Εν μέσω συνεχιζόμενων αποκαλύψεων και
εσωτερικής πολιτικής αστάθειας, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στις Βρυξέλλες. Η πρώτη μετά το
2009 επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού στην έδρα της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής εμφανιζόταν ως ευκαιρία αναθερμάνσεως μιας διαδικασίας η οποία
από το 2005 είχε μάλλον αφεθεί στην τύχη της και από τις δύο πλευρές.
Η αλλαγή των προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση συνέβαλαν στην περιθωριοποίηση των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων οι οποίες, αν και ουδέποτε διεκόπησαν, υπέφεραν σίγουρα από την απουσία ισχυρού πολιτικού ενδιαφέροντος από τα δύο μέρη. Οι κατά καιρούς δηλώσεις του κ. Ερντογάν περί «αποσύρσεως της Τουρκίας από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις» προκειμένου να διευκολύνει την ένταξή της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization-SCO) υπήρξαν ενδεικτικές ενός κλίματος αδιαφορίας αλλά και αλαζονείας.
Τα πράγματα άλλαξαν προς το τέλος του 2013, όταν η μάλλον δυσάρεστη προσγείωση στην πραγματικότητα που επέφεραν οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή για την Τουρκία σήμανε και την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ετσι θα έπρεπε να εκτιμηθεί και η μετά μακρά τουρκική κωλυσιεργία υπογραφή τον Δεκέμβριο της ευρωτουρκικής συμφωνίας για την επανεισδοχή λαθρομεταναστών. Αυτή άνοιγε τον δρόμο και για την εκπλήρωση ενός πάγιου τουρκικού αιτήματος, της καταργήσεως της υποχρεώσεως τουριστικής θεωρήσεως (βίζας) για τα ταξίδια των Τούρκων πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η καθυστέρηση του θετικού μέτρου, το οποίο είχε από καιρού ληφθεί για άλλες χώρες υποψήφιες προς ένταξη, όπως η Σερβία, αντιμετωπιζόταν από την τουρκική κοινή γνώμη ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των ευρωπαϊκών διακρίσεων εναντίον της Τουρκίας και του λαού της.
Ωστόσο, η πολιτική κρίση που συγκλονίζει την Τουρκία από τα μέσα Δεκεμβρίου είναι αδύνατον να αγνοηθεί από τις ευρωπαϊκές Αρχές. Ο χειρισμός της κρίσεως από την κυβέρνηση Ερντογάν έχει προκαλέσει έντονη και δικαιολογημένη ανησυχία στις Βρυξέλλες. Η απομάκρυνση των δικαστικών και αστυνομικών λειτουργών, οι οποίοι εμπλέκονται στην αποκάλυψη μερικών εκ των μεγαλύτερων υποθέσεων διαφθοράς στην τουρκική ιστορία, και οι επανειλημμένες δηλώσεις περί «διεθνούς συνωμοσίας» δίνουν τον τόνο μιας γιγαντιαίας επιχειρήσεως συγκαλύψεως από την πλευρά της τουρκικής κυβερνήσεως.
Τα πλήγματα που έχει δεχθεί η αρχή του κράτους δικαίου και της διακρίσεως των εξουσιών είναι αλλεπάλληλα και βαριά και είναι αδύνατον να αγνοηθούν, καθώς θέτουν πλέον σε αμφισβήτηση την ίδια την εκπλήρωση των «Κριτηρίων της Κοπεγχάγης» για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτήν τη φορά το βάρος της αυστηρής κριτικής δεν το φέρουν οι Χριστιανοδημοκράτες οι οποίοι ανέκαθεν ήταν πιο φειδωλοί στην υποστήριξη της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το φέρουν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι οι οποίοι υποστήριξαν και υποστηρίζουν την πλήρη ένταξη μιας δημοκρατικής Τουρκίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της τουρκικής κυβερνήσεως για την άρση της διοικητικής ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων και την υπαγωγή του στον πλήρη έλεγχο του υπουργού Δικαιοσύνης αναμένεται να συγκεντρώσει αυστηρή κριτική κατά τις συναντήσεις της τουρκικής αντιπροσωπείας.
Μπορεί η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού στην ευρωπαϊκή κριτική να είναι τέτοια που να οδηγηθούμε σε κρίση των ευρωτουρκικών σχέσεων; Τίποτε δεν αποκλείεται, ωστόσο οι συνέπειες μιας τέτοιας εξελίξεως για την τουρκική οικονομία θα ήταν οδυνηρές. Μια οικονομική κρίση στην αρχή ενός έτους εκλογών σίγουρα δεν συμφέρει τον κ. Ερντογάν.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ*
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Η αλλαγή των προτεραιοτήτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση συνέβαλαν στην περιθωριοποίηση των ευρωτουρκικών ενταξιακών διαπραγματεύσεων οι οποίες, αν και ουδέποτε διεκόπησαν, υπέφεραν σίγουρα από την απουσία ισχυρού πολιτικού ενδιαφέροντος από τα δύο μέρη. Οι κατά καιρούς δηλώσεις του κ. Ερντογάν περί «αποσύρσεως της Τουρκίας από τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις» προκειμένου να διευκολύνει την ένταξή της στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization-SCO) υπήρξαν ενδεικτικές ενός κλίματος αδιαφορίας αλλά και αλαζονείας.
Τα πράγματα άλλαξαν προς το τέλος του 2013, όταν η μάλλον δυσάρεστη προσγείωση στην πραγματικότητα που επέφεραν οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή για την Τουρκία σήμανε και την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Ετσι θα έπρεπε να εκτιμηθεί και η μετά μακρά τουρκική κωλυσιεργία υπογραφή τον Δεκέμβριο της ευρωτουρκικής συμφωνίας για την επανεισδοχή λαθρομεταναστών. Αυτή άνοιγε τον δρόμο και για την εκπλήρωση ενός πάγιου τουρκικού αιτήματος, της καταργήσεως της υποχρεώσεως τουριστικής θεωρήσεως (βίζας) για τα ταξίδια των Τούρκων πολιτών εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η καθυστέρηση του θετικού μέτρου, το οποίο είχε από καιρού ληφθεί για άλλες χώρες υποψήφιες προς ένταξη, όπως η Σερβία, αντιμετωπιζόταν από την τουρκική κοινή γνώμη ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των ευρωπαϊκών διακρίσεων εναντίον της Τουρκίας και του λαού της.
Ωστόσο, η πολιτική κρίση που συγκλονίζει την Τουρκία από τα μέσα Δεκεμβρίου είναι αδύνατον να αγνοηθεί από τις ευρωπαϊκές Αρχές. Ο χειρισμός της κρίσεως από την κυβέρνηση Ερντογάν έχει προκαλέσει έντονη και δικαιολογημένη ανησυχία στις Βρυξέλλες. Η απομάκρυνση των δικαστικών και αστυνομικών λειτουργών, οι οποίοι εμπλέκονται στην αποκάλυψη μερικών εκ των μεγαλύτερων υποθέσεων διαφθοράς στην τουρκική ιστορία, και οι επανειλημμένες δηλώσεις περί «διεθνούς συνωμοσίας» δίνουν τον τόνο μιας γιγαντιαίας επιχειρήσεως συγκαλύψεως από την πλευρά της τουρκικής κυβερνήσεως.
Τα πλήγματα που έχει δεχθεί η αρχή του κράτους δικαίου και της διακρίσεως των εξουσιών είναι αλλεπάλληλα και βαριά και είναι αδύνατον να αγνοηθούν, καθώς θέτουν πλέον σε αμφισβήτηση την ίδια την εκπλήρωση των «Κριτηρίων της Κοπεγχάγης» για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτήν τη φορά το βάρος της αυστηρής κριτικής δεν το φέρουν οι Χριστιανοδημοκράτες οι οποίοι ανέκαθεν ήταν πιο φειδωλοί στην υποστήριξη της πλήρους εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το φέρουν οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Φιλελεύθεροι οι οποίοι υποστήριξαν και υποστηρίζουν την πλήρη ένταξη μιας δημοκρατικής Τουρκίας στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της τουρκικής κυβερνήσεως για την άρση της διοικητικής ανεξαρτησίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων και την υπαγωγή του στον πλήρη έλεγχο του υπουργού Δικαιοσύνης αναμένεται να συγκεντρώσει αυστηρή κριτική κατά τις συναντήσεις της τουρκικής αντιπροσωπείας.
Μπορεί η αντίδραση του Τούρκου πρωθυπουργού στην ευρωπαϊκή κριτική να είναι τέτοια που να οδηγηθούμε σε κρίση των ευρωτουρκικών σχέσεων; Τίποτε δεν αποκλείεται, ωστόσο οι συνέπειες μιας τέτοιας εξελίξεως για την τουρκική οικονομία θα ήταν οδυνηρές. Μια οικονομική κρίση στην αρχή ενός έτους εκλογών σίγουρα δεν συμφέρει τον κ. Ερντογάν.
ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ*
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ