Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Ιμπραήμ
άρχισε ν' αποβιβάζεται μαζί με τα στρατεύματά του στη νότια Πελοπόννησο
(Μεσσηνία). Η Ελληνική Επανάσταση βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση.
Λίγους μήνες αργότερα, η ηγεσία
της Επανάστασης εξέδωσε ψήφισμα που έλεγε: «Το ελληνικόν έθνος δυνάμει
της παρούσης πράξεως, θέτει εκουσίως την ιεράν παρακαταθήκην τής αυτού
ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής αυτού υπάρξεως υπό
την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας».Το κείμενο αυτό βέβαια πρέπει να το συνδέσουμε με την εποχή του.
Οι Ελληνες επαναστάτες βρίσκονταν ανάμεσα στις Συμπληγάδες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Αιγυπτίων από τη μία πλευρά και της
Ιεράς Συμμαχίας, που έβλεπε με βαθιά δυσπιστία κάθε επαναστατικό κίνημα,
από την άλλη.
Οι Ελληνες αναζητούσαν συμμάχους και η Αγγλία έδινε μηνύματα ότι
θα μπορούσε να βοηθήσει, έστω και αν δημόσια μιλούσε περί
«ουδετερότητας» στο ζήτημα της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Για το ψήφισμα
προς την Αγγλία ήταν σύμφωνος και ο Κολοκοτρώνης. Ηταν ένας τακτικός
ελιγμός για την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της χώρας, αν και κάποιος θα
μπορούσε να υποστηρίξει εκ των υστέρων ότι η φρασεολογία τού ψηφίσματος
θα μπορούσε να είναι λιγότερο στομφώδης υπέρ της Αγγλίας.
Πέρασαν τα χρόνια, η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της, αλλά
πολλές ιμπεριαλιστικές χώρες συνέχισαν να θεωρούν ότι η πατρίδα μας δεν
μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως προτεκτοράτο. Αλλωστε πετύχαιναν ν'
ανεβοκατεβάζουν στην Ελλάδα κυβερνήσεις και βασιλιάδες και έτσι να
επιβεβαιώνουν την επιρροή τους.
Αμέσως μετά το τέλος της διάσκεψης της Γιάλτας στη Σοβιετική
Ενωση, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ έφτασε και πάλι στην
Ελλάδα, τον Φεβρουάριο του 1945. Η βρετανική στρατιωτική επέμβαση στη
διάρκεια των Δεκεμβριανών είχε ολοκληρωθεί.
Η νέα επίσκεψη, στις 14 Φεβρουαρίου, του Τσόρτσιλ στην Αθήνα
χαιρετίστηκε από ολόκληρο τον αθηναϊκό Τύπο. Η ηγεσία της Αριστεράς
συνέχιζε το θέατρο της «συμμάχου Βρετανίας» συντρόφου εν όπλοις της ΕΣΣΔ
και ο «Ριζοσπάστης» έγραψε ότι «η είδηση της άφιξης του κ. Τσόρτσιλ
μεταδόθηκε αστραπιαία στο κοινό. Από νωρίς πλήθος κόσμου άρχισε να
συγκεντρώνεται γύρω από το χώρο του Αγνωστου Στρατιώτη για να χαιρετήσει
στο πρόσωπο του κ. Τσόρτσιλ έναν από τους τρεις μεγάλους».
Ο Τσόρτσιλ, απευθυνόμενος από τα παλαιά ανάκτορα στον ελληνικό
λαό, είπε μεταξύ άλλων: «Δόθηκε κακή ερμηνεία στο σκοπό για τον οποίο
πολεμήσαμε εδώ, στην πόλη της Αθήνας. Είμαι πολύ υπερήφανος για το ρόλο
τον οποίο έπαιξε ο βρετανικός στρατός προστατεύοντας αυτή τη μεγάλη
αθάνατη πόλη».
Στις 15 Φεβρουαρίου η βρετανική ηγεσία συσκέφθηκε στην Αθήνα. Σ'
αυτήν τη συνάντηση αποφασίστηκε ότι «η βρετανική επέμβαση» στην Ελλάδα,
«αν και επιτυχής, δεν μπορούσε να τελειώσει τώρα» και θα έπρεπε να
πάρει «μία νέα μορφή».
Η άμεση ένοπλη βρετανική επέβαση έπρεπε να δώσει τη θέση της σε
μία διακριτική επιρροή από τα παρασκήνια. Προς αυτή την κατεύθυνση είχε
ήδη κινηθεί ο Βρετανός πρεσβευτής Λίπερ για το σχηματισμό της νέας
κυβέρνησης του Πλαστήρα, που η σύνθεσή της αποτελούνταν από «μία ομάδα
επιλεγμένη προσωπικά από τον Αντιβασιλιά» αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Ο Δαμασκηνός, ο οποίος «από τα παρασκήνια θα καθόριζε την
πολιτική της κυβέρνησης και θα καθοδηγούσε τις ενέργειές της, είχε
εκδηλώσει την επιθυμία να βρίσκεται σε στενή επαφή» με το Βρετανό
πρεσβευτή «σε κάθε βήμα» της δραστηριότητάς του.
Στη διάρκεια της σύσκεψης στην Αθήνα, ο Βρετανός υπουργός
Εξωτερικών Α. Ιντεν υποστήριξε ότι ήταν «ολοφάνερο πως αν η ελληνική
κυβέρνηση αφηνόταν στις δυνάμεις της, θα ήταν τελείως ανίκανη να
εγκαθιδρύσει μια αποτελεσματική διοίκηση και η βρετανική συμβουλή και
καθοδήγηση» θα απαιτούνταν «σχεδόν για κάθε τομέα της κυβέρνησης».
Αλλωστε «οι αναγκαίες βρετανικές οργανώσεις προς παροχή αυτής της
καθοδήγησης υπήρχαν, ως επί το πλείστον, ήδη στην Αθήνα». Η αγγλική
ηγεσία συμφώνησε ότι όλες οι δραστηριότητες των Βρετανών στην Ελλάδα θα
συντονίζονταν από τον πρεσβευτή Λίπερ, που «για μεγάλο διάστημα» όφειλε
«να είναι υπεύθυνος για πολύ ευρύτερες εξουσίες σε σύγκριση μ' εκείνες
που φυσιολογικά αποτελούν τις αρμοδιότητες μιας πρεσβείας». Ο Λίπερ θ'
αναλάμβανε «την επίβλεψη της γενικής οπως και της οικονομικής πολιτικής
τής ελληνικής κυβέρνησης».
«Αν και προς σεβασμό για την ελληνική ευθιξία», ο Λίπερ δεν θα
έπρεπε «να έχει τον τίτλο, όμως στην πραγματικότητα θα ήταν κάτι σαν
Υψηλός Επίτροπος» της Βρετανίας στην Ελλάδα.
Κατά τον Ιντεν, οι Βρετανοί «θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να
εγκαθιδρύσουν» στην Ελλάδα «κάτι παρόμοιο με βρετανικό προτεκτοράτο,
τους επόμενους λίγους μήνες, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε τόσο
ανοιχτά».
Κάποιος θα περίμενε ότι έπειτα από τόσα χρόνια θα είχαμε
αποκτήσει, ως Ελληνες, ένα επίπεδο, γιατί υπήρξαν και επιτυχίες, αλλά
και πάλι πολλοί μιλούν για «προτεκτοράτο» και για Υψηλούς Επιτρόπους,
όπως ο Φούχτελ, οι αντιπρόσωποι της τρόικας κ.ά.
Αλλά και οι βρικόλακες του παρελθόντος ξαναδείχνουν τα δόντια
τους, ενώ τους νομίζαμε νεκρούς, και ελπίζουν να ρουφήξουν και πάλι το
αίμα της χώρας.
Ελλάδα: πολιτική ίσης φιλίας προς τις Μεγάλες Δυνάμεις
Του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Η ΚΟΙΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ
ΑΓΓΛΙΑΣ, ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΗ ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ ΤΟ 1827 ΕΔΕΙΞΕ
ΟΤΙ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΟΥΣ ΥΠΕΡΙΣΧΥΕ Η ΚΟΙΝΗ ΘΕΛΗΣΗ ΓΙΑ ΑΠΟΔΥΝΑΜΩΣΗ ΤΗΣ
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΠΟΥ ΘΑ ΕΔΙΝΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΟΥΣ
Το ψήφισμα προς την
Αγγλία, που ζητούσε τη συμπόρευσή της στον αγώνα των Ελλήνων εναντίον
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δημιούργησε κλίμα δυσαρέσκειας στους
Γάλλους και τους Ρώσους.
Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου
Ηδη η Γαλλία, μετά την πτώση του Ναπολέοντα και την παλινόρθωση
της μοναρχίας, κινούνταν μεθοδικά για να επιβάλει ένα Γάλλο βασιλιά στην
επαναστατημένη Ελλάδα και να εδραιώσει έτσι την επιρροή της. Αλλά η
ελληνική ηγεσία δεν συμφωνούσε και δεν επιθυμούσε, αν και ταλαντευόταν
μερικές φορές, να δυσαρεστήσει την Αγγλία και τη Ρωσία, προσπαθώντας να
διατηρήσει μία ισορροπημένη θέση. Κυρίως όμως να λάβει υπ' όψιν της τις
διαθέσεις της Αγγλίας.
Γάλλοι «φιλέλληνες» κινούνταν ήδη, όπως ο στρατηγός Ρος και
άλλοι, για την αποδοχή ενός Γάλλου μονάρχη στην επαναστατημένη Ελλάδα
και η έκκληση προς την Αγγλία τούς απογοήτευσε.
Είχαν προπαγανδίσει τις ιδέες τους και αρκετοί Ελληνες προεστοί
και οπλαρχηγοί και ηγετικές προσωπικότητες, όπως ο Ι. Κωλέττης, είχαν
αποδεχτεί τις γαλλικές θέσεις. Ενας εξ αυτών, ο Π. Σοφιανόπουλος, έγραφε
προς ένα συμπατριώτη του την ίδια περίοδο που γινόταν η στροφή προς την
Αγγλία (καλοκαίρι 1825):
«Ολος ο κόσμος επληροφορήθη ότι άλλον χρόνον η Ελλάς δεν ημπορεί
να αντισταθή εις τον τύραννον Σουλτάνον. Παντού ερείπια απαντά ο
περιηγητής της Ελλάδος. Η απείθεια, η αταξία και αρπαγαί έφθασαν εις
βαθμόν ανυπόφορον. Το σκυλί δεν γνωρίζει τον αυθέντην του. Διά τούτο οι
οπλαρχηγοί και αι επαρχίαι της Ανατολικής Ελλάδος διά πληρεξουσίων τους
μ' έγγραφα πληρεξούσια υπέγραψαν το ελεύθερον πολιτικόν σύνταγμα και
έκλεξαν και αναγόρευσαν διά μονάρχην και Βασιλέα της Ελλάδος τον Δούκα
Νεμούρ, δεύτερον υιόν του υψηλοτάτου Ορλεάνς και ανεψιόν του βασιλέως
της Φράντζας, πλούσιον με τετρακοσίας χιλιάδας πουγγιά, με δεκατέσσερα
καράβια μεγάλα και δώδεκα χιλιάδας τακτικόν στράτευμα».
Γεώργιος Παπανδρέου
Τελικά τα γαλλικά σχέδια, που είχαν προωθήσει διακριτικά και
μεθοδικά Γάλλοι απεσταλμένοι, δεν ευοδώθηκαν. Ούτε μπορούσε εκείνη τη
χρονική στιγμή να γίνει μία ενέργεια που θα δυσαρεστούσε την Αγγλία, τη
μεγαλύτερη ναυτική δύναμη της εποχής.
Αλλωστε η κοινή πορεία των Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας στη
Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827 έδειξε ότι των διαφορών τους υπερίσχυε η
κοινή θέληση για αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα έδινε
την ευκαιρία στις τρεις δυνάμεις για επέκταση της επιρροής τους.
Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στο θαλάσσιο χώρο της Ανατολικής
Μεσογείου, στα σύνορα της οθωμανικής Ανατολής με την ευρωπαϊκή Δύση,
έπρεπε πάντοτε να λαμβάνεται υπ' όψιν, ανεξάρτητα από τις βαθύτερες
προσδέσεις προς τη μία ή την άλλη δύναμη, ώστε να διατηρείται μία
ισορροπία στις σχέσεις με τις Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία.
Κωνσταντίνος Τσαλδάρης
Παρ' ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας κατηγορήθηκε για απόκλιση προς
τη Ρωσία της εποχής, εν τούτοις αρκετοί μελετητές του έργου του θεωρούν
ότι προσπάθησε να διατηρήσει μια ισορροπία στις σχέσεις του νέου
ελληνικού κράτους με τις Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία.
«Η πολιτική τής ίσης φιλίας προς τας τρεις Δυνάμεις -γράφει ο
Αλ. Δεσποτόπουλος- επετέλεσεν αρχήν απαράβατον εν τη πολιτική δράσει του
Κυβερνήτου».
Ιωάννης Σοφιανόπουλος
Η σχετική συμπόρευση των τριών αυτών Δυνάμεων -πέραν από τις
μεγάλες διαφορές τους- και η σύγκλιση συμφερόντων αναφάνηκε και στην
περίοδο του Α' Παγκοσμίου, αλλά και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η
Ρωσία ήταν πλέον Σοβιετική Ενωση.
Αυτό το γεγονός είχε γίνει αντικείμενο παρατήρησης και από την
ελληνική αστική ηγεσία, όπως και από την ηγεσία του ΚΚΕ, που
αντιλαμβανόταν διά της τεθλασμένης τις διακριτικές διαπραγματεύσεις
μεταξύ Βρετανίας και Σοβιετικής Ενωσης.
Πριν ακόμη τελειώσει ο Πόλεμος και απελευθερωθεί η Ελλάδα, ο Π.
Ρούσος, ανώτερο στέλεχος του ΚΚΕ, είχε γράψει (Σεπτ. 1944): «...οι
κομμουνιστές είναι πριν απ' όλα ζωντανοί πολιτικοί, ρεαλιστές, δηλαδή
άνθρωποι της συγκεκριμένης πραγματικότητας. Οποιο πολιτικό καθεστώς κι
αν πρεσβεύουν αυτό θα κινηθεί μέσα σε συγκεκριμένο οικονομικό, πολιτικό
και γεωγραφικό περιβάλλον. Ξέρουμε ότι η Ελλάδα σαν χώρα βαλκανική,
δηλαδή ηπειρωτική, δεν μπορεί παρά να στηρίζει την πολιτική της σε μια
στενή συνεργασία με τα βαλκανικά κράτη και τη μεγάλη Σοβιετική Ενωση
(...). Ξέρουμε επίσης ότι η Ελλάδα σαν χώρα Μεσογειακή, ναυτική, θάχει
την ανάγκη συνεργασίας με τις υπερπόντιες χώρες και ιδιαίτερα τη Μ.
Βρετανία».
Νίκος Ζαχαριάδης
Το καλοκαίρι του 1945, ο αρχηγός του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης είπε ότι
«η χώρα μας εξαπλώνεται στη Μεσόγειο σχεδόν ώς τις αφρικανικές ακτές και
κυριαρχεί στο δυτικό κομμάτι της Ανατολικής Μεσογείου πάνω στο δρόμο
που συνδέει την Αγγλία με τα πετρέλαια της Μοσούλης, το Σουέζ και τις
Ινδίες και πιο πέρα ακόμα με την Κίνα και τον Ειρηνικό. Στεκόμαστε,
λοιπόν, σ' ένα από τα στρατηγικά, τα πιο νευραλγικά και σημαντικά σημεία
μιας από τις πιο ζωτικές συγκοινωνιακές αρτηρίες της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας. (...) Μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική από μέρους του
ΕΑΜ θα έπρεπε να κινηθεί ανάμεσα σε δύο κύριους πόλους.
»Τον Ευρωπαϊκό-Βαλκανικό με κέντρο τη Σοβιετική Ρωσία. Και το
Μεσογειακό με κέντρο την Αγγλία. Σωστή εξωτερική πολιτική θα ήτανε
εκείνη που θ' αποτελούσε έναν ελληνικό άξονα που θα συνέδεε αυτούς τους
δύο πόλους».Τις ίδιες, περίπου, θέσεις διατύπωναν την ίδια περίοδο και ο Γ.
Παπανδρέου, ο Ι. Σοφιανόπουλος αλλά και ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, που
δήλωσε στην Πάτρα, το 1946, ότι ο ελληνικός λαός «επιθυμεί διακαώς» να
αποβεί η Ελλάς «όχι αιτία διχονοίας αλλά συνδετικός κρίκος» μεταξύ
Αγγλοσαξόνων και Ρώσων.Βαθύτεροι οικονομικοί λόγοι δεν επέτρεψαν τα ανεξάρτητα βήματα
της χώρας, που μόνο μετά το 1974, πρώτη φορά, άρχισε να προσπαθεί να
αρθρώσει μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που δυσκολεύτηκε και πάλι
από το οικονομικό κραχ του 21ου αιώνα, που συνεχίζουμε να ζούμε
καθημερινά.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ