Ωστόσο οι δανειακές υποχρεώσεις της Τουρκίας έχουν επιβαρυνθεί
δραματικά τα τελευταία 5-7 χρόνια, με την υπερ-έκθεση των ξένων τραπεζών
να ξεπερνά τα 350 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τον ξένο οίκο GaveKal, η
τουρκική οικονομία δεν δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, καθώς το τοπικό
νόμισμα συνεχίζει τη «βουτιά» του και οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις της TCMB
έχουν πυροσβεστικό χαρακτήρα.
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Κώστας Μελάς, η Αγκυρα προκειμένου να περιορίσει τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2013 είχε πωλήσει περίπου 15 δισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, και επροτίθετο να πωλήσει ακόμη 6 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2014. Βεβαίως, σημειώνει ο κ. Μελάς, όλες αυτές οι σημαντικές πωλήσεις συναλλάγματος δεν μπορούν να συνεχισθούν δεδομένου ότι τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα βρίσκονται κάτω από τα 40 δισ. δολάρια, γεγονός που δυσκολεύει τις ενέργειες τέτοιου τύπου.
Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, η υποστήριξη της τουρκικής λίρας δεν μπορεί να συνεχισθεί με αυτόν τον τρόπο.
Σύμφωνα με την GaveKal (ιδρύθηκε το 2001 από τους Charles Gave και Anatole Kaletsky), η ήδη εύθραυστη ελληνική οικονομία είναι σε συγκριτικά υψηλό βαθμό εκτεθειμένη στην Τουρκία. Τα δάνεια που κατέχουν τράπεζες ελληνικών συμφερόντων (κυρίως ο όμιλος της Εθνικής, μέσω της Finansbank) ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού τους ξεπερνούν το 5%, όταν οι αμέσως επόμενες (αγγλικές, ολλανδικές) είναι στο 0,7% του ενεργητικού.
Με την ταχύτατη αύξηση του πληθωρισμού, τη «βουτιά» της λίρας σε συνδυασμό με τα γεωπολιτικά αδιέξοδα της Αγκυρας, πολλοί θα περίμεναν ότι η Τουρκία θα προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων. Στοιχειώδης κίνηση, στην οποία προχώρησαν πέρσι άλλες αναδυόμενες αγορές, λόγω της αναταραχής που πυροδότησε η πρόθεση και εν συνεχεία η έναρξη του tapering από την αμερικανική κεντρική τράπεζα Fed.
Ομως αντί για προσπάθεια απομόχλευσης, μέσω των επιτοκίων, ο νέος υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας δήλωσε πρόσφατα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. «Ακόμη και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια οικονομική κρίση στην Τουρκία, τόσο ισχυρή είναι» (σ.σ. η Τουρκία) δήλωσε χαρακτηριστικά ο αξιωματούχος.
Η TCMB πρέπει να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα σπάσει τον συγκεκριμένο φαύλο κύκλο. Προφανώς ο μόνος δρόμος είναι η αύξηση των επιτοκίων, ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλά και για την επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων δανείων (κυρίως των στεγαστικών) σε μια εποχή όπου η πολιτική συγκυρία είναι δύσκολη για την κυβέρνηση Ερντογάν. Σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις, απαιτείται αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον κατά 3% ίσως και παραπάνω, χωρίς αυτό να εξασφαλίζει τη σταθερότητα της ισοτιμίας του νομίσματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές, η χώρα αντιμετωπίζει πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα. Οχι μόνο επειδή το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο 8% του ΑΕΠ (το υψηλότερο μεταξύ των αναδυόμενων αγορών της MSCI) αλλά και επειδή η χώρα βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στην Ευρωζώνη, γεγονός που την καθιστά περισσότερο εξαρτημένη από τη ζώνη του ευρώ. Σε αυτά εάν συνεκτιμηθεί η ρευστή πολιτική κατάσταση, συντίθεται ένα «εκρηκτικό μείγμα».ENET.GR
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Κώστας Μελάς, η Αγκυρα προκειμένου να περιορίσει τη διολίσθηση της τουρκικής λίρας μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2013 είχε πωλήσει περίπου 15 δισ. δολάρια από τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, και επροτίθετο να πωλήσει ακόμη 6 δισ. δολάρια μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2014. Βεβαίως, σημειώνει ο κ. Μελάς, όλες αυτές οι σημαντικές πωλήσεις συναλλάγματος δεν μπορούν να συνεχισθούν δεδομένου ότι τα καθαρά συναλλαγματικά διαθέσιμα βρίσκονται κάτω από τα 40 δισ. δολάρια, γεγονός που δυσκολεύει τις ενέργειες τέτοιου τύπου.
Σύμφωνα με όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, η υποστήριξη της τουρκικής λίρας δεν μπορεί να συνεχισθεί με αυτόν τον τρόπο.
Σύμφωνα με την GaveKal (ιδρύθηκε το 2001 από τους Charles Gave και Anatole Kaletsky), η ήδη εύθραυστη ελληνική οικονομία είναι σε συγκριτικά υψηλό βαθμό εκτεθειμένη στην Τουρκία. Τα δάνεια που κατέχουν τράπεζες ελληνικών συμφερόντων (κυρίως ο όμιλος της Εθνικής, μέσω της Finansbank) ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού τους ξεπερνούν το 5%, όταν οι αμέσως επόμενες (αγγλικές, ολλανδικές) είναι στο 0,7% του ενεργητικού.
Με την ταχύτατη αύξηση του πληθωρισμού, τη «βουτιά» της λίρας σε συνδυασμό με τα γεωπολιτικά αδιέξοδα της Αγκυρας, πολλοί θα περίμεναν ότι η Τουρκία θα προχωρήσει σε αύξηση επιτοκίων. Στοιχειώδης κίνηση, στην οποία προχώρησαν πέρσι άλλες αναδυόμενες αγορές, λόγω της αναταραχής που πυροδότησε η πρόθεση και εν συνεχεία η έναρξη του tapering από την αμερικανική κεντρική τράπεζα Fed.
Ομως αντί για προσπάθεια απομόχλευσης, μέσω των επιτοκίων, ο νέος υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας δήλωσε πρόσφατα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. «Ακόμη και να θέλαμε δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια οικονομική κρίση στην Τουρκία, τόσο ισχυρή είναι» (σ.σ. η Τουρκία) δήλωσε χαρακτηριστικά ο αξιωματούχος.
Η TCMB πρέπει να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα σπάσει τον συγκεκριμένο φαύλο κύκλο. Προφανώς ο μόνος δρόμος είναι η αύξηση των επιτοκίων, ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ αλλά και για την επιβάρυνση του κόστους εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων δανείων (κυρίως των στεγαστικών) σε μια εποχή όπου η πολιτική συγκυρία είναι δύσκολη για την κυβέρνηση Ερντογάν. Σύμφωνα με όλες τις αναλύσεις, απαιτείται αύξηση των επιτοκίων τουλάχιστον κατά 3% ίσως και παραπάνω, χωρίς αυτό να εξασφαλίζει τη σταθερότητα της ισοτιμίας του νομίσματος.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές, η χώρα αντιμετωπίζει πλέον δυσεπίλυτα προβλήματα. Οχι μόνο επειδή το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έφτασε στο 8% του ΑΕΠ (το υψηλότερο μεταξύ των αναδυόμενων αγορών της MSCI) αλλά και επειδή η χώρα βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στην Ευρωζώνη, γεγονός που την καθιστά περισσότερο εξαρτημένη από τη ζώνη του ευρώ. Σε αυτά εάν συνεκτιμηθεί η ρευστή πολιτική κατάσταση, συντίθεται ένα «εκρηκτικό μείγμα».ENET.GR