Για πρώτη φορά στη «Φωνή της
Ρωσίας» η βουλευτής του ΚΚΕ, Λιάνα Κανέλλη, αναλύει τις συνθήκες
διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα.
Καταφύγιο εννοείτε ως μέσο για να εκφραστείτε;
Γιατί όμως αυτό συνέβη το ’99; Τι το προκάλεσε;
Άρα εσείς ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ είχατε προβλήματα στο να εκφραστείτε;
Θα εντοπίζατε κάποια διαφορά από τηλεόραση σε εφημερίδα και από κανάλι σε κανάλι;
Και στις εφημερίδες;
Όσον αφορά τις πολιτικές ειδήσεις στην Ελλάδα, θεωρείτε ότι στις εφημερίδες γίνεται ανάλυση ή όχι;
Ο Χάμπερμας υποστηρίζει ότι «η επικοινωνία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες». Μπορούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει στην Ελλάδα;
Με
το κόμμα αρχικά κατέβηκα στις συνδικαλιστικές εκλογές της ΠΟΕΣΥ το
1993.Το 1999 κατέβηκα με το ΚΚΕ στις Ευρωεκλογές και αμέσως μετά, το
2000, εκλέχτηκα βουλευτής Αθηνών και από τότε άλλες έξι φορές. Υπήρξε
ένα μεγάλο κίνητρο που με έκανε να κατέβω στο στίβο μιας αστικής
πολιτικής που, ούτως ή άλλως δεν την εκτιμώ, την θεωρώ ένα φθαρμένο
σύστημα, το οποίο έχει καταργήσει την αντιπροσωπευτικότητα και μάλιστα
έχει μειώσει την ανάμειξη των πολιτών, τους κατάργησε από πολίτες και
τους έχει κάνει αντικείμενο, το οποίο εκφράζεται μία φορά κάθε τόσο κάτω
από συνθήκες απολύτως ανελεύθερες και εκβιαστικές.
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο κατέβηκα στις εκλογές για πρώτη φορά ήταν η εμπειρία που είχα από τη Ρουάντα, για την οποία έχω γράψει και βιβλίο (για το 1992 ), οπότε άρχισα να έχω περισσότερο πολιτικό ακτιβισμό και η δεύτερη φορά ήταν ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία. Ήταν η υπόθεση Οτσαλάν και ο πόλεμος, ο οποίος με έβγαλε στον δρόμο. Ήμουν ένας άνθρωπος, ο οποίος δούλευε στα media από το 1975 και μάλιστα με ένα σωρό παρατσούκλια ως μία και μοναδική γυναικεία φιγούρα και δεν άντεχα. Ένιωθα ότι είχε κλείσει ο κύκλος μου στην τηλεόραση, γιατί στην τηλεόραση έβλεπα την πορεία της πολιτικής. Είχα δηλώσει μάλιστα σ’ ένα συνέδριο ότι τελειώνει η πολιτική όπως την ξέρουμε και θα γίνει επικοινωνιακή πολιτική. Ήθελα να τελειώσω με την τηλεόραση, αλλά δεν φαντάστηκα πως για να αρχίσω με την πολιτική, έπρεπε να ξανακάνω τηλεόραση, αυτή ήταν η πρώτη αλλαγή.
Το δεύτερο είναι ότι μέχρι το 1999, δηλαδή την εποχή της μεγάλης διαστρέβλωσης των όρων, που αλλοίωναν την λογική των πολιτών, όπως «παράπλευρες απώλειες, ειρηνευτική αποστολή, αποτελεσματικές βόμβες γραφίτη, παροχή ασύλου με αστικές διαδικασίες στον Οτσαλάν 2,5 μήνες αφ’ ότου έχει συλληφθεί και έχει παραδοθεί.» Κάποτε με είχε ρωτήσει ο πρώτος μου αρχισυντάκτης στο ιστορικό περιοδικό «Επίκαιρα» τί θα κάνω την δημοσιογραφία, τα νομικά που έχω σπουδάσει και την ποίηση, και τότε απάντησα ότι θέλω την δημοσιογραφία για επίθεση, την νομική για άμυνα και την ποίηση για καταφύγιο. Από το 1999 γνώρισα το ακριβώς ανάποδο: Ήθελα τη νομική ή και την ποίηση για επίθεση και την δημοσιογραφία για καταφύγιο διότι είναι καταφύγιο όταν πρέπει να παίξεις με τέτοιους όρους.
Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο κατέβηκα στις εκλογές για πρώτη φορά ήταν η εμπειρία που είχα από τη Ρουάντα, για την οποία έχω γράψει και βιβλίο (για το 1992 ), οπότε άρχισα να έχω περισσότερο πολιτικό ακτιβισμό και η δεύτερη φορά ήταν ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία. Ήταν η υπόθεση Οτσαλάν και ο πόλεμος, ο οποίος με έβγαλε στον δρόμο. Ήμουν ένας άνθρωπος, ο οποίος δούλευε στα media από το 1975 και μάλιστα με ένα σωρό παρατσούκλια ως μία και μοναδική γυναικεία φιγούρα και δεν άντεχα. Ένιωθα ότι είχε κλείσει ο κύκλος μου στην τηλεόραση, γιατί στην τηλεόραση έβλεπα την πορεία της πολιτικής. Είχα δηλώσει μάλιστα σ’ ένα συνέδριο ότι τελειώνει η πολιτική όπως την ξέρουμε και θα γίνει επικοινωνιακή πολιτική. Ήθελα να τελειώσω με την τηλεόραση, αλλά δεν φαντάστηκα πως για να αρχίσω με την πολιτική, έπρεπε να ξανακάνω τηλεόραση, αυτή ήταν η πρώτη αλλαγή.
Το δεύτερο είναι ότι μέχρι το 1999, δηλαδή την εποχή της μεγάλης διαστρέβλωσης των όρων, που αλλοίωναν την λογική των πολιτών, όπως «παράπλευρες απώλειες, ειρηνευτική αποστολή, αποτελεσματικές βόμβες γραφίτη, παροχή ασύλου με αστικές διαδικασίες στον Οτσαλάν 2,5 μήνες αφ’ ότου έχει συλληφθεί και έχει παραδοθεί.» Κάποτε με είχε ρωτήσει ο πρώτος μου αρχισυντάκτης στο ιστορικό περιοδικό «Επίκαιρα» τί θα κάνω την δημοσιογραφία, τα νομικά που έχω σπουδάσει και την ποίηση, και τότε απάντησα ότι θέλω την δημοσιογραφία για επίθεση, την νομική για άμυνα και την ποίηση για καταφύγιο. Από το 1999 γνώρισα το ακριβώς ανάποδο: Ήθελα τη νομική ή και την ποίηση για επίθεση και την δημοσιογραφία για καταφύγιο διότι είναι καταφύγιο όταν πρέπει να παίξεις με τέτοιους όρους.
Καταφύγιο εννοείτε ως μέσο για να εκφραστείτε;
Ακριβώς.
Ήτανε καταφύγιο για να εκφραστείς. Έβλεπες διαστρέβλωση των άλλων.
Μέχρι το ‘99 πάρα πολλές φορές οι συζητήσεις σε κρατικούς φορείς και
τέτοια, ο δημόσιος διάλογος που λέμε, είχε και ιστορικά σημεία, έκανε
και παραπομπές, είχαμε τον Εμφύλιο, είχαμε μια αντίληψη των Βαλκανίων,
είχαμε μια αίσθηση Κοσσόβου και την έκαναν και οι χριστιανοδεξιοί και οι
χριστιανοαριστεροί. Υπήρχαν έννοιες όπως «το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ», δεν
αμφισβητείτο ο πατριωτισμός των Κομμουνιστών Ελλήνων, αντίθετα τον
εξήραν πέρα από την πολιτική του δύναμη. Από το ‘99 και μετά άλλαξαν
όλα, μπήκε στον δημόσιο διάλογο μια έκφραση «εδώ και τώρα», το οποίο
καταργούσε κάθε συνοχή με την κοινωνία, κάθε εμπειρική γνώση.
Γιατί όμως αυτό συνέβη το ’99; Τι το προκάλεσε;
Οι
μεγάλες αλλαγές στα Βαλκάνια, το «Μακεδονικό», η Γιουγκοσλαβία, ο
φρικτός πόλεμος στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προκύπτουν υβρίδια στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή κράτη που είναι το μισό κράτος εθνικότητας και
το άλλο θρησκευτικότητας, όπως η Βοσνία - Ερζεγοβίνη και έπρεπε να
προετοιμαστεί η κοινή γνώμη, ενώ επιπλέον είμαστε έτοιμοι να μπούμε στην
Ευρωζώνη. Άρα υπήρχε και πολιτική και γεωστρατηγική σκοπιμότητα να μην
καταλαβαίνει ο κόσμος περί τίνος πρόκειται. Τα τελευταία σπαράγματα
δημόσιας κατανόησης ήταν η κινητοποίηση της ΚΝΕ και του ΚΚΕ στο λιμάνι
της Θεσσαλονίκης, όταν η πλειοψηφία του κόσμου έλεγε όχι στην παρέμβαση
στον πόλεμο. Σήμερα υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν γίνεται στα media κανένας
διάλογος πέραν της τρόικας, της φτώχειας, του δανείου, με λαϊκίστικο
τόνο πέραν πάσης πραγματικότητας και νομίζω ότι τον τόνο τον έδωσε
εκείνη η περίφημη αλλοίωση των στατιστικών στοιχείων, καθώς ξαφνικά
είναι σαν να νομιμοποιείται ο καθένας να αλλοιώνει οποιοδήποτε στοιχείο
για οποιοδήποτε λόγο. Έφτασε σε τέτοιο επίπεδο η πολιτική συζήτηση, ώστε
ο επικεφαλής του ΤΑΥΠΕΔ να δίνει συνέντευξη στην νορβηγική τηλεόραση
και να λέει: «fuck them all». Αν θα μπορούσε δηλαδή να καταλάβει κανείς
τη διαφορά, από το «για την Ελλάδα, ρε γαμώτο» της Πατουλίδου φτάσαμε
στην κουβέντα του Σταυρίδη του ΤΑΥΠΕΔ.
Άρα εσείς ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ είχατε προβλήματα στο να εκφραστείτε;
Τεράστια.
Εγώ ως πολιτικός δεν απεμπόλησα ποτέ τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα
καθώς έχω μια πιο ολιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων και κυρίως το ότι
αισθάνομαι το καθήκον και ως πολιτικός, αλλά και ως δημοσιογράφος την
ώρα που μιλάω να παρέχω και κάποια πληροφόρηση. Μόλις πήγαινα- και το
αντιμετωπίζω και τώρα- να παράσχω μία πληροφόρηση, έπρεπε οπωσδήποτε να
μην ακουστεί, να μην μαθευτεί κάτι παραπάνω.
Θα εντοπίζατε κάποια διαφορά από τηλεόραση σε εφημερίδα και από κανάλι σε κανάλι;
Στην τηλεόραση απλούστατα καταργήθηκε η συζήτηση.
Και στις εφημερίδες;
Καταργήθηκε
και καταργήθηκαν και οι διεθνείς ειδήσεις. Μιλάνε όλοι για την
παγκοσμιοποίηση, αλλά οι διεθνείς ειδήσεις, ο περίγυρος, η τοποθέτηση
μιας χώρας στον διεθνή περίγυρο δεν υπάρχει. Μιλάμε μόνο για τα
νομίσματα λες και είμαστε πίσω στην δεκαετία του ‘60. Αυτό είναι η μία
διαφορά. Στις εφημερίδες οι στήλες των εξωτερικών ειδήσεων, οι αναλύσεις
συντομεύτηκαν και πλέον αντιμετωπίζονται σαν «σεντόνια». Υπάρχει και
ένας μεγάλος επανακαθορισμός αυτών των πραγμάτων εξαιτίας της ευκολίας
πρόσβασης σε διεθνή μέσα, δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να δουν
πολλές διαφορετικές πηγές, αλλά αυτοί είναι ολοένα και λιγότεροι γιατί
ούτε χρόνος υπάρχει, ούτε χρήμα για να είσαι σε διαδίκτυο επί πληρωμή γι
αυτήν την ασχολία, και επιπλέον ήρθε και η «θεοποίηση» του αυθόρμητα
ανέγκυρου, που λέγεται «διαδίκτυο» και «youtube». Εκεί λοιπόν έχει
«σκοτωθεί» η δημοσιογραφία από τον εκάστοτε διαχέοντα πληροφορία από
οπουδήποτε και σε κάθε επίπεδο. Αν κοιτάξουμε, θα δούμε ότι ο επικεφαλής
των wiki leaks διώκεται για σεξουαλική παρενόχληση και ο «στρατιωτάκος»
που έβγαλε τα επόμενα δηλώνει ότι θέλει να ζήσει ως γυναίκα. Bλέπουμε
ότι παλιά πρότυπα χρησιμοποιούνται με τις καινούργιες μεθόδους και,
επομένως όπου τα συναντάμε θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί για την
αληθοφάνεια των ειδήσεων.
Όσον αφορά τις πολιτικές ειδήσεις στην Ελλάδα, θεωρείτε ότι στις εφημερίδες γίνεται ανάλυση ή όχι;
Στα
πολιτικά της Ελλάδας όχι, αντίθετα τώρα πλέον στον τομέα αυτόν αναλύουν
φιγούρες που συγκεκριμενοποιούν πολιτικές κατευθύνσεις, συνδέουμε
δηλαδή τα πρόσωπα των εφημερίδων κατά τα παλιά πρότυπα: αγγλικό,
γαλλικό, ρωσικό κόμμα. Είναι δηλαδή ένα πισωγύρισμα του ρολογιού με
μοντέρνα μέσα σαν να κάνει κάποιος αναπαλαίωση της εποχής στην Ελλάδα
από το 1897 με το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη μέχρι το 1913 που
γίνεται η σύμβαση και φτάνουμε στο Σεράγεβο με τη δολοφονία του
Αρχιδούκα.
Γι αυτό, όμως, φταίνε οι «κακοί δημοσιογράφοι» ή οι «κακοί πολιτικοί»;
Πρώτα
απ’ όλα φταίει η Παιδεία. Δεύτερον φταίει η πολιτική Παιδεία, διότι από
την μεταπολίτευση και μετά κυριάρχησε ο λαϊκισμός και η έκδηλη
επιθετικότητα, η οποία δεν είναι καινούργια για κάποιον που ζει στην
Ελλάδα. Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό: Επειδή τώρα θέλουν και έχουν
δηλώσει ότι θα χρησιμοποιήσουν την γκεμπελική τακτική οι χρυσαυγίτες και
οι νεοναζί, πέρσι και πρόπερσι φώναζαν όλοι και διαμαρτύρονταν για την
Βουλή και κατηγορούσαν το ΚΚΕ και τον Παφίλη που είχε βγει έξω για να
μην τους αφήσει να μπούνε μέσα. Αυτή την στιγμή δεν ακούς τίποτα
περιέργως εναντίον των Βουλευτών γιατί οι χρυσαυγίτες που είχαν
προκαλέσει όλο αυτό το σκηνικό μαζεύοντας και ένα κάρο δυσαρεστημένους
ξαφνικά, επειδή ήθελαν να κάνουν ό,τι κάνουν πίσω από την βουλευτική
ασυλία, τώρα πλέον έχουν αρχίσει και με εκλεγμένους βουλευτές του
Κοινοβουλίου να προβαίνουν σε ενέργειες (χειροδικίες) που δεν συνάδουν
με την δημοκρατία. Και ξαφνικά δεν διαμαρτύρεται κανείς για την Βουλή,
γιατί θέλουν να είναι οι ίδιοι μέσα. Εκεί βλέπουμε την απόδειξη του
λαϊκισμού. Η πλατεία Συντάγματος δεν ήταν αγανακτισμένοι, ήταν ένα
συνονθύλευμα, το οποίο χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό τρικ για να
συγκεντρώσει τα «ασυγκέντρωτα».
Η οικονομική κρίση πώς ήρθε να επηρεάσει όλο αυτό;
Η
οικονομική κρίση νομιμοποίησε το «ο θάνατός σου, η ζωή μου» καθώς πριν
ήταν όλοι «έξω από το σύστημα» και ήταν ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τις
τωρινές συγκυρίες. Η κρίση ήρθε και έδωσε τη νομιμοποίηση σε όλο αυτό,
έγινε χρήσιμο όπλο στα χέρια των αφεντικών συκοφαντώντας τον
συνδικαλισμό. Ήρθε η κρίση και η μη κυβερνητική οργάνωση που δούλεψε
τόσα πολλά χρόνια και οι ανεξάρτητες αρχές που ήταν τα δύο όπλα του
λαϊκισμού αλλοίωσαν την πολιτική σε σημείο να μην ασχολούνται οι πολίτες
κρίνοντάς την δημοσκοπική. Και τώρα πλέον κυβερνάμε με βάση τις
δημοσκοπήσεις οι οποίες αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Η κρίση
δημιούργησε την άγνοια ( για θέματα όπως το Συριακό). Παλιά, αν γινόταν
αυτή η συζήτηση για το Συριακό θα εκφράζονταν πολλές διαφορετικές φωνές.
Τώρα πλέον αυτές οι φωνές δεν ακούγονται. Η μεγάλη διαφορά που βλέπω
στους πολίτες σήμερα στην σχέση τους με την πολιτική είναι ότι υπέκυψαν
στην πλύση εγκεφάλου από τα media σε μία γενιά δημοσιογράφων, η οποία
βγήκε και είναι ανιστόρητη.
Το 1999 όταν γινόταν η σύσκεψη στην Κολωνία και έβγαινε η απόφαση για την επίθεση στην Σερβία, η πρώτη είδηση ήταν το menu των πολιτικών, το τι φάγανε. Ποιος θα ασχοληθεί με την G20 και την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Συρία; Σκέψου, μάλιστα ότι εξαιτίας αυτού του πράγματος μπορεί να βγει η Χρυσή Αυγή και να δηλώσει «εμείς θα γίνουμε η Χεσμπολάχ της Ελλάδας» χωρίς να έχει πολιτικές επιπτώσεις γιατί κανείς δεν ξέρει τι είναι η Χεσμπολάχ. Στη Ελλάδα μιλάμε για τους αδελφούς Μουσουλμάνους και δεν ξέρουμε ότι δημιουργήθηκαν το 1920. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο απομάκρυναν τους πολίτες από την πολιτική και τους έφτασαν σε τέτοιο σημείο που πλέον δεν ακούν τίποτα και δυσκολεύει πάρα πολύ η δουλειά του πολιτικού. Βγάζουν και οι πολιτικοί, κυρίως του αστικού καθεστώτος, γιατί εμείς κρατάμε διαφορετική στάση, τα μάτια τους ως προς την πολιτική επικοινωνία στο να ακουστούν με το twitter. Αν παρατηρήσεις, οι σοβαρές ειδήσεις στην Ελλάδα προκύπτουν από το twitter.
Βουλευτές, υπουργοί διατυπώνουν τις απόψεις τους στο twitter και όχι στη Βουλή. Φτάσαμε στο σημείο η «χώρα των προσφύγων» που λεγόταν Ελλάς από εκεί που έστελνε τους ανθρώπους λόγω φτώχειας στη Γερμανία, τώρα πλέον να μιλάμε για μετανάστευση Ελλήνων μορφωμένων και να την χαρακτηρίζουμε ηρωική πράξη. Το σύστημα δούλεψε με βάση την ναζιστική αντίληψη περί σπειροειδούς εκμετάλλευσης της σιωπηλής πλειοψηφίας. Υπήρχε η αντίληψη πως όποιος αυτοκτονούσε στην πλατεία Συντάγματος, όπως εκείνος ο ηλικιωμένος άντρας, θεωρούνταν ήρωας. Και όλα αυτά συμβαίνουν σ’ έναν πολιτισμό ελληνικό, όπου ο αληθινός ήρωας χαρακτηρίζεται για την προσφορά του υπέρ τρίτων. Θυσιάζει τη ζωή του υπέρ τρίτων. Ο Σπαρτιάτης πέφτει στις Θερμοπύλες υπέρ τρίτων και όχι για τον εαυτό του. Εδώ τώρα το να μην αντέχει κάποιος και να αυτοκτονεί γίνεται ξαφνικά ηρωικό. Είναι μια διαστρέβλωση εξαιρετικά επικίνδυνη. Έχει αλλάξει πλέον το πνεύμα.
Το 1999 όταν γινόταν η σύσκεψη στην Κολωνία και έβγαινε η απόφαση για την επίθεση στην Σερβία, η πρώτη είδηση ήταν το menu των πολιτικών, το τι φάγανε. Ποιος θα ασχοληθεί με την G20 και την ιμπεριαλιστική επέμβαση στην Συρία; Σκέψου, μάλιστα ότι εξαιτίας αυτού του πράγματος μπορεί να βγει η Χρυσή Αυγή και να δηλώσει «εμείς θα γίνουμε η Χεσμπολάχ της Ελλάδας» χωρίς να έχει πολιτικές επιπτώσεις γιατί κανείς δεν ξέρει τι είναι η Χεσμπολάχ. Στη Ελλάδα μιλάμε για τους αδελφούς Μουσουλμάνους και δεν ξέρουμε ότι δημιουργήθηκαν το 1920. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο απομάκρυναν τους πολίτες από την πολιτική και τους έφτασαν σε τέτοιο σημείο που πλέον δεν ακούν τίποτα και δυσκολεύει πάρα πολύ η δουλειά του πολιτικού. Βγάζουν και οι πολιτικοί, κυρίως του αστικού καθεστώτος, γιατί εμείς κρατάμε διαφορετική στάση, τα μάτια τους ως προς την πολιτική επικοινωνία στο να ακουστούν με το twitter. Αν παρατηρήσεις, οι σοβαρές ειδήσεις στην Ελλάδα προκύπτουν από το twitter.
Βουλευτές, υπουργοί διατυπώνουν τις απόψεις τους στο twitter και όχι στη Βουλή. Φτάσαμε στο σημείο η «χώρα των προσφύγων» που λεγόταν Ελλάς από εκεί που έστελνε τους ανθρώπους λόγω φτώχειας στη Γερμανία, τώρα πλέον να μιλάμε για μετανάστευση Ελλήνων μορφωμένων και να την χαρακτηρίζουμε ηρωική πράξη. Το σύστημα δούλεψε με βάση την ναζιστική αντίληψη περί σπειροειδούς εκμετάλλευσης της σιωπηλής πλειοψηφίας. Υπήρχε η αντίληψη πως όποιος αυτοκτονούσε στην πλατεία Συντάγματος, όπως εκείνος ο ηλικιωμένος άντρας, θεωρούνταν ήρωας. Και όλα αυτά συμβαίνουν σ’ έναν πολιτισμό ελληνικό, όπου ο αληθινός ήρωας χαρακτηρίζεται για την προσφορά του υπέρ τρίτων. Θυσιάζει τη ζωή του υπέρ τρίτων. Ο Σπαρτιάτης πέφτει στις Θερμοπύλες υπέρ τρίτων και όχι για τον εαυτό του. Εδώ τώρα το να μην αντέχει κάποιος και να αυτοκτονεί γίνεται ξαφνικά ηρωικό. Είναι μια διαστρέβλωση εξαιρετικά επικίνδυνη. Έχει αλλάξει πλέον το πνεύμα.
Ο Χάμπερμας υποστηρίζει ότι «η επικοινωνία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες». Μπορούμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο ισχύει στην Ελλάδα;
Σχετικά
με την άποψη αυτή δεν έχω καμία αντίρρηση, φτάνει να μου πει κάποιος
ποιος έχει στα χέρια του το κεφάλαιο και τα μέσα παραγωγής. Γιατί όταν
κάποιος χρησιμοποιεί το κεφάλαιο ως όπλο για τα δικά του συμφέροντα, το
αξίωμα του Χάμπερμας οφείλει να ισχύει πλην του γεγονότος ότι στο αστικό
καθεστώς με βάση την διάκριση των εξουσιών εφευρέθηκε η τέταρτη εξουσία
που είναι τα ΜΜΕ και επιβλήθηκε στις άλλες τρεις. Ακόμα και με όρους
αστικού διαχωρισμού των εξουσιών σε δικαστική, εκτελεστική και
νομοθετική, όλοι μιλούν για μια τέταρτη εξουσία, η οποία επιβλήθηκε και
έγινε πρώτη ως τεχνολογική εξέλιξη στα χέρια λίγων ανθρώπων, όπως για
παράδειγμα η Google και η Apple και άλλες εταιρίες. Επιπλέον πάνω σ’
αυτό ας πάρουμε την άλλη εκδοχή: «το μέσον είναι το μήνυμα». Εγώ είμαι
οπαδός αυτής της αντίληψης. Το μέσον είτε αυτό λέγεται διαδίκτυο, είτε
facebook σήμερα μετατρέπει την αλήθεια σε πραγματικότητα για το κέρδος.
Για την άποψη του Χάμπερμας θεωρώ πως αυτά μπορεί να τα υποστηρίξει κάποιος αφού έχει προσδιορίσει την αξία και την υπεραξία των μέσων παραγωγής του επικοινωνιακού προϊόντος. Πλέον η επικοινωνία είναι βαριά βιομηχανία. Επομένως, εξαιρετικά απλά πρέπει κάποιος να γυρίσει, θέλοντας και μη, στον Μαρξ και στα μέσα παραγωγής. Εγώ απαντώ στον Χάμπερμας πως αν το Matrix-που είχε γραφτεί το 1952, αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει τότε- είχε βγει το 1952, και δεν γινόταν ταινία στην δεκαετία του 90, θα υποστήριζε κάτι τέτοιο σήμερα; Ένα σημαντικό θέμα είναι τί σημαίνει πραγματικά «κομμουνισμός στην επικοινωνία». Υπάρχει, μάλιστα, και κάτι άλλο που απαντά στον Χάμπερμας. Τις τέχνες τις λέμε εφτά, με βάση την αντίληψη της παλιάς κουλτούρας. Ήταν έξι και η έβδομη ήταν το σινεμά. Η διαφήμιση τι είναι;
Για την άποψη του Χάμπερμας θεωρώ πως αυτά μπορεί να τα υποστηρίξει κάποιος αφού έχει προσδιορίσει την αξία και την υπεραξία των μέσων παραγωγής του επικοινωνιακού προϊόντος. Πλέον η επικοινωνία είναι βαριά βιομηχανία. Επομένως, εξαιρετικά απλά πρέπει κάποιος να γυρίσει, θέλοντας και μη, στον Μαρξ και στα μέσα παραγωγής. Εγώ απαντώ στον Χάμπερμας πως αν το Matrix-που είχε γραφτεί το 1952, αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει τότε- είχε βγει το 1952, και δεν γινόταν ταινία στην δεκαετία του 90, θα υποστήριζε κάτι τέτοιο σήμερα; Ένα σημαντικό θέμα είναι τί σημαίνει πραγματικά «κομμουνισμός στην επικοινωνία». Υπάρχει, μάλιστα, και κάτι άλλο που απαντά στον Χάμπερμας. Τις τέχνες τις λέμε εφτά, με βάση την αντίληψη της παλιάς κουλτούρας. Ήταν έξι και η έβδομη ήταν το σινεμά. Η διαφήμιση τι είναι;
Θεωρείτε ότι είναι τέχνη;
Είναι
η τέχνη της παραπληροφόρησης. Αλλά είναι η όγδοη. Είναι η τέχνη που
χρησιμοποιεί τις προηγούμενες εφτά και έχει αναχθεί σε υψίστης μορφής
τέχνη.
Από
το 2009 και μετά, πέραν της οικονομικής κρίσης, θεωρείτε ότι
κυριάρχησαν άλλα θέματα στα ΜΜΕ της Ελλάδας ή πιστεύετε ότι θα έπρεπε να
γίνει εκτενέστερη ανάλυση σε κάποια θέματα, αλλά δεν έγινε;
Κυριαρχούσαν
διάφορα λαϊκίστικα θέματα του τύπου «καθημερινός πολίτης», «μέσος
πολίτης». Η έννοια «μέσος πολίτης» είναι στην ουσία η κατάργηση του
ανθρώπου, η κατάργηση του εργαζόμενου. Σ’ αυτή τη φάση, λοιπόν, από το
2009 και μετά, κυριαρχούσαν οι αυτοκτονίες στο Σύνταγμα, οι
Αγανακτισμένοι του Συντάγματος για να κρύψουν το εξής πολιτικό γεγονός:
αυτή η χώρα έχει ψηφίσει και μάλιστα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μέσα
στην Βουλή, με την «τήρηση» των κανονισμών πέντε κόμματα και εντός της
ψηφοφορίας προκύπτουν δέκα κόμματα. Έγινε δηλαδή ένα «σπάσιμο» των
κομμάτων και των συμφερόντων εντός του Κοινοβουλίου και μάλιστα κατέληξε
η χώρα μας να έχει έναν πρωθυπουργό που μιλά για τα μνημόνια, ενώ δεν
έχει εκλεγεί. Ποτέ δεν έχει γίνει συζήτηση γι αυτό. Είναι η ίδια «ράτσα»
που πριν 15 χρόνια μιλούσε για το Σύνταγμα ή για τους σεισμούς με
ανάγκη πληροφόρησης σε βάθος ώστε ο καθένας από μας να γίνεται περίπου
συνταγματολόγος και περίπου σεισμολόγος. Τώρα έχουν γίνει όλοι «περίπου
πλιατσικολόγοι». Μία λέξη υπάρχει για να περιγράψει τι έχει συμβεί στα
media: «λουμπενοποιήθηκε» η επικοινωνία στο επίπεδο της πολιτικής. Μέχρι
σήμερα λέγαμε όλοι: «ποδοσφαιροποιήθηκε η ελληνική ζωή». Σήμερα αυτό
δεν το λες γιατί προσβάλλεις το ποδόσφαιρο. Είναι σοβαρότερο.
Υπάρχει, όμως, κριτική στάση του κόσμου απέναντι στην πολιτική, έτσι δεν είναι;
Υπάρχει η αποστροφή του «δεν με εξυπηρετεί».
Ας
υποθέσουμε ότι υπήρχαν δύο πόλοι στην πολιτική και μετακινούμασταν από
ΠΑΣΟΚ σε ΝΔ. Όταν πλέον αυτοί άρχισαν να πέφτουν, το κόμμα σας γιατί
θεωρείτε ότι δεν ανέβηκε, καθώς μιλάμε για ένα λαϊκό κόμμα;
Το
κόμμα μου για να ανέβει σ’ αυτήν την φάση πρέπει να πουλήσει τις ιδέες
του. Αυτό δεν πρόκειται να το κάνει ποτέ. Η ιδεολογική του προσήλωση και
η έννοια της οργανωμένης τοποθέτησης μιας πάλης και ενός αγώνα σ’ αυτή
τη φάση-και λυπάμαι που θα χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο- απλώς «δεν είναι
της μόδας». Μας αγγίζουν οι πολίτες, μας κατανοούν, αλλά οι ιδέες αυτές
είναι σωστές, αλλά «για την Δευτέρα Παρουσία». Κατά το διάστημα της
κρίσης, η πλειοψηφία προσφεύγει στον τζόγο και τη μεταφυσική. Το κόμμα
μου δεν είναι διατεθειμένο να το παίξει «από μηχανής θεός». Δεν τάζει
τον επίγειο παράδεισο, αλλά υπόσχεται έναν αγώνα δύσκολο που μπορεί να
αποδώσει και κυρίως είναι ένα κόμμα που δεν απεμπόλησε τον εγωισμό του,
να θυσιάζεται ενδεχομένως και σήμερα για να βρουν καλύτερο μέλλον οι
επόμενες γενιές. Έχει να τα βάλει με τους δανειστές χωρίς μέσα, οι
οποίοι έχουν υποθηκεύσει 300 χρόνια του μέλλοντος.
Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα το «έχασε» το παιχνίδι εν πολλοίς από την μη επαρκή ενασχόλησή του με τα media. Αν στο παρελθόν είχε δοθεί η βαρύτητα στην επικοινωνία που έδινε η CIA ξοδεύοντας περισσότερα για προπαγάνδα και στο διαδίκτυο από όσα έδινε στα όπλα, αν εκεί στις κρίσιμες δεκαετίες λίγο πριν το ‘40 και μετά το ‘40 το καθεστώς είχε δώσει την αξία της βαριάς βιομηχανίας ή του σιταριού στα media, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Σκέψου ότι σήμερα, για παράδειγμα, εγώ μπορώ να κάνω αντιπολίτευση πραγματικά ιδεολογικά κομμουνιστική για το Αφγανιστάν χρησιμοποιώντας τον Μαρξ, όταν έγραφε για το Αφγανιστάν τον 19ο αιώνα. Σήμερα διάβασα το κομμάτι για τον ιμπεριαλισμό σ’ ένα κείμενο του Μαρξ που είχε δημοσιευτεί σ’ ένα ακροατήριο ποικίλων πολιτικών απόψεων. Η ερώτηση που διατυπώθηκε ήταν: «Πού το διάβασες; Στις Sunday Times της Κυριακής;». Τόσο επίκαιρος ήταν ο Μαρξ. Αν δεν βρούμε τρόπο, λοιπόν, τις αλήθειες του Μαρξισμού και τις δραστικές αλήθειες του Λενινισμού να τις κάνουμε ξανά επίκαιρες, θα έχουμε πρόβλημα. Πάντως η πιο «πατημένη» λέξη παγκοσμίως στο διαδίκτυο είναι πρώτα η λέξη κομμουνισμός και μετά καπιταλισμός.
Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κόμμα το «έχασε» το παιχνίδι εν πολλοίς από την μη επαρκή ενασχόλησή του με τα media. Αν στο παρελθόν είχε δοθεί η βαρύτητα στην επικοινωνία που έδινε η CIA ξοδεύοντας περισσότερα για προπαγάνδα και στο διαδίκτυο από όσα έδινε στα όπλα, αν εκεί στις κρίσιμες δεκαετίες λίγο πριν το ‘40 και μετά το ‘40 το καθεστώς είχε δώσει την αξία της βαριάς βιομηχανίας ή του σιταριού στα media, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός. Σκέψου ότι σήμερα, για παράδειγμα, εγώ μπορώ να κάνω αντιπολίτευση πραγματικά ιδεολογικά κομμουνιστική για το Αφγανιστάν χρησιμοποιώντας τον Μαρξ, όταν έγραφε για το Αφγανιστάν τον 19ο αιώνα. Σήμερα διάβασα το κομμάτι για τον ιμπεριαλισμό σ’ ένα κείμενο του Μαρξ που είχε δημοσιευτεί σ’ ένα ακροατήριο ποικίλων πολιτικών απόψεων. Η ερώτηση που διατυπώθηκε ήταν: «Πού το διάβασες; Στις Sunday Times της Κυριακής;». Τόσο επίκαιρος ήταν ο Μαρξ. Αν δεν βρούμε τρόπο, λοιπόν, τις αλήθειες του Μαρξισμού και τις δραστικές αλήθειες του Λενινισμού να τις κάνουμε ξανά επίκαιρες, θα έχουμε πρόβλημα. Πάντως η πιο «πατημένη» λέξη παγκοσμίως στο διαδίκτυο είναι πρώτα η λέξη κομμουνισμός και μετά καπιταλισμός.
* Η άποψη της Σύνταξης μπορεί να μη συμπίπτει με την άποψη του/της αρθρογράφου.