06 Σεπτεμβρίου 2013

Η Συρία ως Τουρκική Κρίση και ο «παράγοντας σταθερότητας»/ Μαριλένα Κοππά,

http://rudaw.net/skwidadministration/img.ashx?pageid=19022&phName=Image1Για περισσότερο από μια δεκαετία η πολιτική της Τουρκίας βασίστηκε σ’ ένα δόγμα ανοικτών οριζόντων, τόσο στο οικονομικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία δεν δεσμευόταν «επί της αρχής», αλλά επί του πρακτέου. Οι σύμμαχοι ήταν σύμμαχοι στο βαθμό που ήταν συνεργάτες.Στην Aνατολή, η προσέγγιση με το Ιράν ήταν δυναμική και χωρίς πάντα την αποδοχή της Δύσης. Η συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου μεταξύ Ταμπρίζ και Άγκυρας βασίστηκε σε τουρκικά κεφάλαια, ξεκίνησε το 2001 και ολοκληρώθηκε το 2008, δίνοντας μια δυνητική διέξοδο στο φυσικό αέριο του Τουρκμενιστάν και, ίσως, του ίδιου του Ιράν στην Ευρώπη. Και η στάση αυτή της Τουρκίας, της έδινε μοναδικές δυνατότητες.
Το 2010, Τουρκία και Βραζιλία διαμεσολάβησαν στη σύναψη μιας ενδιάμεσης συμφωνίας με το Ιράν, που προέβλεπε την ανταλλαγή αποθεμάτων εμπλουτισμένου ουρανίου της Τεχεράνης, με πυρηνικό καύσιμο κατάλληλο για πυρηνικό αντιδραστήρα. Η ιδέα ήταν ότι αυτό θα σταματούσε το ιρανικό πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου, που θεωρείται σταθμός στην κατασκευή πυρηνικής βόμβας. Μπορεί η συμφωνία να ήταν εξ αρχής καταδικασμένη ν’ αποτύχει, αλλά το διπλωματικό στίγμα ενός «ανεξάρτητου πόλου» μιας «ανερχόμενης δύναμης» ήταν σαφές.

Στο μεταξύ, οι σχέσεις της Άγκυρας με το καθεστώς της Τεχεράνης είχαν θετικές επιπτώσεις και στις σχέσεις με τη Συρία. Η Άγκυρα και η Δαμασκός είχαν τόσο καλές σχέσεις που το 2008 η Τουρκία προσφέρθηκε να διαμεσολαβήσει σε συνομιλίες του καθεστώτος Άσαντ με το Τελ Αβίβ, πρόταση που επανέφερε το 2010. Εδώ ίσως η αποτυχία να μην ήταν δεδομένη.

Τέλος, η Ρωσία είναι από το 2007 ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Η Τουρκία καλύπτει τις μισές της ενεργειακές ανάγκες με ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο και έχει συνάψει μια δαπανηρή συμφωνία για την κατασκευή πυρηνικού σταθμού. Παράλληλα, δέχεται πλήθος Ρώσων τουριστών, δραστηριοποιείται στον κατασκευαστικό κλάδο και εξάγει μια σειρά βιομηχανικών προϊόντων στην αχανή και δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά της γειτονικής χώρας. Αυτό φυσικά δεν εμποδίζει την Τουρκία να είναι χώρα κλειδί για τη διοχέτευση εναλλακτικών πόρων ενέργειας στην Ευρώπη από την Κασπία και τη Μέση Ανατολή.

Από τότε πολλά έχουν αλλάξει. Η σχέση της Τουρκίας τόσο με τη Δαμασκό όσο και με την Τεχεράνη δεν είναι πλέον το ίδιο καλή. Η Άγκυρα φαίνεται να είναι η μόνη δύναμη διατεθειμένη να στείλει ακόμα και επίγειες δυνάμεις στη Συρία, ενώ οι «ζυμώσεις» για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής επαναστατικής κυβέρνησης έχουν γίνει υπό την αιγίδα της Άγκυρας. Αλλά ενώ η Δύση δείχνει διστακτική στην προοπτική μιας αποφασιστικής επέμβασης με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, όσο η ίδια η Συριακή αντιπολίτευση εμφανίζεται κατακερματισμένη, η Τουρκία μετρά απώλειες. Και είναι δικές της απώλειες, απόρροια των δικών της επιλογών. Όπως έλεγε ο Μακιαβέλι, σε μια μάχη διαλέγεις ένα σύμμαχο, με την προσδοκία ότι, εάν χαθεί η μάχη, τουλάχιστον θα σου μείνει ο σύμμαχος. Στη Συρία η Τουρκία αντιμετωπίζει ένα πόλεμο που δεν μπορεί (πλέον) να ελέγξει, δεν μπορεί (πλέον) να αποφύγει και δεν μπορεί (πλέον) να μοιραστεί τις επιπτώσεις του. Η μάχη δεν φαίνεται να τελειώνει και σύμμαχοι δεν υπάρχουν.

Το εμπόριο με τη Συρία έδινε στην Τουρκία προνομιακή πρόσβαση σε μια αγορά που τώρα πλέον δεν υπάρχει. Αντίθετα, το κόστος της Συρίας είναι εμφανές στον προϋπολογισμό, όχι μόνο λόγο της απώλειας εσόδων, αλλά επειδή η Άγκυρα χρηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό ομάδες Σύριων ανταρτών και δέχεται δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Παράλληλα, η όποια αμοιβαία κατανόηση με την Τεχεράνη έχει ουσιαστικά χαθεί, όσο η Τουρκία αναθερμαίνει τη συμμαχία της με τη Δύση. Τέλος, τρομάζουν οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η Συριακή κρίση στις διμερείς σχέσεις της Άγκυρας με τη Μόσχα. Στη διπλωματία είναι πολλές φορές δυνατόν να κλείνει κανείς τις σχέσεις του σε ξεχωριστά κουτιά: οικονομικές/εμπορικές, διπλωματικές/αμυντικές, κ.ο.κ. Για παράδειγμα, σε απόλυτα νούμερα ο όγκος εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας αυξήθηκε από το 2010.

Όμως, αργά ή γρήγορα, η εξωτερική πολιτική αναδύεται ως μια ενιαία και πολυπαραγοντική εξίσωση. Οι επιλογές του Ισραήλ στην Κύπρο είναι σταθερές. Ο Ερντογάν έχει παγιδευτεί σε μια άντι-Ισραηλινή ρητορική που παραμένει εμπόδιο στη βελτίωση των σχέσεων της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ.Έναντι της Ρωσίας είναι προφανές ότι υπάρχουν κόκκινες γραμμές, που η Άγκυρα πρέπει να αναγνωρίσει, ενώ η Δαμασκός και η Τεχεράνη δεν είναι πλέον συνομιλητές.Στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, το τουρκικό πολιτειακό μοντέλο είναι όχι μόνο άσχετο αλλά και ασαφές, αφού τα γεγονότα της πλατείας Ταξίμ θολώνουν την εικόνα ενός «προτύπου» για τον αραβικό κόσμο.

Το κουρδικό ζήτημα άνοιξε ξανά, χωρίς προοπτική να κλείσει στο εγγύς μέλλον. Όσο οι σχέσεις με το Ιρακινό Κουρδιστάν παραμένουν προνομιακές, υπάρχει μια ελπίδα διαχείρισης της κρίσης. Όμως, με δεδομένη την πρωτόγνωρη αστάθεια στην εσωτερική πολιτική σκηνή και χωρίς συντονισμό με την Τεχεράνη, η Άγκυρα μπορεί να διαχειριστεί κρίσεις αλλά όχι να τις επιλύσει.

Στο μεταξύ, η απίθανη αναπτυξιακή τροχιά της Τουρκίας δείχνει να ασθμαίνει, παρουσιάζοντας μεταξύ άλλων ένα ελληνικών διαστάσεων (το 2009) εμπορικό έλλειμμα, μειωμένους ρυθμούς ανάπτυξης και το φόβο ότι μια ακόμα φούσκα ακινήτων θα σκάσει. Η Τουρκία απολάμβανε τεράστιες ροές ξένων άμεσων επενδύσεων για πολλά χρόνια και η οικονομία φαίνεται τώρα να είναι εξαρτημένη από πόρους που στερεύουν. Στο μεταξύ η υποτίμηση της Τουρκικής Λίρας δεν είναι άσχετη με το φαινόμενο της έλλειψης εμπιστοσύνης στις λεγόμενες αναδυόμενες αγορές στην τρέχουσα συγκυρία.

Οι συμμαχίες δεσμεύουν. Μια πολιτική ανοικτών οριζόντων μπορεί να έχει θαυμαστά αποτελέσματα σε συνθήκες ανάπτυξης και μη διλημματικών επιλογών. Ουσιαστικά, η Τουρκία είδε τα τελευταία χρόνια την «εντός-εκτός» σχέση της με τη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη ως τη βάση μιας γεωπολιτικής «κεντρικής δύναμης». Κάθε φορά που ο Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, κ. Μπαγκίς, αντιμετώπιζε το ερώτημα «Ανατολή ή Δύση», απαντούσε αριστοτεχνικά δηλώνοντας ότι η Τουρκία είναι μια γέφυρα «που πρέπει να έχει γερές βάσεις και από τις δύο πλευρές της όχθης». Σήμερα, οι βάσεις της Τουρκικής πολιτικής φαίνεται να αιωρούνται.

Τίποτα στην Τουρκία δεν είναι το ίδιο, ούτε πρόκειται να καταρρεύσει από τη μια μέρα στην άλλη. Όμως, αυτό που είναι σαφές είναι ότι σε μια σειρά από κρίσεις η Τουρκία πρέπει ν’ απαντήσει στα πλαίσια «ανοικτών οριζόντων», χωρίς να μπορεί να υπολογίζει σε δοκιμασμένες συμμαχίες. Με άλλα λόγια, η ρητορική της Τουρκίας περί οικοδόμησης μιας μετά-Οθωμανικής περιφερειακής δύναμης δοκιμάζεται.

Παραδοσιακά, η λύπη της Άγκυρας είναι η χαρά της Αθήνας, τουλάχιστον σ’ επίπεδο κοινής γνώμης. Βέβαια, ξεχνάμε την αυξημένη βαρύτητα της Τουρκίας στις ελληνικές εξαγωγές, τον τουρισμό και την έκθεση της Εθνικής Τράπεζας στο χρηματοπιστωτικό της κλάδο της γειτονικής μας χώρα. Για χρόνια λέμε ότι η ελληνική κρίση είναι ευρωπαϊκή. Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι αυτό συμβαίνει και για «την κρίση του άλλου».

Αλλά ας επιστρέψουμε στη δήλωση της κυβέρνησης ότι αποτελούμε «παράγοντα σταθερότητας». Για πολλούς αυτή η διαπίστωση είναι καταρχήν ανεκδοτολογική, αφού πολλοί από τους εταίρους μας δυσκολεύονται να βάλουν τη λέξη «Ελλάδα» και «σταθερότητα» στην ίδια πρόταση. Αλλά εάν σ’ αυτή τη συγκυρία η Ελλάδα θέλει ρόλο και μάλιστα «σταθεροποιητή», η Αθήνα πρέπει να επιδείξει πρωτοβουλία. Η ρητορική «διαχείρισης» της Συριακής κρίσης σήμερα εξαντλείται στην αγωνία για τη διαχείριση της «λαθρομετανάστευσης». Φυσικά, αυτή η ρητορική δε θα είναι ευπρόσδεκτη στην Τουρκία και, κυρίως, δεν αναμένεται να είναι επί της ουσίας αποτελεσματική. Σε συνθήκες κρίσης, η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει υπενθυμίζοντας στην Τουρκία «τις υποχρεώσεις της». Η Τουρκία δε χρωστάει στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη προστασία από ροές προσφύγων.

Αντίθετα, η διάθεση εθελοντών στα προσφυγικά στρατόπεδα, μια θετική παρέμβαση στα πλαίσια της Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε. για τη στήριξη της Τουρκίας στην αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού κόστους της Συριακής κρίσης, ή μια σειρά από άλλες «συμβολικές» χειρονομίες, ίσως να αποτελούσαν μια σχετικά ανέξοδη επένδυση για το εγγύς μέλλον της Ελλάδας, ίσως και της Ευρώπης. Άλλωστε, αυτός είναι ο ρόλος ενός «παράγοντα σταθερότητας».