Από
μικροί στο σπίτι, στο σχολείο μας μάθαιναν ότι πρέπει να βάζουμε
στόχους, να κοιτάμε μπροστά και να οργανώνουμε με τέτοιο τρόπο την ζωή
μας ώστε να τους πραγματοποιούμε. Είτε σε προσωπικό είτε σε ομαδικό
επίπεδο έπρεπε να βρίσκουμε τις διεξόδους για να υλοποιούμε τον κάθε
στόχο.
Τι
γίνεται όμως όταν το 2013 - και έχοντας ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα -
συνειδητοποιείς ότι έχεις χάσει το στόχο σου όχι μόνο σε προσωπικό, αλλά
και σε συλλογικό επίπεδο; Και τι συμβαίνει όταν αντιλαμβάνεσαι ότι
πλέον το να έχεις στόχους είναι κάτι το απαγορευμένο;
Ας
πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Πρώτος στόχος: να μορφωθείς
σωστά. Πώς είναι όμως αυτό δυνατόν σε μία χώρα που σε τακτά διαστήματα,
πολλές φορές εντελώς απροειδοποίητα και μέσα στην ακαδημαϊκή χρονιά
λαμβάνονται αποφάσεις που αφορούν στην Παιδεία και στην αλλαγή του
συστήματος της; Και ας μην ρίχνουμε το φταίξιμο μόνο στην οικονομική
κρίση. Το να μένουν σχολεία ακόμα και στην Αττική – πόσο μάλλον σε
κάποια ακριτική περιοχή - χωρίς θέρμανση, χωρίς δασκάλους και τελικά
χωρίς βιβλία δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Το να μην επαρκούν οι αίθουσες
στα ελληνικά πανεπιστήμια και να υπάρχουν ελλείψεις στις υποδομές ήταν
κάτι το «αυτονόητο». Απλά λόγω κρίσης, όπως ήταν φυσικό, το φαινόμενο
αυξήθηκε.
Δεύτερος
στόχος: να βρεις μια καλή δουλειά. Ο όρος βέβαια «καλή δουλειά» είναι
ασαφής και ο καθένας τον ερμηνεύει όπως θέλει. Για κάποιους μπορεί το
όνειρο να ήταν μια δουλειά στο δημόσιο. Σιγουριά, ασφάλεια. Μονιμότητα.
Ακόμα και αν αυτό συνεπαγόταν την ανάπτυξη μιας πελατειακής σχέσης με
την εκάστοτε εξουσία αυτού του τόπου. Μια ψήφος - ή πολλές φορές και
περισσότερες - για μια θέση στο δημόσιο, και φαινόταν δίκαιη η μοιρασιά.
Για κάποιους άλλους μια δουλειά που εξασφάλιζε κοινωνική καταξίωση,
χρήματα, δόξα, ακριβό σπίτι, αυτοκίνητο, εξοχικό. Πιστωτικές κάρτες και
καταναλωτικά δάνεια για την πραγματοποίηση όλων των επιθυμιών. Το
αμερικάνικο όνειρο που άρχιζε να φαντάζει όχι και τόσο μακρινό...
Ώσπου
ήρθε η κρίση. Βέβαια και πάλι, θα πει κάποιος: «δεν ήταν μέχρι τότε όλα
ρόδινα». Ήταν όμως καλά καλυμμένα, τόσο ώστε να εφησυχάζουμε για το ότι
τίποτα δεν θα ταράξει την ευδαιμονία μας. Να όμως που ήρθε και όχι απλά
μας τάραξε, αλλά ταρακούνησε για τα καλά και εμάς και τους στόχους μας.
Η θέση στο δημόσιο, η μονιμότερη του μονιμότερου, δεν φαντάζει πια και
τόσο εξασφαλισμένη με δασκάλους, ιατρούς, στρατιωτικούς, αστυνομικούς να
απολύονται ακόμα και αν έχουν περάσει με εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Όσο για
τον ιδιωτικό τομέα, εκεί τα πράγματα ζορίζουν ακόμα περισσότερο. Με την
λογική του «αν θες, αλλιώς περιμένουν απέξω ουρά», οι μισθοί μειώνονται
όλο και περισσότερο και ο εργαζόμενος δεν είναι σε θέση να αντιδράσει.
Και αυτοί που υπεχρεώθηκαν; Προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα.
Τρίτος
στόχος: να κάνεις μια σωστή οικογένεια. Σε ποιο βαθμό μπορεί όμως κάτι
τέτοιο να είναι εφικτό, όταν ζεις μέσα στην ανασφάλεια και την ανεργία;
Όταν δεν μπορείς να καλύψεις τις προσωπικές σου ανάγκες; Όταν οι νέοι
άνθρωποι αναγκάζονται να φύγουν από την χώρα; Όταν μια οικογένεια όχι
απλά δεν παίρνει επιδόματα για τα παιδιά, αλλά φορολογείται επιπλέον;
Κάθε
χρόνο, με την αρχή του φθινοπώρου, όλοι καλούμαστε να θέσουμε νέους
στόχους. Με αφορμή την είσοδο στις Ανώτατες και Ανώτερες Σχολές χιλιάδων
φοιτητών, πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τους στόχους μας. Να
παραδειγματιστούμε από το πείσμα της νέας γενιάς που παρά τις καταλήψεις
και τις απεργίες, τις αλλαγές νομοσχεδίων, που τους αφορούσαν άμεσα,
πάλεψαν και τα κατάφεραν.
Κανείς
δεν μπορεί να μας αφαιρέσει τους στόχους και την ελπίδα. Και αν πρέπει
να αναθεωρήσουμε κάποιους από αυτούς, ίσως είναι και για καλό τελικά. Η
εφορία που πρέπει να πληρώσουμε, η τιμή του πετρελαίου που ανεβαίνει, η
ανεργία που καλπάζει, δεν πρέπει να μας φοβίζουν. Άλλωστε από την
αρχαιότητα ο Ηρόδοτος έλεγε ότι «η πενία αείκοτε σύντροφος ην» στην
Ελλάδα. Καιρός πια να συνειδητοποιήσουμε πως «πάντων χρημάτων μέτρον
άνθρωπος».
* Η άποψη της Σύνταξης μπορεί να μη συμπίπτει με την άποψη του/της αρθρογράφου.