Οι εθνικές επέτειοι είναι ευκαιρίες εθνικής αναζωογόνησης και
ανατροφοδότησης. Πρέπει να είναι και αφορμές για να απαλλαγούμε από την
παραίτηση και να ξεφύγουμε από τη μιζέρια και τη γελοιότητα. Οι εθνικές
επέτειοι είναι η μοναδική ευκαιρία για να αιμοδοτήσουμε και πάλιν τη
σκέψη, την καρδιά και την ψυχή μας με τα νάματα και τα κατορθώματα των
ηρώων και αγωνιστών. Κυρίως, είναι η ώρα που, ενώπιοι ενωπίοις,
καλούμαστε να αντλήσουμε διδάγματα και να πάρουμε μαθήματα από τους
αγώνες, που ευκλεείς ημών πρόγονοι δεν υπολόγισαν τη δύναμη του εχθρού
πάρεξ αναλογίστηκαν τους αιώνες ελληνικής ιστορίας που τους μετρούσαν.Και τους καλούσαν να ανταποκριθούν στην προσταγή της ελευθερίας, της
τιμής και της αξιοπρέπειας. Σήμερα, ο Ελληνισμός γιορτάζει και τιμά την
αξεπέραστη Ελληνική Επανάσταση του 1821. Προπάντων οι απανταχού Έλληνες
αναμιμνησκόμεθα των ηρώων και ηρωίδων, που τα έβαλαν με την Τουρκιά
επειδή αποφάσισαν, μετά από 400 χρόνια στυγνής δουλείας, ότι δεν υπάρχει
στιγμή ωραιότερη και ακριβότερη από την ελευθερία.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον λόγο του στην Πνύκα, στις 8 Οκτωβρίου 1838, είπε τούτα τα ανεπανάληπτα: «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, ''πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια''. Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».
Η επιθυμία της Ελευθερίας! Τη διασάλπισε πριν από 2.500 χρόνια ο Περικλής, στον «Επιτάφιο», όπως τον διέσωσε ο Θουκυδίδης: «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον». Και το αντιλάλησε, 2.300 χρόνια αργότερα, ο Ρήγας ο Βελεστινλής: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Στους υπέρ ελευθερίας αγώνες του ελληνικού ημών Έθνους, η παντέρμη Κύπρος είχε το ατίμητο μερτικό της: Με χιλιάδες εθελοντές, με νεκρούς, με τραυματίες, με ήρωες, με σπονδές για να καρπίσει και να μεγαλώσει το δέντρο της ελληνικής λευτεριάς. Παλαιόθεν, οι Έλληνες της Κύπρου ατένιζαν πάντα προς δυσμάς, πότε θα φανούν ελληνικές τριήρεις, γολέτες και κορβέτες, υποβρύχια και αντιτορπιλικά, αεροπλάνα και άλλα ελληνικά πολεμικά για να τους ελευθερώσουν. Οι Έλληνες Κύπριοι δεν είχαν την τύχη των Δωδεκανησίων, των Επτανησίων, των Μακεδόνων…
Ο απελευθερωτικός αγώνας των ωραίων νέων της ΕΟΚΑ έγινε με έναν σκοπό: Αυτοδιάθεση, Ένωση. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ ανέβαιναν στο ικρίωμα με έναν πόθο: Την Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα. Όλοι οι Έλληνες της Κύπρου μίαν προσμονή είχαν: Πότε να ριχτούν στις ελληνικές μητρικές αγκάλες. Οι εθνικοί πόθοι τους καταπνίγηκαν μέσα στις δολοπλοκίες, στις συνωμοσίες και στα συμφέροντα ξένων και δικών, και καταλήξαμε κουρσεμένοι ξανά από την Τουρκιά. Σήμερα καλούμαστε να αντλήσουμε δύναμη από τους ήρωες του ’21 και της ΕΟΚΑ.
Και να θυμηθούμε ξανά τα ατίμητα λόγια του Μακρυγιάννη: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί. Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός ''εγώ'', ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς ''εγώ''; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη ''εγώ''. Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέη ''εμείς''. Είμαστε εις το ''εμείς'' και όχι εις το ''εγώ''. Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στον λόγο του στην Πνύκα, στις 8 Οκτωβρίου 1838, είπε τούτα τα ανεπανάληπτα: «Όταν αποφασίσαμε να κάμουμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχουμε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, ''πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με τα σιταροκάραβα βατσέλια''. Αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της Ελευθερίας μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση».
Η επιθυμία της Ελευθερίας! Τη διασάλπισε πριν από 2.500 χρόνια ο Περικλής, στον «Επιτάφιο», όπως τον διέσωσε ο Θουκυδίδης: «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον». Και το αντιλάλησε, 2.300 χρόνια αργότερα, ο Ρήγας ο Βελεστινλής: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Στους υπέρ ελευθερίας αγώνες του ελληνικού ημών Έθνους, η παντέρμη Κύπρος είχε το ατίμητο μερτικό της: Με χιλιάδες εθελοντές, με νεκρούς, με τραυματίες, με ήρωες, με σπονδές για να καρπίσει και να μεγαλώσει το δέντρο της ελληνικής λευτεριάς. Παλαιόθεν, οι Έλληνες της Κύπρου ατένιζαν πάντα προς δυσμάς, πότε θα φανούν ελληνικές τριήρεις, γολέτες και κορβέτες, υποβρύχια και αντιτορπιλικά, αεροπλάνα και άλλα ελληνικά πολεμικά για να τους ελευθερώσουν. Οι Έλληνες Κύπριοι δεν είχαν την τύχη των Δωδεκανησίων, των Επτανησίων, των Μακεδόνων…
Ο απελευθερωτικός αγώνας των ωραίων νέων της ΕΟΚΑ έγινε με έναν σκοπό: Αυτοδιάθεση, Ένωση. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ ανέβαιναν στο ικρίωμα με έναν πόθο: Την Ένωση με τη Μάνα Ελλάδα. Όλοι οι Έλληνες της Κύπρου μίαν προσμονή είχαν: Πότε να ριχτούν στις ελληνικές μητρικές αγκάλες. Οι εθνικοί πόθοι τους καταπνίγηκαν μέσα στις δολοπλοκίες, στις συνωμοσίες και στα συμφέροντα ξένων και δικών, και καταλήξαμε κουρσεμένοι ξανά από την Τουρκιά. Σήμερα καλούμαστε να αντλήσουμε δύναμη από τους ήρωες του ’21 και της ΕΟΚΑ.
Και να θυμηθούμε ξανά τα ατίμητα λόγια του Μακρυγιάννη: «Τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί. Και να μην λέγει ούτε ο δυνατός ''εγώ'', ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς ''εγώ''; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση, να λέγη ''εγώ''. Όταν όμως αγωνίζωνται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λέη ''εμείς''. Είμαστε εις το ''εμείς'' και όχι εις το ''εγώ''. Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί».