Αν διαβάσει κανείς οποιοδήποτε εγχειρίδιο
πολιτικής επιστήμης, θα διαπιστώσει ότι η ύπαρξη ισχυρής κοινωνίας
πολιτών αποτελεί συνάρτηση της δυναμικής παρουσίας μη κυβερνητικών
οργανώσεων (ΜΚΟ). Αυτή αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για τη
συσσώρευση κοινωνικού κεφαλαίου, καθώς και το ασφαλέστερο κριτήριο για
την ύπαρξη ενός εδραιωμένου δημοκρατικού πολιτεύματος. Στο κλασικό του
έργο «Η Δημοκρατία στην Αμερική», ο Αλέξις ντε Τοκβίλ εντοπίζει ακριβώς
στη ζωηρή κοινωνία των πολιτών την ειδοποιό ποιοτική διαφορά μεταξύ της
αμερικανικής πολιτείας και των ευρωπαϊκών ομολόγων της. Στις ημέρες μας,
η εθελοντική συμμετοχή των νέων στις κοινωφελείς δράσεις των ΜΚΟ
θεωρείται στον δυτικό κόσμο πολύτιμο εργαλείο κοινωνικοποιήσεως και
αυτονόητο συμπλήρωμα των πανεπιστημιακών σπουδών.
Πώς έφθασαν λοιπόν οι ΜΚΟ να θεωρούνται στην Ελλάδα συνώνυμες της διαφθοράς και της διασπαθίσεως δημοσίου χρήματος; Οι καταγγελίες για την ύπαρξη εκτεταμένης διαφθοράς στις χρηματοδοτήσεις του υπουργείου Εξωτερικών προς συγκεκριμένες ΜΚΟ δεν είναι πρωτοφανείς και δείχνουν να είναι τεκμηριωμένες. Η διαπλοκή μεταξύ κράτους και ΜΚΟ, ωστόσο, είναι κάθε άλλο παρά αναπόφευκτη παρεπόμενη συνέπεια της υπάρξεως των τελευταίων. Η ίδια η ιδέα της κρατικής χρηματοδοτήσεως των ΜΚΟ είναι προβληματική και υπονομεύει την εξισορροπητική λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών μεταξύ κράτους και πολιτών. Οι πραγματικά ανεξάρτητες ΜΚΟ είτε αποφεύγουν την κρατική χρηματοδότηση είτε τη διατηρούν σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι αδύνατον να θεωρηθεί μοχλός ασκήσεως επιρροής. Το αν η ανάπτυξη κάποιων ΜΚΟ ευνοήθηκε ακριβώς για να απομυζήσουν κρατικούς πόρους υπό συνθήκες ασφυκτικής πολιτικής πατρωνίας και διαπλοκής αφορά μάλλον την ελληνική εμπειρία και τη χαρακτηρίζει.
Η εξάρτηση των ΜΚΟ από το κράτος διευκολύνεται και από το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο διέπει τη λειτουργία και τη χρηματοδότησή τους στην Ελλάδα. Η απουσία των συνήθων στις δυτικές χώρες φορολογικών κινήτρων σχετικά με τις ιδιωτικές χορηγίες προς ΜΚΟ είναι χαρακτηριστική των κρατουσών αντιλήψεων που προτιμούν τις ΜΚΟ προσδεδεμένες στο άρμα των εκάστοτε κυβερνήσεων και εξαρτημένες από την κρατική χρηματοδότηση. Η θέσπιση καθεστώτος φοροαπαλλαγών, οι οποίες θα επέτρεπαν στους ιδιώτες να στηρίξουν τις οργανώσεις τις οποίες θεωρούν άριστες για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, θα αποτελούσε ζωτική χείρα βοηθείας για την εδραίωση και επέκταση των δραστηριοτήτων των επιτυχημένων ΜΚΟ.
Η χειραφέτηση, ωστόσο, των ΜΚΟ από τον κρατικό έλεγχο και η επιβράβευση των βελτίστων πρακτικών δεν συνάδει ούτε με τις κρατούσες κρατικιστικές αντιλήψεις ούτε με τα συμφέροντα των πολιτικών κομμάτων.Η αρνητική προδιάθεση έναντι των ΜΚΟ συνδέεται και με τη διάχυτη δυσπιστία έναντι του ρόλου του διεθνούς παράγοντα. Η ύπαρξη μιας διεθνούς κοινωνίας πολιτών, καθώς και ΜΚΟ με δράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, παραμένει για πολλούς σκάνδαλο και προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας. Η χρηματοδότηση δράσεων τοπικών ΜΚΟ από διεθνείς οργανώσεις συνδέεται σχεδόν αυτομάτως και χωρίς την ανάγκη περαιτέρω αποδείξεων με την εξυπηρέτηση αλλοτρίων σκοπών και τα συμφέροντα ξένων κρατών.
Η συλλήβδην απεικόνιση των ΜΚΟ ως εστιών ξενοδουλείας, διαφθοράς και πελατειακής συναλλαγής αδικεί την πλειονότητα των ΜΚΟ οι οποίες δεν ιδρύθηκαν την περίοδο των «παχιών αγελάδων», αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα μέσω ιδιωτικών χορηγιών και όχι εύνοιας στον κρατικό μηχανισμό, προσπαθούν να επιτελέσουν πολύτιμο κοινωνικό έργο μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Η δημοκρατία μας χρειάζεται ισχυρές και δραστήριες ΜΚΟ, χωρίς κρατικές ή άλλες εξαρτήσεις.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Πώς έφθασαν λοιπόν οι ΜΚΟ να θεωρούνται στην Ελλάδα συνώνυμες της διαφθοράς και της διασπαθίσεως δημοσίου χρήματος; Οι καταγγελίες για την ύπαρξη εκτεταμένης διαφθοράς στις χρηματοδοτήσεις του υπουργείου Εξωτερικών προς συγκεκριμένες ΜΚΟ δεν είναι πρωτοφανείς και δείχνουν να είναι τεκμηριωμένες. Η διαπλοκή μεταξύ κράτους και ΜΚΟ, ωστόσο, είναι κάθε άλλο παρά αναπόφευκτη παρεπόμενη συνέπεια της υπάρξεως των τελευταίων. Η ίδια η ιδέα της κρατικής χρηματοδοτήσεως των ΜΚΟ είναι προβληματική και υπονομεύει την εξισορροπητική λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών μεταξύ κράτους και πολιτών. Οι πραγματικά ανεξάρτητες ΜΚΟ είτε αποφεύγουν την κρατική χρηματοδότηση είτε τη διατηρούν σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι αδύνατον να θεωρηθεί μοχλός ασκήσεως επιρροής. Το αν η ανάπτυξη κάποιων ΜΚΟ ευνοήθηκε ακριβώς για να απομυζήσουν κρατικούς πόρους υπό συνθήκες ασφυκτικής πολιτικής πατρωνίας και διαπλοκής αφορά μάλλον την ελληνική εμπειρία και τη χαρακτηρίζει.
Η εξάρτηση των ΜΚΟ από το κράτος διευκολύνεται και από το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο διέπει τη λειτουργία και τη χρηματοδότησή τους στην Ελλάδα. Η απουσία των συνήθων στις δυτικές χώρες φορολογικών κινήτρων σχετικά με τις ιδιωτικές χορηγίες προς ΜΚΟ είναι χαρακτηριστική των κρατουσών αντιλήψεων που προτιμούν τις ΜΚΟ προσδεδεμένες στο άρμα των εκάστοτε κυβερνήσεων και εξαρτημένες από την κρατική χρηματοδότηση. Η θέσπιση καθεστώτος φοροαπαλλαγών, οι οποίες θα επέτρεπαν στους ιδιώτες να στηρίξουν τις οργανώσεις τις οποίες θεωρούν άριστες για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, θα αποτελούσε ζωτική χείρα βοηθείας για την εδραίωση και επέκταση των δραστηριοτήτων των επιτυχημένων ΜΚΟ.
Η χειραφέτηση, ωστόσο, των ΜΚΟ από τον κρατικό έλεγχο και η επιβράβευση των βελτίστων πρακτικών δεν συνάδει ούτε με τις κρατούσες κρατικιστικές αντιλήψεις ούτε με τα συμφέροντα των πολιτικών κομμάτων.Η αρνητική προδιάθεση έναντι των ΜΚΟ συνδέεται και με τη διάχυτη δυσπιστία έναντι του ρόλου του διεθνούς παράγοντα. Η ύπαρξη μιας διεθνούς κοινωνίας πολιτών, καθώς και ΜΚΟ με δράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, παραμένει για πολλούς σκάνδαλο και προνομιακό πεδίο για την ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας. Η χρηματοδότηση δράσεων τοπικών ΜΚΟ από διεθνείς οργανώσεις συνδέεται σχεδόν αυτομάτως και χωρίς την ανάγκη περαιτέρω αποδείξεων με την εξυπηρέτηση αλλοτρίων σκοπών και τα συμφέροντα ξένων κρατών.
Η συλλήβδην απεικόνιση των ΜΚΟ ως εστιών ξενοδουλείας, διαφθοράς και πελατειακής συναλλαγής αδικεί την πλειονότητα των ΜΚΟ οι οποίες δεν ιδρύθηκαν την περίοδο των «παχιών αγελάδων», αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα μέσω ιδιωτικών χορηγιών και όχι εύνοιας στον κρατικό μηχανισμό, προσπαθούν να επιτελέσουν πολύτιμο κοινωνικό έργο μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Η δημοκρατία μας χρειάζεται ισχυρές και δραστήριες ΜΚΟ, χωρίς κρατικές ή άλλες εξαρτήσεις.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.