Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης, διαχρονικός θεματοφύλακας του
ελεύθερου πνεύματος και της εσωτερικής υπέρβασης δίχως εξαναγκασμούς,
ψευδοδιλήμματα, ηθικολογικά σταυροδρόμια και υπεκφυγές:«Ενας βοσκός από τ' Ανώγια, άγριο πετροχώρι στην πλαγιά του
Ψηλορείτη, άκουγε τους χωριανούς του να του δηγούνται σημεία και
τέρατα για το Μεγάλο Κάστρο. Στην πολιτεία αυτή, λέει, βρίσκεις
όλα τ' αγαθά του κόσμου: κουκιά με τη σέσουλα, παστό μπακαλιάρο
τσουβάλια, βαρέλια τις σαρδέλες και τις καπνιστές ρέγγες· κι ακόμα
μαγαζιά τίγκα στιβάνια, κι άλλα που πουλούν τουφέκια όσα θες,
σουγιάδες, μαχαίρια και μπαρούτη· κι άλλα που κάθε πρωί
ξεφουρνίζουν, φουρνιές φουρνιές, άσπρο ψωμί, φραντζόλα. Κι έχει,
λέει, ακόμα, σαν βραδιάσει, γυναίκες που δε σε σκοτώνουν, σαν τις
Κρητικοπούλες, αν τις αγγίξεις, κι είναι το κρέας τους άσπρο και
νόστιμο σαν τη φραντζόλα. Ολα ετούτα τα θάματα τ' άκουγε ο βοσκός,
τα σάλια του έτρεχαν, και το Μεγάλο Κάστρο έλαμπε στη φαντασιά
του σαν κρητικός παράδεισος, γεμάτος μπακαλιάρο, τουφέκια και
γυναίκες.
Ακουγε, άκουγε, κι ένα μεσημέρι πια δε βάσταξε, έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από τον Ψηλορείτη. Σε λίγες ώρες αντίκρισε το Μεγάλο Κάστρο· ήταν ακόμα μέρα κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι· μια δρασκελιά, και θα 'μπαινε στον παράδεισο. Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε· σαν να 'νιωσε η ψυχή αυτή πως η πεθυμιά την είχε καβαλήσει, πως δεν έκανε πια ό,τι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη· ντράπηκε. Ζάρωσε ο Κρητικός τα φρύδια, τον πήρε το φιλότιμο.
Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε· δεν μπαίνω! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό». Ελεύθερη βούληση, το μέγα προνόμιο της επιλογής. Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω. Με το κεφάλι όρθιο, με το βλέμμα να κοιτά ίσια, υπερήφανα, ψηλά και όχι στο χώμα.
Διαβάζοντας για άλλη μια φορά το «Αναφορά στον Γκρέκο», έφτασα μπροστά σε αυτό το εξαιρετικό σημείο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν αν ένα κράτος μπορεί να έχει πραγματικά ελεύθερη βούληση. Η απάντηση είναι πολύ πιο περίπλοκη από τη δυνατότητα που έχει ο βοσκός από τα Ανώγεια, με τον δεύτερο να μπορεί να εξουσιάζει απόλυτα τη ζωή του μέσω της επιλογής να ζει ως αετός στις κορυφές του Ψηλορείτη.
Τα κράτη όμως αλληλοεπιδρούν σε μια άναρχη και ανταγωνιστική αρένα, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται στην προσπάθεια να επιτύχουν την επιβίωσή τους. Τα κράτη δεν έχουν σε απόλυτους βαθμούς τη δυνατότητα να καθορίζουν μόνα τους το πλαίσιο των αποφάσεών τους. Ασφαλώς όμως η δυνατότητα αυτή αυξάνει όσο μεγαλύτερο είναι το φορτίο ισχύος που διαθέτει το κάθε κράτος, επομένως μπορεί να υποστηριχτεί ότι η διάσταση της κυριαρχίας συνδέεται απόλυτα με το εύρος της ισχύος, υλική και άυλη - σκληρή ή ήπια, που το κάθε κράτος έχει ή που το κάθε κράτος επιδιώκει να αποκτήσει.
Η δυνατότητα της επιλογής όμως υφίσταται ως προς το πώς το κάθε κράτος θα επιλέξει να πορευτεί μέσα στη διεθνή αρένα με στόχο την ενίσχυσή του, για να αυξήσει ποιοτικά τις προσπάθειες της επιβίωσής του. Ως προς τα καθ’ ημάς, λοιπόν, η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει να «αυτοκτονήσει» επιλέγοντας τη διεθνή απομόνωση, όπως εισηγούνται διάφοροι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης αυτής. Ταυτοχρόνως, όμως, η Ελλάδα έχει την επιλογή και οφείλει να τη διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού να συνεχίζει να εφαρμόζει μέτρα λιτότητας ή να αλλάξει πορεία και να εφαρμόσει κεϊνσιανές πολιτικές, έχοντας στο πλευρό μας τις ΗΠΑ, όπως πλέον καταδεικνύει η πρόσφατη δήλωση του Μπαράκ Ομπάμα από τον Λευκό Οίκο.
Η ρεαλιστική ανάλυση δείχνει ότι δεν βρισκόμαστε εμπρός σε μονοδρόμους, ενώ διαθέτουμε ισχυρούς συμμάχους που επιθυμούν την Ελλάδα κομβικό παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή. Ο μόνος αποδεκτός μονόδρομος είναι η επιβίωση της πατρίδας, δηλαδή η δική μας επιβίωση, και η επιστροφή της ευημερίας και της κοινωνικής ειρήνης στο όλον της συλλογικότητάς μας.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Ακουγε, άκουγε, κι ένα μεσημέρι πια δε βάσταξε, έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από τον Ψηλορείτη. Σε λίγες ώρες αντίκρισε το Μεγάλο Κάστρο· ήταν ακόμα μέρα κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι· μια δρασκελιά, και θα 'μπαινε στον παράδεισο. Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε· σαν να 'νιωσε η ψυχή αυτή πως η πεθυμιά την είχε καβαλήσει, πως δεν έκανε πια ό,τι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη· ντράπηκε. Ζάρωσε ο Κρητικός τα φρύδια, τον πήρε το φιλότιμο.
Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε· δεν μπαίνω! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό». Ελεύθερη βούληση, το μέγα προνόμιο της επιλογής. Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω. Με το κεφάλι όρθιο, με το βλέμμα να κοιτά ίσια, υπερήφανα, ψηλά και όχι στο χώμα.
Διαβάζοντας για άλλη μια φορά το «Αναφορά στον Γκρέκο», έφτασα μπροστά σε αυτό το εξαιρετικό σημείο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν αν ένα κράτος μπορεί να έχει πραγματικά ελεύθερη βούληση. Η απάντηση είναι πολύ πιο περίπλοκη από τη δυνατότητα που έχει ο βοσκός από τα Ανώγεια, με τον δεύτερο να μπορεί να εξουσιάζει απόλυτα τη ζωή του μέσω της επιλογής να ζει ως αετός στις κορυφές του Ψηλορείτη.
Τα κράτη όμως αλληλοεπιδρούν σε μια άναρχη και ανταγωνιστική αρένα, αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται στην προσπάθεια να επιτύχουν την επιβίωσή τους. Τα κράτη δεν έχουν σε απόλυτους βαθμούς τη δυνατότητα να καθορίζουν μόνα τους το πλαίσιο των αποφάσεών τους. Ασφαλώς όμως η δυνατότητα αυτή αυξάνει όσο μεγαλύτερο είναι το φορτίο ισχύος που διαθέτει το κάθε κράτος, επομένως μπορεί να υποστηριχτεί ότι η διάσταση της κυριαρχίας συνδέεται απόλυτα με το εύρος της ισχύος, υλική και άυλη - σκληρή ή ήπια, που το κάθε κράτος έχει ή που το κάθε κράτος επιδιώκει να αποκτήσει.
Η δυνατότητα της επιλογής όμως υφίσταται ως προς το πώς το κάθε κράτος θα επιλέξει να πορευτεί μέσα στη διεθνή αρένα με στόχο την ενίσχυσή του, για να αυξήσει ποιοτικά τις προσπάθειες της επιβίωσής του. Ως προς τα καθ’ ημάς, λοιπόν, η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει να «αυτοκτονήσει» επιλέγοντας τη διεθνή απομόνωση, όπως εισηγούνται διάφοροι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης αυτής. Ταυτοχρόνως, όμως, η Ελλάδα έχει την επιλογή και οφείλει να τη διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού να συνεχίζει να εφαρμόζει μέτρα λιτότητας ή να αλλάξει πορεία και να εφαρμόσει κεϊνσιανές πολιτικές, έχοντας στο πλευρό μας τις ΗΠΑ, όπως πλέον καταδεικνύει η πρόσφατη δήλωση του Μπαράκ Ομπάμα από τον Λευκό Οίκο.
Η ρεαλιστική ανάλυση δείχνει ότι δεν βρισκόμαστε εμπρός σε μονοδρόμους, ενώ διαθέτουμε ισχυρούς συμμάχους που επιθυμούν την Ελλάδα κομβικό παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή. Ο μόνος αποδεκτός μονόδρομος είναι η επιβίωση της πατρίδας, δηλαδή η δική μας επιβίωση, και η επιστροφή της ευημερίας και της κοινωνικής ειρήνης στο όλον της συλλογικότητάς μας.
Σπύρος Ν. Λίτσας