Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
kapopoulos@pegasus.gr Από την Αίγυπτο και την Τυνησία, μέχρι και την Τουρκία, βρισκόμαστε μάρτυρες της αποτυχίας, για διαφορετικούς λόγους, στο πλαίσιο διαφορετικών εθνικών συγκυριών και ιδιαιτεροτήτων, της προσπάθειας του μετριοπαθούς Πολιτικού Ισλάμ να γίνει φορέας εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης των κοινωνιών του Αραβομοσουλμανικού Κόσμου. Για την αποτυχία αυτή υπάρχουν ευθύνες στις εγγενείς αδράνειες και αντιφάσεις στα ισλαμικά πολιτικά κόμματα και σχηματισμούς, αλλά και στην απότομη μεταστροφή της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ που πολύ γρήγορα πέρασαν από την ευμενή αναμονή και κριτική στήριξη, στη γενικευμένη καχυποψία απέναντι σε κάθε μορφή και έκφανση του Πολιτικού Ισλάμ από το δεσποτικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, στη Μουσουλμανική Αδελφότητα του Μόρσι στην Αίγυπτο και στον Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ στην Τουρκία.
Την άνοιξη του 2009 λίγο μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, ο Ομπάμα πρώτα από την Κωνσταντινούπολη και αμέσως μετά από το Κάιρο έκανε το άνοιγμα προς το Μετριοπαθές Πολιτικό Ισλάμ, το οποίο η Ουάσιγκτον έβλεπε ως δυνητικό παράγοντα εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η αποστασιοποίηση έως ουδετερότητα των ΗΠΑ στη σύγκρουση Ερντογάν-Στρατηγών στην Τουρκία και η πλήρης εγκατάλειψη του Μπεναλί στην Τυνησία και στην Αίγυπτο στις αρχές του 2011, έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τη στροφή που είχε εξαγγείλει ο Ομπάμα δύο χρόνια πριν.
Η συνέχεια παρά τις τεράστιες διαφορές και τις τοπικές και εθνικές ιδιαιτερότητες υπήρξε ανησυχητική: Στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, αλλά και στην Τυνησία, οι ηγεσίες του Πολιτικού Ισλάμ χρησιμοποίησαν τακτικά το αίτημα του εκδημοκρατισμού για να ανέλθουν και να σταθεροποιηθούν στην εξουσία και στη συνέχεια σε κάθε δυσχέρεια κυβερνητικής διαχείρισης κατέφευγαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό σε μέτρα συμβολικά και ουσιαστικά που επιβεβαίωναν τις χειρότερες κατηγορίας των κοσμικών αντιπάλων τους για κρυφή ισλαμική ατζέντα.
Το πεδίο όμως στο οποίο το Πολιτικό Ισλάμ έχασε την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ είναι παραδόξως μια σύγκρουση στην οποία μέχρι και τον περασμένο Σεπτέμβριο κυρίως ο Ερντογάν αλλά και η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα είχαν τη βεβαιότητα ότι ενισχύουν τη συμμαχική χρησιμότητα και αξιοπιστία τους απέναντι στην Ουάσιγκτον.
Στη σύγκρουση της Συρίας είχε άδοξο τέλος όχι μόνον η Αραβική Ανοιξη, αλλά και κλονίσθηκε σοβαρά η αξιοπιστία του Ερντογάν: Στον άγριο και σκληρό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι Σουνίτες κατά των Αλαουιτών και των Χριστιανών πολύ γρήγορα τον έλεγχο τον πήραν εξτρεμιστές τύπου Αλ Κάιντα, για να εκπέμψουν ένα εκφοβιστικό μήνυμα ότι στο Σουνιτικό Πολιτικό Ισλάμ δεν υπάρχουν δεδομένες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε μετριοπαθείς, συντηρητικούς και ακραίους φονταμενταλιστές.
Ετσι ο Ερντογάν ο οποίος έστησε μια περιφερειακή στρατηγική στη βάση της ηγεμονίας της Αγκυρας επί του Σουνιτικού Ισλάμ στον Αραβικό Κόσμο και αλλού μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο: η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας πήρε θρησκευτικό-ιδεολογικό χαρακτήρα και ήταν ταυτόχρονα ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης και εργαλείο συσπείρωσης της κομματικής και εκλογικής του βάσης μαζί με μια ρητορική ισλαμικών αναφορών και συμβολισμών.
Οταν ο Ερντογάν αποφάσισε να κάνει πρότυπό του τον Σουλτάνο Σελήμ, τον κατακτητή της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, και τον σφαγέα των Σιιτών-Αλαουιτών, έδωσε πρώτον τη χαριστική βολή σε όσους μη ισλαμιστές συνοδοιπορούσαν ακόμη μαζί του, πιστεύοντας ότι ακόμη προωθεί τον πλήρη εκδημοκρατισμό και δεύτερον, νομιμοποίησε ηθελημένα ή αθέλητα τη δράση των ακραίων φονταμενταλιστών στη Συρία.
Εδώ και έξι μήνες οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές: Εξέγερση της κοινωνίας των πολιτών στην Κωνσταντινούπολη και στις μεγάλες πόλεις με τις θεωρίες της συνωμοσίας του Ερντογάν για ξένο δάκτυλο να μην αλλάζουν την ουσία μιας αυθεντικής ανάφλεξης, προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και αμερικανική στροφή στη Συρία και στο Ιράν και αποκαλύψεις για διαφθορά στην Τουρκία με φόντο τη σύγκρουση του Τούρκου πρωθυπουργού με τον Ιμάμη Γκιουλέν.Ο Ερντογάν έκανε τη μεγαλύτερη συνωμοσία σε βάρος του εαυτού του: Εχασε την ευρύτερη στήριξη πέραν του Πολιτικού Ισλάμ και από παράγοντας λύσης στη Μέση Ανατολή, έγινε μέρος ή καλύτερα ο σκληρός πυρήνας του προβλήματος.
kapopoulos@pegasus.gr Από την Αίγυπτο και την Τυνησία, μέχρι και την Τουρκία, βρισκόμαστε μάρτυρες της αποτυχίας, για διαφορετικούς λόγους, στο πλαίσιο διαφορετικών εθνικών συγκυριών και ιδιαιτεροτήτων, της προσπάθειας του μετριοπαθούς Πολιτικού Ισλάμ να γίνει φορέας εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης των κοινωνιών του Αραβομοσουλμανικού Κόσμου. Για την αποτυχία αυτή υπάρχουν ευθύνες στις εγγενείς αδράνειες και αντιφάσεις στα ισλαμικά πολιτικά κόμματα και σχηματισμούς, αλλά και στην απότομη μεταστροφή της Δύσης και ιδιαίτερα των ΗΠΑ που πολύ γρήγορα πέρασαν από την ευμενή αναμονή και κριτική στήριξη, στη γενικευμένη καχυποψία απέναντι σε κάθε μορφή και έκφανση του Πολιτικού Ισλάμ από το δεσποτικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, στη Μουσουλμανική Αδελφότητα του Μόρσι στην Αίγυπτο και στον Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ στην Τουρκία.
Την άνοιξη του 2009 λίγο μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, ο Ομπάμα πρώτα από την Κωνσταντινούπολη και αμέσως μετά από το Κάιρο έκανε το άνοιγμα προς το Μετριοπαθές Πολιτικό Ισλάμ, το οποίο η Ουάσιγκτον έβλεπε ως δυνητικό παράγοντα εκδημοκρατισμού και σταθεροποίησης στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η αποστασιοποίηση έως ουδετερότητα των ΗΠΑ στη σύγκρουση Ερντογάν-Στρατηγών στην Τουρκία και η πλήρης εγκατάλειψη του Μπεναλί στην Τυνησία και στην Αίγυπτο στις αρχές του 2011, έμοιαζαν να επιβεβαιώνουν τη στροφή που είχε εξαγγείλει ο Ομπάμα δύο χρόνια πριν.
Η συνέχεια παρά τις τεράστιες διαφορές και τις τοπικές και εθνικές ιδιαιτερότητες υπήρξε ανησυχητική: Στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, αλλά και στην Τυνησία, οι ηγεσίες του Πολιτικού Ισλάμ χρησιμοποίησαν τακτικά το αίτημα του εκδημοκρατισμού για να ανέλθουν και να σταθεροποιηθούν στην εξουσία και στη συνέχεια σε κάθε δυσχέρεια κυβερνητικής διαχείρισης κατέφευγαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό σε μέτρα συμβολικά και ουσιαστικά που επιβεβαίωναν τις χειρότερες κατηγορίας των κοσμικών αντιπάλων τους για κρυφή ισλαμική ατζέντα.
Το πεδίο όμως στο οποίο το Πολιτικό Ισλάμ έχασε την εμπιστοσύνη των ΗΠΑ είναι παραδόξως μια σύγκρουση στην οποία μέχρι και τον περασμένο Σεπτέμβριο κυρίως ο Ερντογάν αλλά και η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα είχαν τη βεβαιότητα ότι ενισχύουν τη συμμαχική χρησιμότητα και αξιοπιστία τους απέναντι στην Ουάσιγκτον.
Στη σύγκρουση της Συρίας είχε άδοξο τέλος όχι μόνον η Αραβική Ανοιξη, αλλά και κλονίσθηκε σοβαρά η αξιοπιστία του Ερντογάν: Στον άγριο και σκληρό πόλεμο που εξαπέλυσαν οι Σουνίτες κατά των Αλαουιτών και των Χριστιανών πολύ γρήγορα τον έλεγχο τον πήραν εξτρεμιστές τύπου Αλ Κάιντα, για να εκπέμψουν ένα εκφοβιστικό μήνυμα ότι στο Σουνιτικό Πολιτικό Ισλάμ δεν υπάρχουν δεδομένες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε μετριοπαθείς, συντηρητικούς και ακραίους φονταμενταλιστές.
Ετσι ο Ερντογάν ο οποίος έστησε μια περιφερειακή στρατηγική στη βάση της ηγεμονίας της Αγκυρας επί του Σουνιτικού Ισλάμ στον Αραβικό Κόσμο και αλλού μπήκε σε έναν φαύλο κύκλο: η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας πήρε θρησκευτικό-ιδεολογικό χαρακτήρα και ήταν ταυτόχρονα ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης και εργαλείο συσπείρωσης της κομματικής και εκλογικής του βάσης μαζί με μια ρητορική ισλαμικών αναφορών και συμβολισμών.
Οταν ο Ερντογάν αποφάσισε να κάνει πρότυπό του τον Σουλτάνο Σελήμ, τον κατακτητή της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου, και τον σφαγέα των Σιιτών-Αλαουιτών, έδωσε πρώτον τη χαριστική βολή σε όσους μη ισλαμιστές συνοδοιπορούσαν ακόμη μαζί του, πιστεύοντας ότι ακόμη προωθεί τον πλήρη εκδημοκρατισμό και δεύτερον, νομιμοποίησε ηθελημένα ή αθέλητα τη δράση των ακραίων φονταμενταλιστών στη Συρία.
Εδώ και έξι μήνες οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές: Εξέγερση της κοινωνίας των πολιτών στην Κωνσταντινούπολη και στις μεγάλες πόλεις με τις θεωρίες της συνωμοσίας του Ερντογάν για ξένο δάκτυλο να μην αλλάζουν την ουσία μιας αυθεντικής ανάφλεξης, προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και αμερικανική στροφή στη Συρία και στο Ιράν και αποκαλύψεις για διαφθορά στην Τουρκία με φόντο τη σύγκρουση του Τούρκου πρωθυπουργού με τον Ιμάμη Γκιουλέν.Ο Ερντογάν έκανε τη μεγαλύτερη συνωμοσία σε βάρος του εαυτού του: Εχασε την ευρύτερη στήριξη πέραν του Πολιτικού Ισλάμ και από παράγοντας λύσης στη Μέση Ανατολή, έγινε μέρος ή καλύτερα ο σκληρός πυρήνας του προβλήματος.