ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΠΑΡΣΕΝΟΣ*- Το βιβλίο του Ρόμπερτ Εντσελ «Μνημείων άνδρες» μετέφερε, με
τον ίδιο τίτλο, πρόσφατα στον κινηματογράφο ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Στη
φωτογραφία, σκηνή από την ταινία.ROBERT EDSEL -The Monuments Men-εκδ. Back Bay Books, σελ. 473
Αν είχε διαβάσει κανείς το βιβλίο «Μνημείων άνδρες», που μετέφερε
πρόσφατα στον κινηματογράφο ο Τζορτζ Κλούνεϊ, δεν θα ξαφνιαζόταν από τη
δήλωση του γνωστού Αμερικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη υπέρ της επιστροφής
των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Γιατί το βιβλίο του Ρόμπερτ
Εντσελ περιγράφει τις υπεράνθρωπες προσπάθειες μιας μικρής ομάδας ανδρών
και μιας γυναίκας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να διασώσουν την πολιτιστική
κληρονομιά της Ευρώπης από τη λεηλασία των ναζί. Βασισμένο στην
αλληλογραφία και τις αναμνήσεις των πρωταγωνιστών της επιχείρησης, σε
γερμανικά έγγραφα και σε αρχεία αρκετών χωρών, το βιβλίο καλύπτει κυρίως
την περίοδο που εκτείνεται λίγο πριν από την απόβαση των Συμμάχων στη
Νορμανδία (Ιούνιος 1944) μέχρι την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας
(Μάιος 1945). Επικεντρώνεται στη δράση επτά Αμερικανών χαμηλόβαθμων
στρατιωτικών και ενός Βρετανού ταγματάρχη, καθώς και στη βοήθεια που
τους προσέφεραν δύο Γάλλοι, για τον εντοπισμό και τη διάσωση έργων
τέχνης σε Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία και Αυστρία.
Μόλις τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά την αμερικανική εισβολή στην Ιταλία, ο πρόεδρος Ρούσβελτ διόρισε μια «Επιτροπή για τη Διάσωση των Καλλιτεχνικών και Ιστορικών Μνημείων στην Ευρώπη» και στο τέλος της χρονιάς συστάθηκε η υποεπιτροπή «Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων» (MFAA), ως κοινή επιχείρηση ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας. Μετά τη Νορμανδία, αποφασίστηκε ότι τις συμμαχικές δυνάμεις του ενός εκατομμυρίου ανδρών θα συνοδεύει μια ολιγομελής διμοιρία 15 ανδρών της MFAA. Εξήντα «Μνημείων άνδρες» υπηρέτησαν στην Ευρώπη και συνολικά 350 άτομα από 13 χώρες ενεπλάκησαν μετά τον πόλεμο στην επιστροφή των έργων τέχνης στις χώρες καταγωγής τους, διαδικασία που διήρκεσε έξι χρόνια.
Καθώς το μέτωπο του πολέμου μετακινείται από Γαλλία προς Γερμανία, ο αναγνώστης συμπάσχει με τους «Μνημείων άνδρες», καθώς εναλλάσσονται τα συναισθήματα άγχους, ευφορίας, απογοήτευσης και προσδοκίας στην αναζήτηση του κλεμμένου θησαυρού, που είναι κρυμμένος σε ορυχεία, μοναστήρια, υπόγεια και αποθήκες. Ενας Βρετανός ταγματάρχης και επτά Αμερικανοί, κατώτεροι αξιωματικοί και στρατιώτες, μεταξύ των οποίων τρεις Εβραίοι, απομονωμένοι, χωρίς οχήματα, βοηθητικό προσωπικό και μηχανικό εξοπλισμό, οπλισμένοι με χάρτες και καταλόγους τέχνης, αλλά κυρίως με την αφοσίωση σε έναν δίκαιο αγώνα, δίνουν μάχες για να πείσουν διοικητές που τους απασχολεί η επικράτηση στα πολεμικά πεδία ότι και η δική τους αποστολή είναι εξίσου σημαντική. Οχυρώνονται πίσω από τη διαταγή του ανώτατου διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων της Ευρώπης στρατηγού Αϊζενχάουερ να αποφευχθεί κατά το δυνατόν η καταστροφή σημαντικών μνημείων, χωρίς πάντως αυτή η εντολή να εφαρμοσθεί στην ισοπέδωση του ιστορικού μοναστηριού στο Μόντε Κασίνο στην Κεντρική Ιταλία ή στον ανελέητο βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων.
Βοήθεια από τον... εχθρό
Με μεθοδικότητα οργώνουν τα απελευθερωμένα εδάφη για να διασώσουν τη συνέχεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και στο Παρίσι βρίσκουν πολύτιμη αρωγή από τον διευθυντή των Γαλλικών Εθνικών Μουσείων, που έχει προστατεύσει τις συλλογές των κρατικών μουσείων, καθώς και από μια άσημη υπάλληλο του Μουσείου Ζε ντε Πομ, η οποία με κίνδυνο της ζωής της καταγράφει συστηματικά τις κινήσεις των Γερμανών οι οποίοι συγκεντρώνουν εκεί 22.000 έργα τέχνης από τις συλλογές πλούσιων Εβραίων με προορισμό τον υπαρχηγό του Γ΄ Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ. Εκτός από την τύχη που τους χαμογελά ενίοτε, οι «Μνημείων άνδρες» ανακαλύπτουν και μια ανέλπιστη βοήθεια από τον εχθρό, καθώς οι σχολαστικοί Γερμανοί κρατούσαν λεπτομερή στοιχεία για τα προϊόντα του σφετερισμού τους, πολύτιμα εργαλεία για τον εντοπισμό τους.
Ο συγγραφέας μάς οδηγεί τον Απρίλιο του 1945 στα έγκατα του αλατωρυχείου Μέρκερς, στην Κεντρική Γερμανία, όπου είχε κρυφτεί ο χρυσός της Γερμανίας και χιλιάδες έργα τέχνης. Τον επόμενο μήνα η αγωνία κορυφώνεται στο κάστρο Νοϊσβανστάιν στη Βαυαρία, όπου είχαν αποθηκευθεί οι γαλλικοί θησαυροί, και στο αλατωρυχείο της αυστριακής κωμόπολης Αλτάουσε, όπου είχαν μεταφερθεί τα λάφυρα του Χίτλερ, που προορίζονταν για το «Μουσείο του Φύρερ» στο Λιντς. Τα ορυχεία προσέφεραν ασφαλή τόπο φύλαξης εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, παγιδευμένα αρκετές φορές με εκρηκτικά. Οι «Μνημείων άνδρες» αποδύονταν σε αγώνα δρόμου όχι μόνο για να διασώσουν έργα τέχνης πριν εξαφανισθούν από τους ναζί στη λογική «της καμένης γης», αλλά και για να προλάβουν τον Κόκκινο Στρατό, που και αυτός διέθετε τη δική του «ταξιαρχία τροπαίων», με παρόμοια αποστολή.
Υπολογίζεται ότι πέντε εκατομμύρια έργα τέχνης και άλλα πολύτιμα αντικείμενα λεηλατήθηκαν από τους ναζί. Από αυτά, εκατοντάδες χιλιάδες εξαφανίσθηκαν, χιλιάδες καταστράφηκαν ως δείγματα της «εκφυλισμένης τέχνης», πολλά κατέληξαν σε μουσεία και γκαλερί χωρίς να αποδοθούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Το έργο των «ηρώων πολιτισμού» καλύφθηκε από την «ομίχλη της Ιστορίας», δεν έλαβε τη δημοσιότητα που του άξιζε, ίσως γιατί και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ (από τους οκτώ πρωταγωνιστές, ο Βρετανός ταγματάρχης και ένας Αμερικανός λοχαγός σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, στη Γερμανία).
Οι πράξεις τους αναγνωρίσθηκαν δημόσια δεκαετίες αργότερα, αλλά η σύσταση ενός μονίμου «σώματος συντηρητών» στον στρατό, που εισηγούνταν αυτοί οι βετεράνοι, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, με οδυνηρά αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε και στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, όταν λεηλατήθηκαν χιλιάδες έργα τέχνης από το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη. Τότε, ένας Ελληνοαμερικανός, ο έφεδρος συνταγματάρχης των Πεζοναυτών Ματθαίος Βογδάνος, με πάθος και μεθοδικότητα, όπως οι συνάδελφοί του πριν από 60 χρόνια, πρωτοστάτησε στην ανάκτηση μεγάλου μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ιράκ.
* O κ. Αχ. Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.
Μόλις τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά την αμερικανική εισβολή στην Ιταλία, ο πρόεδρος Ρούσβελτ διόρισε μια «Επιτροπή για τη Διάσωση των Καλλιτεχνικών και Ιστορικών Μνημείων στην Ευρώπη» και στο τέλος της χρονιάς συστάθηκε η υποεπιτροπή «Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων» (MFAA), ως κοινή επιχείρηση ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας. Μετά τη Νορμανδία, αποφασίστηκε ότι τις συμμαχικές δυνάμεις του ενός εκατομμυρίου ανδρών θα συνοδεύει μια ολιγομελής διμοιρία 15 ανδρών της MFAA. Εξήντα «Μνημείων άνδρες» υπηρέτησαν στην Ευρώπη και συνολικά 350 άτομα από 13 χώρες ενεπλάκησαν μετά τον πόλεμο στην επιστροφή των έργων τέχνης στις χώρες καταγωγής τους, διαδικασία που διήρκεσε έξι χρόνια.
Καθώς το μέτωπο του πολέμου μετακινείται από Γαλλία προς Γερμανία, ο αναγνώστης συμπάσχει με τους «Μνημείων άνδρες», καθώς εναλλάσσονται τα συναισθήματα άγχους, ευφορίας, απογοήτευσης και προσδοκίας στην αναζήτηση του κλεμμένου θησαυρού, που είναι κρυμμένος σε ορυχεία, μοναστήρια, υπόγεια και αποθήκες. Ενας Βρετανός ταγματάρχης και επτά Αμερικανοί, κατώτεροι αξιωματικοί και στρατιώτες, μεταξύ των οποίων τρεις Εβραίοι, απομονωμένοι, χωρίς οχήματα, βοηθητικό προσωπικό και μηχανικό εξοπλισμό, οπλισμένοι με χάρτες και καταλόγους τέχνης, αλλά κυρίως με την αφοσίωση σε έναν δίκαιο αγώνα, δίνουν μάχες για να πείσουν διοικητές που τους απασχολεί η επικράτηση στα πολεμικά πεδία ότι και η δική τους αποστολή είναι εξίσου σημαντική. Οχυρώνονται πίσω από τη διαταγή του ανώτατου διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων της Ευρώπης στρατηγού Αϊζενχάουερ να αποφευχθεί κατά το δυνατόν η καταστροφή σημαντικών μνημείων, χωρίς πάντως αυτή η εντολή να εφαρμοσθεί στην ισοπέδωση του ιστορικού μοναστηριού στο Μόντε Κασίνο στην Κεντρική Ιταλία ή στον ανελέητο βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων.
Βοήθεια από τον... εχθρό
Με μεθοδικότητα οργώνουν τα απελευθερωμένα εδάφη για να διασώσουν τη συνέχεια του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και στο Παρίσι βρίσκουν πολύτιμη αρωγή από τον διευθυντή των Γαλλικών Εθνικών Μουσείων, που έχει προστατεύσει τις συλλογές των κρατικών μουσείων, καθώς και από μια άσημη υπάλληλο του Μουσείου Ζε ντε Πομ, η οποία με κίνδυνο της ζωής της καταγράφει συστηματικά τις κινήσεις των Γερμανών οι οποίοι συγκεντρώνουν εκεί 22.000 έργα τέχνης από τις συλλογές πλούσιων Εβραίων με προορισμό τον υπαρχηγό του Γ΄ Ράιχ, Χέρμαν Γκέρινγκ. Εκτός από την τύχη που τους χαμογελά ενίοτε, οι «Μνημείων άνδρες» ανακαλύπτουν και μια ανέλπιστη βοήθεια από τον εχθρό, καθώς οι σχολαστικοί Γερμανοί κρατούσαν λεπτομερή στοιχεία για τα προϊόντα του σφετερισμού τους, πολύτιμα εργαλεία για τον εντοπισμό τους.
Ο συγγραφέας μάς οδηγεί τον Απρίλιο του 1945 στα έγκατα του αλατωρυχείου Μέρκερς, στην Κεντρική Γερμανία, όπου είχε κρυφτεί ο χρυσός της Γερμανίας και χιλιάδες έργα τέχνης. Τον επόμενο μήνα η αγωνία κορυφώνεται στο κάστρο Νοϊσβανστάιν στη Βαυαρία, όπου είχαν αποθηκευθεί οι γαλλικοί θησαυροί, και στο αλατωρυχείο της αυστριακής κωμόπολης Αλτάουσε, όπου είχαν μεταφερθεί τα λάφυρα του Χίτλερ, που προορίζονταν για το «Μουσείο του Φύρερ» στο Λιντς. Τα ορυχεία προσέφεραν ασφαλή τόπο φύλαξης εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης, παγιδευμένα αρκετές φορές με εκρηκτικά. Οι «Μνημείων άνδρες» αποδύονταν σε αγώνα δρόμου όχι μόνο για να διασώσουν έργα τέχνης πριν εξαφανισθούν από τους ναζί στη λογική «της καμένης γης», αλλά και για να προλάβουν τον Κόκκινο Στρατό, που και αυτός διέθετε τη δική του «ταξιαρχία τροπαίων», με παρόμοια αποστολή.
Υπολογίζεται ότι πέντε εκατομμύρια έργα τέχνης και άλλα πολύτιμα αντικείμενα λεηλατήθηκαν από τους ναζί. Από αυτά, εκατοντάδες χιλιάδες εξαφανίσθηκαν, χιλιάδες καταστράφηκαν ως δείγματα της «εκφυλισμένης τέχνης», πολλά κατέληξαν σε μουσεία και γκαλερί χωρίς να αποδοθούν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Το έργο των «ηρώων πολιτισμού» καλύφθηκε από την «ομίχλη της Ιστορίας», δεν έλαβε τη δημοσιότητα που του άξιζε, ίσως γιατί και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλό προφίλ (από τους οκτώ πρωταγωνιστές, ο Βρετανός ταγματάρχης και ένας Αμερικανός λοχαγός σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, στη Γερμανία).
Οι πράξεις τους αναγνωρίσθηκαν δημόσια δεκαετίες αργότερα, αλλά η σύσταση ενός μονίμου «σώματος συντηρητών» στον στρατό, που εισηγούνταν αυτοί οι βετεράνοι, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, με οδυνηρά αποτελέσματα, όπως αποδείχθηκε και στον πόλεμο του Ιράκ το 2003, όταν λεηλατήθηκαν χιλιάδες έργα τέχνης από το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη. Τότε, ένας Ελληνοαμερικανός, ο έφεδρος συνταγματάρχης των Πεζοναυτών Ματθαίος Βογδάνος, με πάθος και μεθοδικότητα, όπως οι συνάδελφοί του πριν από 60 χρόνια, πρωτοστάτησε στην ανάκτηση μεγάλου μέρους της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ιράκ.
* O κ. Αχ. Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.