Σε ένα πρόσφατο άρθρο του («πρόβες αίματος»), ο Νίκος Μπίστης επισήμανε την ανάγκη προάσπισης της νομιμότητας
και μάλιστα καταρχήν από την ίδια την αριστερά, η οποία θα είχε κάθε
όφελος από αυτό. Αναφέρθηκε μάλιστα στην παραδειγματική προσωπικότητα
του ηγέτη της αριστεράς τη δεκαετία του '60, Ηλία Ηλιού, προκειμένου να τεκμηριώσει το επιχείρημά του. Συμφωνώ απολύτως με τη φιλοσοφία και τα επιχειρήματα του άρθρου του Νίκου Μπίστη. Το ζήτημα δεν βρίσκεται εκεί.
Η
αίσθηση που μου άφησε όμως το κείμενο είναι πολύ «sixties», πολύ
γεροντίστικο δηλαδή. Να μιλάς για το σήμερα με τα μάτια της δεκαετίας
του '60 με μπερδεύει. Κατανοώ πως για τη «γενιά του πολυτεχνείου» και
τους λίγο μεγαλύτερους, η δεκαετία του '60 και οι αρχές του '70
αποτελούν ορόσημο. Πολιτικά και πολιτισμικά τα χρόνια αυτά διαμόρφωσαν
την ταυτότητά μιας γενιάς. Το αντιλαμβάνομαι, δεν το υποτιμώ καθόλου.
Όμως, την «καχεκτική δημοκρατία» της προ του '67 περίοδο και τη δικτατορία είναι ζήτημα αν τη θυμούνται καθαρά οι εξηντάρηδες, πλέον. Ουσιαστικά, για όσους γεννήθηκαν στη μεταπολίτευση και μπήκαν στα 40 τους, όλα αυτά είναι η ίδια ιστορία, με τον εμφύλιο πόλεμο ή τον εθνικό διχασμό. Η γενιά μου, και οι νεότερές της, δεν έχει καμιά μνήμη πλην αυτής της μεταπολίτευσης.
Το άρθρο του Ν. Μπίστη μου έδωσε την αφορμή να σκεφτώ ως εξής: πώς μπορείς να κάνεις μαζική πολιτική αν απευθύνεσαι σε τόσο περιορισμένα ακροατήρια; ποιον πραγματικά ενδιαφέρει τι έλεγε ο Ηλίας Ηλιού εκτός από λίγους πρώην εδαΐτες που σήμερα είναι εβδομηντάρηδες; Αυτό αισθάνομαι πως είναι ένα από τα προβλήματα του μεταρρυθμιστικού κέντρου. Όχι δυστυχώς το μόνο.
Να το πω απλά: η κεντροαριστερά μοιάζει τελείως passée. Θυμίζει την ΕΔΗΚ του Ζίγδη ή το ΚΟΔΗΣΟ του Γιάγκου Πεσμαζόγλου
στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Τόσο «ανιαρή» και «προβλέψιμη». Τόσο
«δασκαλίστικη» στο ύφος. Με συγχωρείτε, αλλά θα το γράψω όπως το νιώθω: η
κεντροαριστερά είναι η μαντάμ Σουσού της πολιτικής μας ζωής. Αν δεν γίνει κάτι ριζικό, σε λίγο θα την πάρουν όλοι στο ψιλό και αυτήν και τους ηγέτες της.
Από αυτήν την άποψη, το μεταρρυθμιστικό κέντρο σε όλες τις εκδοχές του (από τη «δράση» μέχρι τη ΔΗΜΑΡ, με ενδιάμεσο το ΠΑΣΟΚ και τις διάφορες κινήσεις) αποτελεί τον πιο βαρετό και άνευρο πολιτικό χώρο. Με ηγεσίες φθαρμένες ή «λίγες», με απόψεις που κινούνται ανάμεσα στο πολιτικά ορθό και το ανιαρό, με έλλειψη πολιτικής φαντασίας και έναν καθωσπρεπισμό που μερικές φορές εκπέμπει μια ανυπόφορη «ταξική ξινίλα», δεν μπορεί να εμπνεύσει παρά λίγους, κι ακόμη λιγότερους νέους ανθρώπους. Αν η κεντροαριστερά ήταν άνθρωπος, φοβάμαι πως κανένας μας δεν θα της έκανε παρέα γιατί θα τη βαριόμασταν. Τόσο απλά.
Από αυτήν την άποψη, το μεταρρυθμιστικό κέντρο σε όλες τις εκδοχές του (από τη «δράση» μέχρι τη ΔΗΜΑΡ, με ενδιάμεσο το ΠΑΣΟΚ και τις διάφορες κινήσεις) αποτελεί τον πιο βαρετό και άνευρο πολιτικό χώρο. Με ηγεσίες φθαρμένες ή «λίγες», με απόψεις που κινούνται ανάμεσα στο πολιτικά ορθό και το ανιαρό, με έλλειψη πολιτικής φαντασίας και έναν καθωσπρεπισμό που μερικές φορές εκπέμπει μια ανυπόφορη «ταξική ξινίλα», δεν μπορεί να εμπνεύσει παρά λίγους, κι ακόμη λιγότερους νέους ανθρώπους. Αν η κεντροαριστερά ήταν άνθρωπος, φοβάμαι πως κανένας μας δεν θα της έκανε παρέα γιατί θα τη βαριόμασταν. Τόσο απλά.
Ο
χώρος αυτός λοιπόν έχει ανάγκη από φρεσκάδα· από πιο σύγχρονη και
τολμηρή ρητορική πάνω στα υπαρκτά προβλήματα· από καθαρό λόγο, αλλαγή
ύφους. Σε αυτό ο Μπουτάρης
μας έδειξε τον δρόμο. Γι' αυτό και τον αγαπάνε όλοι στην
κεντροαριστερά: γιατί δεν μοιάζει με κανέναν. Όμως το πρόβλημα δεν είναι
επικοινωνιακό, αλλά είναι πρωτίστως ζήτημα κοινωνικών εμπειριών,
προσλήψεων και «έξεων». Η πολιτική ηγεσία της κεντροαριστεράς είναι ή
δείχνει γερασμένη. Ανήκει σε -ή εκφράζει- μια άλλη γενιά, με πολιτικές
παραστάσεις άλλων εποχών (εμφύλιο, δεκαετία '60, δικτατορία). Η εποχή
της όμως ξεπεράστηκε, όπως και η ρητορική της και το στιλ της. Καλώς ή
κακώς δεν το κρίνω, δεν είναι το θέμα μου.
Για
να μην το κουράζω καλοκαιριάτικα: αν η κεντροαριστερά θέλει να υπάρχει
και αύριο, είναι απαραίτητο, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η ηγεσία της να
μετατοπιστεί ηλικιακά και το κέντρο βάρους της να αλλάξει γενιά. Η
ανασυγκρότηση και ενοποίηση του χώρου αυτού φαίνεται να περνάει μέσα από
μια νεότερη γενιά. Αν αυτό δεν συμβεί, το μεταρρυθμιστικό κέντρο θα
γίνει ιστορία και σε λίγα χρόνια οι ηγέτες του θα αρκούνται να
αφηγούνται ιστορίες για τη χούντα και το πολυτεχνείο στα εγγόνια τους -αν δεν έχουν αρχίσει να το κάνουν ήδη...