Του Τάσου Παππά Τα τελευταία σαράντα χρόνια το πολιτικό σύστημα μόνο μία φορά ζήτησε
από τον ελληνικό λαό να τοποθετηθεί με δημοψήφισμα για ένα κρίσιμο θέμα
που αφορούσε το μέλλον του. Ηταν το 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος.
Τότε η επιλογή του δημοψηφίσματος χαρακτηρίστηκε από τις κυρίαρχες
δυνάμεις πολιτικά επιβεβλημένη και θεσμικά σωστή. Επρεπε ο λαός να
αποφασίσει αν ήθελε βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία. Οι πολίτες δεν
ρωτήθηκαν όμως ούτε για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ούτε για τη
συμμετοχή της στην ΟΝΕ ούτε βεβαίως για το Μνημόνιο. Θέματα, δηλαδή,
υψίστης σημασίας για την πορεία της χώρας.
Κι αν στις περιπτώσεις της ΕΟΚ και της ΟΝΕ μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι βρίσκονταν στην πρώτη θέση της ατζέντας των κομμάτων που κυβερνούσαν και συνεπώς η υποστήριξη δόθηκε εμμέσως με την πριμοδότησή τους από το εκλογικό σώμα στις εθνικές εκλογές που είχαν προηγηθεί, για το ζήτημα του Μνημονίου το έλλειμμα νομιμοποίησης ήταν εκκωφαντικό, για τον απλούστατο λόγο ότι το κόμμα που εξελέγη (το ΠΑΣΟΚ) άλλα έλεγε προεκλογικά και τα εντελώς αντίθετα έκανε ένα χρόνο μετά τη νίκη του το 2009.
Ηταν υποχρεωμένο, λοιπόν, να προσφύγει στον λαό είτε με νέες εκλογές είτε με δημοψήφισμα. Ούτε το ένα έκανε ούτε το άλλο. Τα λέμε όλα αυτά επειδή ο γνωστός συνασπισμός συμφερόντων (δικομματικό μπλοκ, μιντιακά δίκτυα) επιτέθηκε στο κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκη, ο οποίος σε ομιλία του είπε ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όταν βρεθεί απέναντι σ’ ένα σκληρό δίλημμα δεν πρέπει να αποφασίσει μόνη της αλλά οφείλει να προσφύγει στον λαό: «Τα όποια διλήμματα θα πρέπει να τα συζητήσουμε με τον λαό. Εκλογές, ίσως, προσφυγή στη Βουλή ή δημοψήφισμα, όλα είναι υπό συζήτηση». Συνιστά αυτό έγκλημα καθοσιώσεως; Παραβίαση της δημοκρατικής λογικής; Απόπειρα χειραγώγησης; Το ότι μια εκλεγμένη κυβέρνηση απευθύνεται στον λαό, καλώντας τον να διαλέξει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί στις νέες συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί και αφού θα έχει προηγηθεί εξαντλητικός δημόσιος διάλογος, δεν αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας;
Προφανώς είναι μια πρακτική που δεν ταιριάζει στο μοντέλο της «φασκιωμένης δημοκρατίας» που έχουν στο μυαλό τους και το οποίο προσπαθούν να επιβάλουν με κάθε μέσο οι «σωτήρες» της χώρας. Τα πράγματα γι’ αυτούς είναι απλά: όταν δεν είμαστε σίγουροι για την κρίση του λαού, δεν τον ρωτάμε. Αποφασίζουμε εμείς για λογαριασμό του. Κι αν η υπόθεση στραβώσει, εφαρμόζουμε τη γνωστή συνταγή της διάχυσης της ευθύνης. Η απάντηση είναι έτοιμη: «Μαζί (ηγεσίες και λαός) καταστρέψαμε την πατρίδα».
Κι αν στις περιπτώσεις της ΕΟΚ και της ΟΝΕ μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι βρίσκονταν στην πρώτη θέση της ατζέντας των κομμάτων που κυβερνούσαν και συνεπώς η υποστήριξη δόθηκε εμμέσως με την πριμοδότησή τους από το εκλογικό σώμα στις εθνικές εκλογές που είχαν προηγηθεί, για το ζήτημα του Μνημονίου το έλλειμμα νομιμοποίησης ήταν εκκωφαντικό, για τον απλούστατο λόγο ότι το κόμμα που εξελέγη (το ΠΑΣΟΚ) άλλα έλεγε προεκλογικά και τα εντελώς αντίθετα έκανε ένα χρόνο μετά τη νίκη του το 2009.
Ηταν υποχρεωμένο, λοιπόν, να προσφύγει στον λαό είτε με νέες εκλογές είτε με δημοψήφισμα. Ούτε το ένα έκανε ούτε το άλλο. Τα λέμε όλα αυτά επειδή ο γνωστός συνασπισμός συμφερόντων (δικομματικό μπλοκ, μιντιακά δίκτυα) επιτέθηκε στο κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκη, ο οποίος σε ομιλία του είπε ότι μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ όταν βρεθεί απέναντι σ’ ένα σκληρό δίλημμα δεν πρέπει να αποφασίσει μόνη της αλλά οφείλει να προσφύγει στον λαό: «Τα όποια διλήμματα θα πρέπει να τα συζητήσουμε με τον λαό. Εκλογές, ίσως, προσφυγή στη Βουλή ή δημοψήφισμα, όλα είναι υπό συζήτηση». Συνιστά αυτό έγκλημα καθοσιώσεως; Παραβίαση της δημοκρατικής λογικής; Απόπειρα χειραγώγησης; Το ότι μια εκλεγμένη κυβέρνηση απευθύνεται στον λαό, καλώντας τον να διαλέξει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθηθεί στις νέες συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί και αφού θα έχει προηγηθεί εξαντλητικός δημόσιος διάλογος, δεν αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατίας;
Προφανώς είναι μια πρακτική που δεν ταιριάζει στο μοντέλο της «φασκιωμένης δημοκρατίας» που έχουν στο μυαλό τους και το οποίο προσπαθούν να επιβάλουν με κάθε μέσο οι «σωτήρες» της χώρας. Τα πράγματα γι’ αυτούς είναι απλά: όταν δεν είμαστε σίγουροι για την κρίση του λαού, δεν τον ρωτάμε. Αποφασίζουμε εμείς για λογαριασμό του. Κι αν η υπόθεση στραβώσει, εφαρμόζουμε τη γνωστή συνταγή της διάχυσης της ευθύνης. Η απάντηση είναι έτοιμη: «Μαζί (ηγεσίες και λαός) καταστρέψαμε την πατρίδα».