Πίσω από όλες τις ηχηρές κραυγές, τα μεγάλα λόγια, τις φανταχτερές
εκφράσεις, τα πομπώδη συνθήματα για την υποτιθέμενη επερχόμενη αλλαγή
του ελληνικού οικονομικού υποδείγματος, φαίνεται να υπάρχει σκόπιμη (ή
και αθέλητη) απόκρυψη της «νέας» πραγματικότητας. Από τη γωνία
εμφανίζεται σιγά-σιγά η «νέα» οικονομική πραγματικότητα που αποτελεί
αντίγραφο της παλαιάς.Η προσεκτική ματιά ανακαλύπτει με ευκολία, ότι το πολυδιαφημιζόμενο
«νέο» οικονομικό υπόδειγμα το οποίο σιγά-σιγά αποκαλύπτεται δεν διαφέρει
σχεδόν σε τίποτε από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Προσοχή. Αυτό δεν
σημαίνει ότι δεν άλλαξαν όλα!!! Ακριβώς άλλαξαν όλα για να μείνουν όλα
τα ίδια όπως χαρακτηριστικά λέει ο πρίγκιπας di Lambedusa.
Οι αλλαγές που επήλθαν και συνεχίζουν να επέρχονται (οι περίφημες μεταρρυθμίσεις) έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει όλες τις σχέσεις οι οποίες αναφέρονται στην οικονομική διαδικασία. Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία σε καταστροφή παραγωγικού δυναμικού (κλείσιμο ή υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων, υψηλή ανεργία κτλ). Παρότι το καταβληθέν κόστος ευκαιρίας είναι υπέρμετρα υψηλό και καταστροφικό, θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει , με τεράστια ανεκτικότητα, ως κόστος της δημιουργικής καταστροφής.
Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντος, την αγορά εργασίας, τις αγορές επενδύσεων –αποταμιεύσεων και τις αγορές χρήματος έχει μεταβληθεί ολοκληρωτικά. Στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι η συμβολή τους στην ανάδυση ενός ποιοτικά διαφορετικού οικονομικού υποδείγματος το οποίο θα βασίζεται στην «νέα επιχειρηματικότητα», στην «εξωστρέφεια», στην «ενσωμάτωση νέων υψηλής στάθμης τεχνολογιών», αλλά και στην μεταλλαγή των υφισταμένων παραγωγικών μονάδων σε πλήρως ανταγωνιστικές ως προς το διεθνή ανταγωνισμό.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα θα έπρεπε να ανιχνεύονται σημάδια αυτής της ποιοτικής μεταλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος τόσο μικροοικονομικά δηλαδή στον επιχειρηματικό χώρο αλλά και μακροοικονομικά δηλαδή ενδυνάμωση των εξωστρεφών κλάδων, αύξηση των εξαγωγών με σαφή αλλαγή στο μείγμα των εξαγομένων προϊόντων (νέα προϊόντα, προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης τεχνολογίας, μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία κτλ). Παρά τις επίμονες προσπάθειες που καταβάλλουν, κυβέρνηση και συγκεκριμένα ΜΜΕ να πείσουν περί του αντιθέτου , δεν φαίνεται να υπάρχει , μέχρι σήμερα , κάτι που αξίζει να θεωρηθεί ως σημαντικό . Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται αλλά ακριβώς επειδή είναι μεμονωμένες δεν αποκτούν τη δυναμική που θα μπορούσαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Όμως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παράγει το ίδιο καλάθι προϊόντων και στους τρεις τομείς της.
Δεν αποτελεί είδηση ότι η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα , σύγχρονης τεχνολογίας η οποία μπορεί να παρασχεθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των ΑΞΕ τις οποίες επιχειρούν σε κάθε χώρα. Μάλιστα ο κύριος όγκος των ΑΞΕ πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίας .Οι χώρες όπου κατευθύνονται οι ΑΞΕ με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι ΑΞΕ αποτελούν δυσεύρετο είδος τα τελευταία σαράντα έτη. Δηλαδή πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις . Δεν είναι τυχαίο το ότι η ΤτΕ υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις εξελίξεις το 2014 αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα». Δηλαδή τίποτε δεν είναι βέβαιο σχετικά με νέες ΑΞΕ στην ελληνική οικονομία το 2014.
Αντιθέτως βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το μοτίβο της εισροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου (βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων τα οποία δεν ακινητοποιούνται ,ούτε εμπεριέχουν καμία τεχνολογία ώστε να επιδράσουν στην μεταβολή της παραγωγικής βάσης) εστιάζοντας για ακόμη μια φορά στον τραπεζικό τομέα. Ένα έργο το οποίο το έχουμε ξαναδεί πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα το οποίο σε αλληλεξάρτηση με τις «force» πολιτικές που αυτό συνεπάγεται οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα.
Στο χώρο της δημόσιας διοίκησης , η οποία υποτίθεται ότι αποτελούσε το απόλυτο βαρίδι στην αναπτυξιακή διαδικασία και συνεπώς σήκωσε σημαντικό κόστος των αλλαγών, υπάρχει έστω και ένας (φαντάζομαι εκτός από τον αρμόδιο υπουργό) ο οποίος να υποστηρίζει ότι επήλθε ποιοτική αλλαγή ; Ακόμη σήμερα οι επιλογές για τους επικεφαλείς στις κρατικές θέσεις , για να αναφέρουμε ένα θέμα του συρμού, γίνονται με βάση κατά πόσον τα πρόσωπα προς επιλογήν είναι φίλα προσκείμενα με τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία. (Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι είμαι ίσως ο μοναδικός ο οποίος θεωρεί ότι αυτό δεν πρόκειται να μεταβληθεί , όπως δεν μεταβλήθηκε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους).
Στην Ελλάδα με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτεύχθηκε μόνο η ποσοτική μείωση των του εισοδήματος (25,0%) και κατ’ αναλογία η μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων (από 30 έως 40,0%) , μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας που είχε δημιουργηθεί μέσω του δημόσιου δανεισμού και η οποία δεν μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτηθεί.
Η παραγωγική βάση της οικονομίας αφέθηκε στο έλεος των συνεπειών αυτών των επιλογών , χωρίς καμία κατεύθυνση , χωρίς καμία καθοδήγηση , χωρίς κανένα προσανατολισμό χωρίς καμία βοήθεια, να βρει μόνη της το δρόμο της διεξόδου.
Σύμφωνα με όσα ισχύουν σε όλες τις θεσμικές (αλλά και φυσικές) οντότητες , αν δεν υπάρξει επιλεκτική καθοδήγηση αυτό που θα αναζητήσουν οι περισσότερες από αυτές τις οντότητες είναι το οικείο, το γνωστό, αυτό που επί χρόνια έχουν συνηθίσει να πορεύονται. Όλοι γνωρίζουμε ποιο είναι το οικείο στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε το ζούμε παρατηρώντας τα δεκάδες καφέ – αρτοποιεία – σουβλατζίδικα που κατακλύζουν τις κεντρικές περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο. Ενώ κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αποχωρούν από την χώρα γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κόστος ενέργειας ή με το αντίστοιχο του χρήματος.
Η κυβέρνηση επιζητά την επέκταση της φορολογικής βάσης ώστε να ανταπεξέλθει στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις πρωτογενών πλεονασμάτων. Την επέκταση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωταρχικά και μετά μανίας να επιδιώκει. Αυτό όμως απαιτεί παραίτηση από τη γνωστή θέση «θα τα κάνει μόνη της η αγορά» διότι απλούστατα εν τοις πράγμασι «η αγορά δεν μπορεί να τα κάνει όλα». Η ίδια η παραγωγή όλο και υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων συναρτάται αρνητικά με την επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικής βάσης. Τούτο αποτελεί ίσως τη μοναδική αλήθεια η οποία γίνεται αποδεκτή παγκοίνως . Εκτός αν υπάρξει συγκυριακά τέτοια εισροή ΑΞΕ οι οποίες θα εξασφαλίσουν την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας χωρίς την άμεση βοήθεια των δημοσίων επενδύσεων.
Όπως έγινε στην Τουρκία την περίοδο 2002-2013 . Όπως έγινε στη Βραζιλία την ίδια περίοδο. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπορεί να συμβεί διότι δεν υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις για πολλούς λόγους. Άλλωστε είμαστε μάρτυρες αυτής της πραγματικότητας. Μάλιστα με πολλές από τις «μεταρρυθμίσεις» που προωθούνται υπάρχει περαιτέρω κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο η παραγωγική βάση της οικονομίας και μάλιστα σε κλάδους που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αναπτυχθούν (βλέπε παραγωγή γάλακτος). Η τυφλή προσήλωση στις «ανάγκες» του καταναλωτή σε ένα περιβάλλον έντονης ανισομερούς ανάπτυξης των οικονομιών είναι γνωστό ότι εξυπηρετεί την δυνατότερη οικονομία με βάση τους γνωστούς μηχανισμούς που διαθέτει. Η παραπάνω τυφλή προσήλωση μετατρέπεται σε απόλυτο ιδεολόγημα, όταν αποσπάται παντελώς από την πάγια και ιστορική θέση ότι καμία χώρα του κόσμου δεν αναπτύσσεται σε καθεστώς υποτιθέμενου απολύτου «ελευθέρου» εμπορίου διότι απλούστατα κάτι τέτοιο δεν έχει υπάρξει στην ιστορία της οικονομίας των τελευταίων τριών αιώνων για να περιοριστούμε στην περίοδο της νεωτερικότητας. Ουσιαστικά θα πρόκειται για μια υποταγής χωρίς καμία αντίσταση στα ξένα κελεύσματα.
Κώστας Μελάς-
Οι αλλαγές που επήλθαν και συνεχίζουν να επέρχονται (οι περίφημες μεταρρυθμίσεις) έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει όλες τις σχέσεις οι οποίες αναφέρονται στην οικονομική διαδικασία. Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία σε καταστροφή παραγωγικού δυναμικού (κλείσιμο ή υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων, υψηλή ανεργία κτλ). Παρότι το καταβληθέν κόστος ευκαιρίας είναι υπέρμετρα υψηλό και καταστροφικό, θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει , με τεράστια ανεκτικότητα, ως κόστος της δημιουργικής καταστροφής.
Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές προϊόντος, την αγορά εργασίας, τις αγορές επενδύσεων –αποταμιεύσεων και τις αγορές χρήματος έχει μεταβληθεί ολοκληρωτικά. Στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι η συμβολή τους στην ανάδυση ενός ποιοτικά διαφορετικού οικονομικού υποδείγματος το οποίο θα βασίζεται στην «νέα επιχειρηματικότητα», στην «εξωστρέφεια», στην «ενσωμάτωση νέων υψηλής στάθμης τεχνολογιών», αλλά και στην μεταλλαγή των υφισταμένων παραγωγικών μονάδων σε πλήρως ανταγωνιστικές ως προς το διεθνή ανταγωνισμό.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα θα έπρεπε να ανιχνεύονται σημάδια αυτής της ποιοτικής μεταλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος τόσο μικροοικονομικά δηλαδή στον επιχειρηματικό χώρο αλλά και μακροοικονομικά δηλαδή ενδυνάμωση των εξωστρεφών κλάδων, αύξηση των εξαγωγών με σαφή αλλαγή στο μείγμα των εξαγομένων προϊόντων (νέα προϊόντα, προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης τεχνολογίας, μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία κτλ). Παρά τις επίμονες προσπάθειες που καταβάλλουν, κυβέρνηση και συγκεκριμένα ΜΜΕ να πείσουν περί του αντιθέτου , δεν φαίνεται να υπάρχει , μέχρι σήμερα , κάτι που αξίζει να θεωρηθεί ως σημαντικό . Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται αλλά ακριβώς επειδή είναι μεμονωμένες δεν αποκτούν τη δυναμική που θα μπορούσαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Όμως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παράγει το ίδιο καλάθι προϊόντων και στους τρεις τομείς της.
Δεν αποτελεί είδηση ότι η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα , σύγχρονης τεχνολογίας η οποία μπορεί να παρασχεθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των ΑΞΕ τις οποίες επιχειρούν σε κάθε χώρα. Μάλιστα ο κύριος όγκος των ΑΞΕ πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίας .Οι χώρες όπου κατευθύνονται οι ΑΞΕ με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι ΑΞΕ αποτελούν δυσεύρετο είδος τα τελευταία σαράντα έτη. Δηλαδή πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις . Δεν είναι τυχαίο το ότι η ΤτΕ υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις εξελίξεις το 2014 αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα». Δηλαδή τίποτε δεν είναι βέβαιο σχετικά με νέες ΑΞΕ στην ελληνική οικονομία το 2014.
Αντιθέτως βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το μοτίβο της εισροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου (βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων τα οποία δεν ακινητοποιούνται ,ούτε εμπεριέχουν καμία τεχνολογία ώστε να επιδράσουν στην μεταβολή της παραγωγικής βάσης) εστιάζοντας για ακόμη μια φορά στον τραπεζικό τομέα. Ένα έργο το οποίο το έχουμε ξαναδεί πολύ πρόσφατα στην Ελλάδα το οποίο σε αλληλεξάρτηση με τις «force» πολιτικές που αυτό συνεπάγεται οδήγησε στα γνωστά αποτελέσματα.
Στο χώρο της δημόσιας διοίκησης , η οποία υποτίθεται ότι αποτελούσε το απόλυτο βαρίδι στην αναπτυξιακή διαδικασία και συνεπώς σήκωσε σημαντικό κόστος των αλλαγών, υπάρχει έστω και ένας (φαντάζομαι εκτός από τον αρμόδιο υπουργό) ο οποίος να υποστηρίζει ότι επήλθε ποιοτική αλλαγή ; Ακόμη σήμερα οι επιλογές για τους επικεφαλείς στις κρατικές θέσεις , για να αναφέρουμε ένα θέμα του συρμού, γίνονται με βάση κατά πόσον τα πρόσωπα προς επιλογήν είναι φίλα προσκείμενα με τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία. (Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι είμαι ίσως ο μοναδικός ο οποίος θεωρεί ότι αυτό δεν πρόκειται να μεταβληθεί , όπως δεν μεταβλήθηκε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους).
Στην Ελλάδα με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτεύχθηκε μόνο η ποσοτική μείωση των του εισοδήματος (25,0%) και κατ’ αναλογία η μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων (από 30 έως 40,0%) , μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας που είχε δημιουργηθεί μέσω του δημόσιου δανεισμού και η οποία δεν μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτηθεί.
Η παραγωγική βάση της οικονομίας αφέθηκε στο έλεος των συνεπειών αυτών των επιλογών , χωρίς καμία κατεύθυνση , χωρίς καμία καθοδήγηση , χωρίς κανένα προσανατολισμό χωρίς καμία βοήθεια, να βρει μόνη της το δρόμο της διεξόδου.
Σύμφωνα με όσα ισχύουν σε όλες τις θεσμικές (αλλά και φυσικές) οντότητες , αν δεν υπάρξει επιλεκτική καθοδήγηση αυτό που θα αναζητήσουν οι περισσότερες από αυτές τις οντότητες είναι το οικείο, το γνωστό, αυτό που επί χρόνια έχουν συνηθίσει να πορεύονται. Όλοι γνωρίζουμε ποιο είναι το οικείο στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε το ζούμε παρατηρώντας τα δεκάδες καφέ – αρτοποιεία – σουβλατζίδικα που κατακλύζουν τις κεντρικές περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο. Ενώ κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αποχωρούν από την χώρα γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να ασχοληθεί με το κόστος ενέργειας ή με το αντίστοιχο του χρήματος.
Η κυβέρνηση επιζητά την επέκταση της φορολογικής βάσης ώστε να ανταπεξέλθει στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις πρωτογενών πλεονασμάτων. Την επέκταση της παραγωγικής βάσης θα έπρεπε πρωταρχικά και μετά μανίας να επιδιώκει. Αυτό όμως απαιτεί παραίτηση από τη γνωστή θέση «θα τα κάνει μόνη της η αγορά» διότι απλούστατα εν τοις πράγμασι «η αγορά δεν μπορεί να τα κάνει όλα». Η ίδια η παραγωγή όλο και υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων συναρτάται αρνητικά με την επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικής βάσης. Τούτο αποτελεί ίσως τη μοναδική αλήθεια η οποία γίνεται αποδεκτή παγκοίνως . Εκτός αν υπάρξει συγκυριακά τέτοια εισροή ΑΞΕ οι οποίες θα εξασφαλίσουν την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας χωρίς την άμεση βοήθεια των δημοσίων επενδύσεων.
Όπως έγινε στην Τουρκία την περίοδο 2002-2013 . Όπως έγινε στη Βραζιλία την ίδια περίοδο. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπορεί να συμβεί διότι δεν υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις για πολλούς λόγους. Άλλωστε είμαστε μάρτυρες αυτής της πραγματικότητας. Μάλιστα με πολλές από τις «μεταρρυθμίσεις» που προωθούνται υπάρχει περαιτέρω κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο η παραγωγική βάση της οικονομίας και μάλιστα σε κλάδους που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να αναπτυχθούν (βλέπε παραγωγή γάλακτος). Η τυφλή προσήλωση στις «ανάγκες» του καταναλωτή σε ένα περιβάλλον έντονης ανισομερούς ανάπτυξης των οικονομιών είναι γνωστό ότι εξυπηρετεί την δυνατότερη οικονομία με βάση τους γνωστούς μηχανισμούς που διαθέτει. Η παραπάνω τυφλή προσήλωση μετατρέπεται σε απόλυτο ιδεολόγημα, όταν αποσπάται παντελώς από την πάγια και ιστορική θέση ότι καμία χώρα του κόσμου δεν αναπτύσσεται σε καθεστώς υποτιθέμενου απολύτου «ελευθέρου» εμπορίου διότι απλούστατα κάτι τέτοιο δεν έχει υπάρξει στην ιστορία της οικονομίας των τελευταίων τριών αιώνων για να περιοριστούμε στην περίοδο της νεωτερικότητας. Ουσιαστικά θα πρόκειται για μια υποταγής χωρίς καμία αντίσταση στα ξένα κελεύσματα.
Κώστας Μελάς-