Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Η προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης απο τη Ελλάδα στο τρέχον εξάμηνο συμπίπτει με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες επανέναρξης των υπο την αιγίδα του ΟΗΕ διαπραγματεύσεων για το κυπριακό και οι οποίες, παρεμπιπτόντως, η τουρκική πλευρά εγκατέλειψε πριν ενα περίπου χρόνο χωρίς ωστόσο να τεθεί θέμα ευθυνών απο κανένα, μέσα και έξω απο την Κύπρο. Ετσι τότε αποφάσισαν, ετσι έγινε. Σήμερα αποφάσισαν το αντίθετο και ετσι πάλι πρέπει να γίνει.Για τον αρχηγό της ελληνικής διπλωματίας, τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο όπως και για την Αθήνα, το συγκυριακό γεγονός της προεδρίας της ΕΕ προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να παραχθεί πολιτική για την ουσιαστική επίλυση του χρονίζοντος κυπριακού προβλήματος.
Μέχρι σήμερα στο ζήτημα αυτό, στη διαμόρφωση δηλ. πλαισίου λύσης απο την λεγόμενη διεθνή κοινότητα, η Αθήνα οχι μόνο είναι απούσα αλλά με την παθητική και “καθωσπρεπιστική” της στάση αφήνει το πεδίο ελεύθερο στούς αγγλοαμερικανικούς και τους Τούρκους. Οι τελευταίοι, με “νομιμοποιητικό” εργαλείο μια Γραμματεία του ΟΗΕ να λειτουργεί ως ανδράποδο τους, διαμορφώνουν την ατζέντα προδιαγράφοντας ετσι και τη λύση.
Και δεν πρέπει να υπάρχει η οποιαδήποτε αμφιβολία οτι η στρατηγική λογική που διέπει Τούρκους Άγγλους και Αμερικανούς ως προς τη φύση της λύσης είναι οτι δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει συγκροτημένο κράτος στην Κύπρο . Πρέπει συνεπώς να καταλυθεί το υφιστάμενο κράτος το οποίο, παρά τους εκβιασμούς και τον πολιτικό πόλεμο που υφίσταται λειτουργεί αυτόνομα παράγοντας πολιτική (βλ. π.χ. ανακήρυξη ΑΟΖ), και να αντικατασταθεί απο ενα μή συγκροτημένο.
Μή συγκροτημένο κράτος σημαίνει “κράτος” το οποίο αδυνατεί να λειτουργήσει αυτόνομα και αυτεξούσια με μόνους αποδεχτούς περιορισμούς στη συμπεριφορά του, αυτούς που προκύπτουν απο διεθνείς θεσμούς, το διεθνές δίκαιο και την αμοιβαιότητα που διέπει τις διακρατικές σχέσεις στη διεθνή πολιτική. Στη πράξη δεν είναι παρά ενα πολιτικό μόρφωμα που λειτουργεί για να εξυπηρετεί οχι μόνο τα συμφέροντα των δυνάμεων ή της δύναμης που το ελέγχει αλλά κα τα εικαζόμενα τέτοια. Το δε πολιτικό προσωπικό του μορφώματος αυτού λειτουργεί ως εντολοδόχος μιας αλλότριας εξουσίας που δεν εχει εσωτερική δημοκρατική νομιμοποιήση. Κοινώς, οι πολιτικοί του λειτουργούν ως πάλαι ποτέ σατράπηδες με τα βλέμματα συνεχώς στραμμένα προς τα Σούσα ( Καβάφης, “Σατραπεία”) μήπως και τους ξεφύγει κανένα νόημα.
Η αδυναμία της Αθήνας να παράξει πολιτική που να ακυρώνει τους παραπάνω σχεδιασμούς προκύπτει απο το σχεδόν “αυταπόδεικτο” γεγονός οτι Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Άγκυρα και Γραμμάτεια του ΟΗΕ θεωρούν ως δεδομένη τη συναίνεση της Αθήνας στις οποίες μηχανουργίες τους. Και μέχρι τώρα όχι αδικαιολόγητα. Τέτοια συναίνεση είναι εκ των ών ούκ άνευ για να δημιουργηθεί διεθνή νομιμοποιητική τάση για την οποιαδήποτε “λύση” του κυπριακού. Όπως δεδομένη αλλά και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συναίνεση της Αθήνας ειναι και η πεπεποίθηση οτι η τελευταία θα είναι, μαζί με Λονδίνο και Άγκυρα, “εγγυήτριες” δυνάμεις της οποίας “λύσης”.
Συνεπώς εαν η Αθήνα σκεφτεί “διαφορετικά” (outside the box, όπως αρέσκονται να λένε και να πράττουν οι καινοτόμοι αμερικανοί) και εφαρμόσει μια “αφαιρετική στρατηγική” στην Κύπρο, αλλά ακόμη και χωρίς την συναίνεση της Λευκωσίας, θα μπορέσει να απεγκλωβιστεί απο αθροιστικές αλλα και ψυχολογικές δεσμεύσεις δεκαετιών. Παίρνοντας την πρωτοβουλία η Αθήνα θα μπορεί να παράξει μια πολιτική λύσης που να εδράζεται στα δεδομένα του 21oυ αιώνα , νομιμοποιητική βάση των οποίων δεν μπορει να είναι παρά αυτή των δημοκρατικών διαδικασιών και αξιών.
Ο κ. Βενιζέλος, ως ο κατεξοχή αρμόδιος εκπρόσωπος της Αθήνας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να αρνηθεί να προσφέρει νομιμοποιητικό φύλο συκής σε αυτούς που επεξεργάζονται να επιβάλουν πάνω στη Κύπρο και τον κυπριακό λαό ενα νέο απεχθές καθεστώς εγγυήσεων ακριβώς για να μήν υφίσταται στη Κύπρο συκροτημένο κράτος . Σε αυτό συνίσταται η αφαιρετική στρατηγική.
Μια τέτοια αφαιρετική στρατηγική θα προκύψει εαν ο ΥΠΕΞ Βενιζέλος αποφασίσει να σκεφτεί “outside the box”. Συγκεκριμένα εαν η Ελλάδα αποποιηθεί με επίσημη δήλωση της τον οποιοδήποτε μελλοντικό της ρόλο ως “εγγυήτρια” δύναμη στην Κύπρο. Μια επι του προκειμένου δημόσια τοποθέτηση των Αθηνών θα αποσυντονίσει τα εν κρυπτώ και παραβύστω επεξεργαζόμενα κατά της Κύπρου, θα μετατρέψει την Ελλάδα από κομπάρσο που είναι σήμερα σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων , αλλά κυρίως θα αφαιρέσει την όποια νομιμοποιητική βάση επιβολής πάνω στη Κύπρο ενός νέου απεχθούς και αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων.
Αυτό που πρέπει να συνηδητοποιηθεί στη Αθήνα, που είναι και το ακαταμάχητό της όπλο, είναι οτι χωρίς τη συμμετοχή της κανένα “σύστημα εγγυήσεων” και εξ´ ορισμού καμιά αντιδημοκρατική λύση δεν μπορεί να επιβληθεί στην Κύπρο. Και η όλη διπλωματία των ξένων, όπως η πρόσφατη που έφερε τον κ. Βενιζέλο φιλοξενούμενο του Αμερικανού ομόλογου του κ. Κέρι στη Ουάσιγκτον, σε αυτο ακριβώς αποσκοπεί. Στη δια κολακείας συναίνεση του στη επιβολή δουλειών επι του κυπριακού λαού, χειροτέρων απο τις υφιστάμενες. Πρίν τον ΥΠΕΞ Κέρι, οι κολακείες με στόχο τον Βενιζέλο προήρθαν απο τον Τούρκο ΥΠΕΞ Νταβούτογλου και ο οποίος διαφημίζει διεθνώς οτι η Τουρκία εχει “μηδενικά προβλήματα” με την Ελλάδα. Ας προβληματιστεί επ’ αυτού ο έλληνας αξιωματούχος και μαζί και τα της υστεροφημίας του.
Ενα είναι το αδύναμο στοιχείο της παραπάνω πρότασης. Είναι οι σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας και κυρίως η “ανασφάλεια” του λαού που έχει απέναντι του μια βουλιμική Τουρκία. Και εδώ πρέπει η πρωτοβουλία να προκύψει και πάλι απο την Αθήνα. Ετσι και αλλοιώς οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου πρέπει να τεθούν σε μια καινούργια και υγειή βάση. Τα όποια αμφίδρομα ψυχολογικά σύνδρομα πρέπει πλέον να ξεπερασθούν. Η αρωγή του Ελληνικού κράτους προς το αντίστοιχο κυπριακό έχει τα όρια της και αυτά νομίζω σηματοδοτήθηκαν με την στήριξη που οδήγησε στη ένταξη στη ΕΕ.
Για να είναι αποτελεσματική μια αφαιρετική ελληνική στρατηγική, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει πάραυτα να συνομολογήσουν με επίσημη τελετή μια “Συνθήκη Αμοιβαίας Φιλίας και Συνεργασίας” και να τη καταθέσουν, ως είθισται, στον ΟΗΕ για αρχειοθέτηση. Η Συνθήκη αυτή, που θα άπτεται και των αμυντικών σχέσεων των δυό χωρών και θα τις θέτει σε μιά καινούργια βάση, θα καταντήσει εκ των πραγμάτων ανενεργές τις ζυριχικές συνθήκες Συμμαχίας και Εγγυήσεων που λειτούργησαν και λειτουργούν ως πηγή κακού για τη Κύπρο και τον λαό της και που στη “επανενεργοποίησή” τους εδράζεται όλη η Δυτική στρατηγική για ενα μή συκροτημένο κράτος στη Κύπρο.
Η συνομολόγηση “Συνθήκης Αμοιβαίας Φιλίας και Συνεργασίας” μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας θα είναι το πρώτο αλλά αναγκαίο βήμα, η απαρχή, για την απονομιμοποίησή τους των αποικιακών και παρωχημένων συνθηκών Συμμαχίας και Εγγυήσεων. Θα γίνει και η απαρχή μια νεάς κατάστασης για τη Κύπρο και τον λαό της. Διότι οι προαναφερθείσες συνθήκες χρειάζονται “τρίποδο” για να εχουν υπόσταση. Και χωρίς τη Ελλαδα το τρίποδο δεν μπορεί να “τριτοποδήσει”.
Και είναι το τρίποδο αυτό που επικαλείται συνεχώς σε διεθνή φόρα η Άγκυρα για να παρουσιάζει την παρούσα στρατιωτική κατοχή ως “νόμιμη” άσκηση δικαιωμάτων. Και είναι η παθητική στάση της Αθήνας που προσδίδει “αξιοπιστία” στη προπαγάνδα της Άγκυρας. Και που οπλίζει το χέρι του κάθε τυχοδιώκτη “διαμεσολαβητή” και τις προσδοκίες του ως προς τη δεδομένη στάση της Αθήνας και που σήμερα ονομάζεται Ντάουνερ, αύριο κάτι άλλο, αλλά με την ατζέντα αναλλοίωτη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΗΣ
Η προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης απο τη Ελλάδα στο τρέχον εξάμηνο συμπίπτει με τις συνεχιζόμενες προσπάθειες επανέναρξης των υπο την αιγίδα του ΟΗΕ διαπραγματεύσεων για το κυπριακό και οι οποίες, παρεμπιπτόντως, η τουρκική πλευρά εγκατέλειψε πριν ενα περίπου χρόνο χωρίς ωστόσο να τεθεί θέμα ευθυνών απο κανένα, μέσα και έξω απο την Κύπρο. Ετσι τότε αποφάσισαν, ετσι έγινε. Σήμερα αποφάσισαν το αντίθετο και ετσι πάλι πρέπει να γίνει.Για τον αρχηγό της ελληνικής διπλωματίας, τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Βενιζέλο όπως και για την Αθήνα, το συγκυριακό γεγονός της προεδρίας της ΕΕ προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναληφθούν πρωτοβουλίες και να παραχθεί πολιτική για την ουσιαστική επίλυση του χρονίζοντος κυπριακού προβλήματος.
Μέχρι σήμερα στο ζήτημα αυτό, στη διαμόρφωση δηλ. πλαισίου λύσης απο την λεγόμενη διεθνή κοινότητα, η Αθήνα οχι μόνο είναι απούσα αλλά με την παθητική και “καθωσπρεπιστική” της στάση αφήνει το πεδίο ελεύθερο στούς αγγλοαμερικανικούς και τους Τούρκους. Οι τελευταίοι, με “νομιμοποιητικό” εργαλείο μια Γραμματεία του ΟΗΕ να λειτουργεί ως ανδράποδο τους, διαμορφώνουν την ατζέντα προδιαγράφοντας ετσι και τη λύση.
Και δεν πρέπει να υπάρχει η οποιαδήποτε αμφιβολία οτι η στρατηγική λογική που διέπει Τούρκους Άγγλους και Αμερικανούς ως προς τη φύση της λύσης είναι οτι δεν μπορεί και δεν πρέπει να υπάρχει συγκροτημένο κράτος στην Κύπρο . Πρέπει συνεπώς να καταλυθεί το υφιστάμενο κράτος το οποίο, παρά τους εκβιασμούς και τον πολιτικό πόλεμο που υφίσταται λειτουργεί αυτόνομα παράγοντας πολιτική (βλ. π.χ. ανακήρυξη ΑΟΖ), και να αντικατασταθεί απο ενα μή συγκροτημένο.
Μή συγκροτημένο κράτος σημαίνει “κράτος” το οποίο αδυνατεί να λειτουργήσει αυτόνομα και αυτεξούσια με μόνους αποδεχτούς περιορισμούς στη συμπεριφορά του, αυτούς που προκύπτουν απο διεθνείς θεσμούς, το διεθνές δίκαιο και την αμοιβαιότητα που διέπει τις διακρατικές σχέσεις στη διεθνή πολιτική. Στη πράξη δεν είναι παρά ενα πολιτικό μόρφωμα που λειτουργεί για να εξυπηρετεί οχι μόνο τα συμφέροντα των δυνάμεων ή της δύναμης που το ελέγχει αλλά κα τα εικαζόμενα τέτοια. Το δε πολιτικό προσωπικό του μορφώματος αυτού λειτουργεί ως εντολοδόχος μιας αλλότριας εξουσίας που δεν εχει εσωτερική δημοκρατική νομιμοποιήση. Κοινώς, οι πολιτικοί του λειτουργούν ως πάλαι ποτέ σατράπηδες με τα βλέμματα συνεχώς στραμμένα προς τα Σούσα ( Καβάφης, “Σατραπεία”) μήπως και τους ξεφύγει κανένα νόημα.
Η αδυναμία της Αθήνας να παράξει πολιτική που να ακυρώνει τους παραπάνω σχεδιασμούς προκύπτει απο το σχεδόν “αυταπόδεικτο” γεγονός οτι Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Άγκυρα και Γραμμάτεια του ΟΗΕ θεωρούν ως δεδομένη τη συναίνεση της Αθήνας στις οποίες μηχανουργίες τους. Και μέχρι τώρα όχι αδικαιολόγητα. Τέτοια συναίνεση είναι εκ των ών ούκ άνευ για να δημιουργηθεί διεθνή νομιμοποιητική τάση για την οποιαδήποτε “λύση” του κυπριακού. Όπως δεδομένη αλλά και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συναίνεση της Αθήνας ειναι και η πεπεποίθηση οτι η τελευταία θα είναι, μαζί με Λονδίνο και Άγκυρα, “εγγυήτριες” δυνάμεις της οποίας “λύσης”.
Συνεπώς εαν η Αθήνα σκεφτεί “διαφορετικά” (outside the box, όπως αρέσκονται να λένε και να πράττουν οι καινοτόμοι αμερικανοί) και εφαρμόσει μια “αφαιρετική στρατηγική” στην Κύπρο, αλλά ακόμη και χωρίς την συναίνεση της Λευκωσίας, θα μπορέσει να απεγκλωβιστεί απο αθροιστικές αλλα και ψυχολογικές δεσμεύσεις δεκαετιών. Παίρνοντας την πρωτοβουλία η Αθήνα θα μπορεί να παράξει μια πολιτική λύσης που να εδράζεται στα δεδομένα του 21oυ αιώνα , νομιμοποιητική βάση των οποίων δεν μπορει να είναι παρά αυτή των δημοκρατικών διαδικασιών και αξιών.
Ο κ. Βενιζέλος, ως ο κατεξοχή αρμόδιος εκπρόσωπος της Αθήνας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, θα πρέπει να αρνηθεί να προσφέρει νομιμοποιητικό φύλο συκής σε αυτούς που επεξεργάζονται να επιβάλουν πάνω στη Κύπρο και τον κυπριακό λαό ενα νέο απεχθές καθεστώς εγγυήσεων ακριβώς για να μήν υφίσταται στη Κύπρο συκροτημένο κράτος . Σε αυτό συνίσταται η αφαιρετική στρατηγική.
Μια τέτοια αφαιρετική στρατηγική θα προκύψει εαν ο ΥΠΕΞ Βενιζέλος αποφασίσει να σκεφτεί “outside the box”. Συγκεκριμένα εαν η Ελλάδα αποποιηθεί με επίσημη δήλωση της τον οποιοδήποτε μελλοντικό της ρόλο ως “εγγυήτρια” δύναμη στην Κύπρο. Μια επι του προκειμένου δημόσια τοποθέτηση των Αθηνών θα αποσυντονίσει τα εν κρυπτώ και παραβύστω επεξεργαζόμενα κατά της Κύπρου, θα μετατρέψει την Ελλάδα από κομπάρσο που είναι σήμερα σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων , αλλά κυρίως θα αφαιρέσει την όποια νομιμοποιητική βάση επιβολής πάνω στη Κύπρο ενός νέου απεχθούς και αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων.
Αυτό που πρέπει να συνηδητοποιηθεί στη Αθήνα, που είναι και το ακαταμάχητό της όπλο, είναι οτι χωρίς τη συμμετοχή της κανένα “σύστημα εγγυήσεων” και εξ´ ορισμού καμιά αντιδημοκρατική λύση δεν μπορεί να επιβληθεί στην Κύπρο. Και η όλη διπλωματία των ξένων, όπως η πρόσφατη που έφερε τον κ. Βενιζέλο φιλοξενούμενο του Αμερικανού ομόλογου του κ. Κέρι στη Ουάσιγκτον, σε αυτο ακριβώς αποσκοπεί. Στη δια κολακείας συναίνεση του στη επιβολή δουλειών επι του κυπριακού λαού, χειροτέρων απο τις υφιστάμενες. Πρίν τον ΥΠΕΞ Κέρι, οι κολακείες με στόχο τον Βενιζέλο προήρθαν απο τον Τούρκο ΥΠΕΞ Νταβούτογλου και ο οποίος διαφημίζει διεθνώς οτι η Τουρκία εχει “μηδενικά προβλήματα” με την Ελλάδα. Ας προβληματιστεί επ’ αυτού ο έλληνας αξιωματούχος και μαζί και τα της υστεροφημίας του.
Ενα είναι το αδύναμο στοιχείο της παραπάνω πρότασης. Είναι οι σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας και κυρίως η “ανασφάλεια” του λαού που έχει απέναντι του μια βουλιμική Τουρκία. Και εδώ πρέπει η πρωτοβουλία να προκύψει και πάλι απο την Αθήνα. Ετσι και αλλοιώς οι διακρατικές σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου πρέπει να τεθούν σε μια καινούργια και υγειή βάση. Τα όποια αμφίδρομα ψυχολογικά σύνδρομα πρέπει πλέον να ξεπερασθούν. Η αρωγή του Ελληνικού κράτους προς το αντίστοιχο κυπριακό έχει τα όρια της και αυτά νομίζω σηματοδοτήθηκαν με την στήριξη που οδήγησε στη ένταξη στη ΕΕ.
Για να είναι αποτελεσματική μια αφαιρετική ελληνική στρατηγική, Αθήνα και Λευκωσία πρέπει πάραυτα να συνομολογήσουν με επίσημη τελετή μια “Συνθήκη Αμοιβαίας Φιλίας και Συνεργασίας” και να τη καταθέσουν, ως είθισται, στον ΟΗΕ για αρχειοθέτηση. Η Συνθήκη αυτή, που θα άπτεται και των αμυντικών σχέσεων των δυό χωρών και θα τις θέτει σε μιά καινούργια βάση, θα καταντήσει εκ των πραγμάτων ανενεργές τις ζυριχικές συνθήκες Συμμαχίας και Εγγυήσεων που λειτούργησαν και λειτουργούν ως πηγή κακού για τη Κύπρο και τον λαό της και που στη “επανενεργοποίησή” τους εδράζεται όλη η Δυτική στρατηγική για ενα μή συκροτημένο κράτος στη Κύπρο.
Η συνομολόγηση “Συνθήκης Αμοιβαίας Φιλίας και Συνεργασίας” μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας θα είναι το πρώτο αλλά αναγκαίο βήμα, η απαρχή, για την απονομιμοποίησή τους των αποικιακών και παρωχημένων συνθηκών Συμμαχίας και Εγγυήσεων. Θα γίνει και η απαρχή μια νεάς κατάστασης για τη Κύπρο και τον λαό της. Διότι οι προαναφερθείσες συνθήκες χρειάζονται “τρίποδο” για να εχουν υπόσταση. Και χωρίς τη Ελλαδα το τρίποδο δεν μπορεί να “τριτοποδήσει”.
Και είναι το τρίποδο αυτό που επικαλείται συνεχώς σε διεθνή φόρα η Άγκυρα για να παρουσιάζει την παρούσα στρατιωτική κατοχή ως “νόμιμη” άσκηση δικαιωμάτων. Και είναι η παθητική στάση της Αθήνας που προσδίδει “αξιοπιστία” στη προπαγάνδα της Άγκυρας. Και που οπλίζει το χέρι του κάθε τυχοδιώκτη “διαμεσολαβητή” και τις προσδοκίες του ως προς τη δεδομένη στάση της Αθήνας και που σήμερα ονομάζεται Ντάουνερ, αύριο κάτι άλλο, αλλά με την ατζέντα αναλλοίωτη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΝΗΣ