Η «ταύτιση
με τον επιτιθέμενο», όρος της ψυχανάλυσης, προσδιορίζει την παθολογική
συμπεριφορά κάποιου που υιοθετεί πλήρως και πλειοδοτεί την επιθετική
συμπεριφορά κάποιου άλλου που τον αμφισβητεί μετωπικά. Από τα τέλη του
2009-10 είχε καταστεί σαφές ότι το πρόβλημα δεν ήταν το διαχειρίσιμο
-όπως απεδείχθη στη συνέχεια- κόστος της διάσωσης της Ελλάδας, αλλά η
άρνηση του Βερολίνου να εγγυηθεί για λογαριασμό του συνόλου της
Ευρωζώνης.
Με αυτούς τους όρους αντιμετώπισαν την Ελλάδα οι εταίροι μας από την αρχή, για τον ίδιο λόγο ο Σαρκοζί έδινε μάχη για στήριξη της Αθήνας την άνοιξη του 2010 και για τον ίδιο λόγο την υποβίβαζε με απαξιωτική φρασεολογία στις Κάνες στις αρχές Νοεμβρίου του 2011: στην αρχή η επείγουσα ανάγκη στήριξης της χώρας μας ήταν μοχλός πίεσης για να προσεγγίσει το Βερολίνο τις θέσεις της Γαλλίας, και στη συνέχεια παρενόχληση στους συμψηφισμούς και συμβιβασμούς που επεδίωκε το Παρίσι με τη Γερμανία.
Η μεγάλη ζημιά για την Αθήνα ήταν η ασυνείδητη υιοθέτηση από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της προσέγγισης της κρίσης ως «ελληνική εξαίρεση», που οδηγεί αυτόματα στην εξωπραγματική προσέγγιση «η Ελλάδα απέναντι στην Ευρωζώνη». Σήμερα γνωρίζουμε ότι η σκληρή αντίσταση της Μέρκελ την άνοιξη του 2010 για εγγυήσεις που θα απέτρεπαν την κρίση δανεισμού της Αθήνας αντικατόπτριζε τη συνολική απροθυμία της Γερμανίας να εγγυηθεί το αξιόχρεο της Ευρωζώνης συνολικά πριν επιβάλει τους δικούς της κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Σήμερα μαθαίνουμε ότι η αντίδραση Μέρκελ ? Σαρκοζί στο δημοψήφισμα που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν ήταν μόνο ο φόβος να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο με άλλες χώρες, αλλά η ανησυχία να τεθεί η Ιταλία εκτός αγορών με καταλύτη την αβεβαιότητα που θα πρόσθεταν οι εξελίξεις στη χώρα μας.
Στο ασφυκτικό πλαίσιο του Εμείς και η Ευρωζώνη, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι χειρίστηκαν τη δημοσιονομική κρίση της χώρας ως «εθνικό θέμα», μια ευρύτερη συνολική ελληνική παθογένεια που μας στερεί τη δυνατότητα να επηρεάσουμε συσχετισμούς που διαμορφώνουν άλλοι και τους οποίους μόνοι μας δεν μπορούμε να ανατρέψουμε.
Με αυτούς τους όρους αντιμετώπισαν την Ελλάδα οι εταίροι μας από την αρχή, για τον ίδιο λόγο ο Σαρκοζί έδινε μάχη για στήριξη της Αθήνας την άνοιξη του 2010 και για τον ίδιο λόγο την υποβίβαζε με απαξιωτική φρασεολογία στις Κάνες στις αρχές Νοεμβρίου του 2011: στην αρχή η επείγουσα ανάγκη στήριξης της χώρας μας ήταν μοχλός πίεσης για να προσεγγίσει το Βερολίνο τις θέσεις της Γαλλίας, και στη συνέχεια παρενόχληση στους συμψηφισμούς και συμβιβασμούς που επεδίωκε το Παρίσι με τη Γερμανία.
Η μεγάλη ζημιά για την Αθήνα ήταν η ασυνείδητη υιοθέτηση από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της προσέγγισης της κρίσης ως «ελληνική εξαίρεση», που οδηγεί αυτόματα στην εξωπραγματική προσέγγιση «η Ελλάδα απέναντι στην Ευρωζώνη». Σήμερα γνωρίζουμε ότι η σκληρή αντίσταση της Μέρκελ την άνοιξη του 2010 για εγγυήσεις που θα απέτρεπαν την κρίση δανεισμού της Αθήνας αντικατόπτριζε τη συνολική απροθυμία της Γερμανίας να εγγυηθεί το αξιόχρεο της Ευρωζώνης συνολικά πριν επιβάλει τους δικούς της κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Σήμερα μαθαίνουμε ότι η αντίδραση Μέρκελ ? Σαρκοζί στο δημοψήφισμα που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν ήταν μόνο ο φόβος να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο με άλλες χώρες, αλλά η ανησυχία να τεθεί η Ιταλία εκτός αγορών με καταλύτη την αβεβαιότητα που θα πρόσθεταν οι εξελίξεις στη χώρα μας.
Στο ασφυκτικό πλαίσιο του Εμείς και η Ευρωζώνη, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι χειρίστηκαν τη δημοσιονομική κρίση της χώρας ως «εθνικό θέμα», μια ευρύτερη συνολική ελληνική παθογένεια που μας στερεί τη δυνατότητα να επηρεάσουμε συσχετισμούς που διαμορφώνουν άλλοι και τους οποίους μόνοι μας δεν μπορούμε να ανατρέψουμε.