρει το αποτέλεσμα. Όμως, μια άλλη, εξίσου σημαντική εξήγηση συνίσταται στην απογοήτευση από την πολιτική.
Το γαλλικό εκλογικό σύστημα, το οποίο είναι ένα από τα πλέον περιοριστικά παγκοσμίως, επιδεινώνει τις ανισότητες στη συμμετοχή στις εκλογές. Πράγματι, όπως συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η διαδικασία εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα αυτοαποκλεισμού από την εκλογική διαδικασία. Ενώ στις περισσότερες δημοκρατίες γίνεται αυτόματα, στη Γαλλία απαιτείται κατάθεση αίτησης (από την οποία απαλλάσσονται μονάχα οι νέοι ηλικίας 18 ετών). Η εγγραφή στους καταλόγους πρέπει να ανανεώνεται μετά από κάθε μετακόμιση, να ανανεώνεται μια χρονιά πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση (Σ.τ.Μ.: Στη Γαλλία, οι πρόωρες εκλογές αποτελούν εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο) κ.λπ. Όλα αυτά δημιουργούν εμπόδια στους πληθυσμούς στους οποίους παρατηρείται μεγαλύτερη κινητικότητα και πυροδοτεί το φαινόμενο της μη εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους.
Οι έρευνες που διεξάγουμε αυτή τη στιγμή με την INSEE, τη Γαλλική Εθνική Στατιστική Υπηρεσία,
μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι έξι εκατομμύρια ψηφοφόροι (περίπου το 15% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους) δεν διέμεναν πλέον στη διεύθυνση στην οποία υποτίθεται ότι όφειλαν να ψηφίζουν. Σε πόλεις με μεγάλο φοιτητικό πληθυσμό, όπως το Μονπελιέ ή η Τουλούζη, τα άτομα ηλικίας 18-24 ετών αποτελούν το 20% του πληθυσμού, αλλά μονάχα το 7% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Καθώς δεν μπορούν να ψηφίσουν στον τόπο όπου διαμένουν, οι φοιτητές συμμετέχουν ελάχιστα στις τοπικές εκλογές. Όπως, εξάλλου, συμβαίνει και στην περίπτωση των μη πτυχιούχων, στο σύνολό της η νεολαία απέχει σε μεγάλο βαθμό από την κάλπη. Βέβαια, μόνη η μεταρρύθμιση των εκλογικών διαδικασιών δεν θα αρκούσε για την επίλυση του προβλήματος της εκλογικής συμμετοχής. Ωστόσο, η συσσώρευση των ρεκόρ αποχής θα έπρεπε να μας κάνει να αναρωτηθούμε για το κατά πόσον είναι δυνατόν να διαιωνίζεται ένα εκλογικό σύστημα το οποίο δεν ανταποκρίνεται πλέον σε μια κοινωνία όπου αυξάνεται ολοένα και περισσότερο η κινητικότητα των ατόμων.
Ποιες είναι οι πολιτικές δυνάμεις που πλήττονται περισσότερο από την αύξηση της αποχής; Πρόκειται για κάτι που είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Ως προς αυτό το ζήτημα, οι δημοσκοπήσεις είναι ελάχιστα αξιόπιστες, γιατί τα ερωτώμενα άτομα έχουν την τάση να υπερβάλλουν για τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία: ακόμα κι όταν η αποχή αγγίζει το 40%, όπως συνέβη κατά τις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, οι ερωτώμενοι από τους δημοσκόπους δηλώνουν μονίμως ότι «οπωσδήποτε θα ψηφίσουν»... Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό τα άτομα που όντως ψηφίζουν να έχουν την τάση να δέχονται πολύ συχνότερα να συμμετάσχουν στις δημοσκοπήσεις, με αποτέλεσμα να έχουν πολύ μεγαλύτερη αντιπροσώπευση στα λεγόμενα «αντιπροσωπευτικά δείγματα».
"Ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια της εναλλαγής των δύο κομμάτων στην κυβέρνηση"
Κάτι που καθιστά την ανάλυση ακόμα πιο πολύπλοκη και δύσκολη είναι οι αλλαγές της κοινωνιολογίας του εκλογικού σώματος από την εποχή της δεκαετίας του 1970. Εάν η Αριστερά εξακολουθούσε να εξαρτάται από την ψήφο των εργατών, ή και από την ψήφο των λαϊκών στρωμάτων, τότε θα ήταν εκείνη που θα πληττόταν περισσότερο από την κοινωνιολογική αποχή. Ωστόσο, οι πολιτικές συσσωματώσεις, στις οποίες στηρίζονται οι πολιτικές οικογένειες, έχουν διαφοροποιηθεί. Η Δεξιά και το Εθνικό Μέτωπο προσελκύουν σήμερα σημαντικό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων που ψηφίζουν, ενώ η Αριστερά -και ιδιαίτερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα- παρουσιάζει πλέον σημαντική επιρροή στα άτομα ηλικίας 50-64 ετών, τα οποία, όπως είδαμε προηγουμένως, συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στην εκλογική διαδικασία, αλλά επίσης και σε ένα τμήμα των στελεχών του ιδιωτικού και -κυρίως- του δημόσιου τομέα και των πτυχιούχων.Αν θεωρήσουμε αξιόπιστες τις δημοσκοπήσεις που περιγράφουν τη σύνθεση των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου, τότε προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτό είναι εκείνο που πλήττεται περισσότερο από την κοινωνιολογική αποχή. Καθώς σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο οι οπαδοί του είναι πιο νέοι, με λιγότερα πτυχία και προερχόμενοι από τα λαϊκά στρώματα, παρουσιάζουν ένα υψηλότερο δυναμικό αποχής. Εξάλλου, αντίθετα από ένα εξαιρετικά διαδεδομένο στερεότυπο, το Εθνικό Μέτωπο καταγράφει τις καλύτερες εκλογικές του επιδόσεις κατά τη διάρκεια αναμετρήσεων που κινητοποιούν περισσότερο το εκλογικό σώμα, και ιδιαίτερα στις προεδρικές εκλογές.
Σε τελική ανάλυση, τα επίπεδα της αποχής εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από την πολιτική συγκυρία. Έτσι, οι πρόσφατες δημοτικές εκλογές σημαδεύτηκαν από μια σημαντική «διαφοροποιημένη αποχή» που απέβη εις βάρος της Αριστεράς. Στον δεύτερο γύρο τους, στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, στις οποίες ο Ολάντ είχε λάβει ποσοστό υψηλότερο του 60%, η αποχή ήταν κατά 5% υψηλότερη σε σχέση με τις πόλεις όπου ο Σαρκοζί είχε έλθει πρώτος στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Αυτές οι διαφορές μάς επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα την πανωλεθρία του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Έτσι, από τη σχετικά μεγαλύτερη πολιτική κινητοποίηση που παρατηρήθηκε ανάμεσα στους δύο γύρους των δημοτικών εκλογών στις πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των 10.000 κατοίκων, επωφελήθηκε κυρίως η Δεξιά, που αύξησε την εκλογική της πελατεία κατά 14,5%, έναντι μονάχα 3,5% για την αριστερά. Η άνοδος της αποχής τροποποιεί τη φύση των προεκλογικών εκστρατειών: στο παρελθόν το ζητούμενο ήταν να πειστεί ο «μεσαίος», «αναποφάσιστος», «μετριοπαθής» ψηφοφόρος ή οι ψηφοφόροι που αλλάζουν στρατόπεδο ανάλογα με τα προσωπικά τους συμφέροντα. Στο εξής, προέχει η κινητοποίηση των ίδιων των ανθρώπων του κάθε στρατοπέδου.
Εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να συσχετίσει τους δύο παράγοντες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη σταθερότητα στη γαλλική πολιτική σκηνή: τη συστηματική εναλλαγή στην εξουσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της Δεξιάς και τη διαρκή αύξηση της αποχής. Με εξαίρεση το 2007, καμία απερχόμενη πλειοψηφία δεν έχει κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές από το 1978. Και, γενικότερα, η παράταξη του εν ενεργεία πρωθυπουργού πάντοτε ηττάται σε όλες τις ενδιάμεσες εκλογές. Η μηχανική της εναλλαγής αποτελεί ταυτόχρονα αιτία και συνέπεια της αποχής: καθώς πυροδοτεί την απογοήτευση, συμβάλλει στη μείωση του ενδιαφέροντος και του ενθουσιασμού για την πολιτική, διώχνοντας τον κόσμο μακριά από τις κάλπες. Κι αν οι απερχόμενοι ηττώνται συστηματικά εδώ και τριάντα χρόνια, αυτό οφείλεται συχνά στο γεγονός ότι οι πρώην ψηφοφόροι τους προτίμησαν αυτήν τη φορά να απέχουν…
* Η Céline Braconnier και ο Jean-Yves Dormagen είναι καθηγητές Πολιτικής Επιστήμης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Saint-Germain-en Laye και στο Πανεπιστήμιο Montpellier-I αντίστοιχα. Συγγραφείς του «La Démocratie de l'abstention», Gallimard, Παρίσι, 2014.