Το 1956 κι αφού ήδη έχει περάσει 8 χρόνια στην εξορία ο Μενέλαος Λουντέμης μεταφέρεται στην
Αθήνα για να δικαστεί -με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας- για το
βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι
ανεβαίνουν στον ουρανό».Τα όσα έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της δίκης είναι γνωστά.Ο Μενέλαος Λουντέμης- όπως και το έργο του -υπήρξε διαχρονικός , θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί ο οιοσδήποτε ότι κάλυψε την βασική ρήση με την όλη του παρουσία του Θουκυδίδη, κτήμα ές αεί.
Αναφερόμενος στους ανθρώπους του μόχθου, τους απλούς, τους άγνωστους, τους άσημους, με παρρησία κατέθεσε πως αυτούς γνώρισε , αυτούς αγάπησε με αυτούς μοίρασε την ζωή του αυτοί του συμπαραστάθηκαν και κατέθεσε την αγωνία του για το ότι δεν έγραψε όσα έπρεπε να γράψει γι’
αυτούς» Όταν έφτασε η ώρα να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος
βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρατηρεί: «Απορώ … πώς δεν
υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί
σας…».
Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!»
Πολλά αποσπάσματα μπορούν να παρατεθούν όπως το παρακάτω απο την "Αναφορά στον Γκρέκο" του Καζαντζάκη : Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε· δεν μπαίνω! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό». , όπως η ρήση του Βάσου Λυσσαρίδη "Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ούτε νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν" όπως η φράση του απλού Έλληνα μαχητή της Αντίστασης " Δεν σηκώσαμε μικρέ το κεφάλι στο ξάγναντο για να το ξαβάνουμε στον ντορβά" όπως τα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη "Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια,
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν,Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει,Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει,Ορθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. ή ακόμη το " Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει,όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα" για να συμπληρωθεί με το δεν αποδέχθηκα την Νύχτα.
Γιατί βγήκες Αλέκο στο Κλαρί τον ρώτησε ο μικρός μια μέρα , γιατί έγινες αντάρτης , είχες τόσο βιός, τέτοια προκοπή, γιατί; Δεν με άφηκε το άδικο μικρέ απάντησε που έβλεπα και ήθελα να περπατώ με το κεφάλι ίσιο το βλέμμα να κοιτά το ξάγναντο, ματιά καθάρια ίσια, να κοιτώ ψηλά τον ουρανό, τις άκριες του ορίζοντα και όχι να να σκύβω και να με κουβαλώ παραμάσχαλα μπροστά στον κάθε λακέ.Αλλωστε συνέχισε γνωρίζεις πως και άλλοι προτιμησαν να χάσουν την ζωή τους παρά να σκύψουν το κεφάλι στο άδικο, τον φόβο και την βία.Πάντα υπάρχει η επιλογή και φορές που δεν έχεις κιαι πολλά περιθώρια, μα αν με ρωτήσεις σύντροφε σήμερα ποιό το χρέος θα σου απαντήσω σκύβεις το κεφάλι, συμβιβάζεσαι όχι επι αρχών αλλά σε επιμέρους δευτερεύοντα και ετοιμάζεσαι για τον σηκωμό. Μπορεί να ρωτήσεις μα δεν θα ρθει μάταια περιμένεις θα σου απαντήσω , πως εγω μπορεί να μην ζήσω να το δώ, μα θα μοχθήσω να έρθουν καλύτεροι να τον πράξουν την ώρα που θα πρέπει ως έπραξες και εσύ. Καί τότε και ο Ελληνισμός θα επιβιώσει και την ιστορική του αποστολή θα φέρει εις πέρας και η Ελλάδα θα γενεί καλύτερη
Πολλά αποσπάσματα μπορούν να παρατεθούν όπως το παρακάτω απο την "Αναφορά στον Γκρέκο" του Καζαντζάκη : Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω, είπε· δεν μπαίνω! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε δρόμο πίσω κατά το βουνό». , όπως η ρήση του Βάσου Λυσσαρίδη "Αν εθελούσια δεν γονατίσεις, ούτε νεκρό δεν μπορούν να σε γονατίσουν" όπως η φράση του απλού Έλληνα μαχητή της Αντίστασης " Δεν σηκώσαμε μικρέ το κεφάλι στο ξάγναντο για να το ξαβάνουμε στον ντορβά" όπως τα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη "Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια,
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν,Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει,Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει,Ορθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. ή ακόμη το " Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει,όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα" για να συμπληρωθεί με το δεν αποδέχθηκα την Νύχτα.
Γιατί βγήκες Αλέκο στο Κλαρί τον ρώτησε ο μικρός μια μέρα , γιατί έγινες αντάρτης , είχες τόσο βιός, τέτοια προκοπή, γιατί; Δεν με άφηκε το άδικο μικρέ απάντησε που έβλεπα και ήθελα να περπατώ με το κεφάλι ίσιο το βλέμμα να κοιτά το ξάγναντο, ματιά καθάρια ίσια, να κοιτώ ψηλά τον ουρανό, τις άκριες του ορίζοντα και όχι να να σκύβω και να με κουβαλώ παραμάσχαλα μπροστά στον κάθε λακέ.Αλλωστε συνέχισε γνωρίζεις πως και άλλοι προτιμησαν να χάσουν την ζωή τους παρά να σκύψουν το κεφάλι στο άδικο, τον φόβο και την βία.Πάντα υπάρχει η επιλογή και φορές που δεν έχεις κιαι πολλά περιθώρια, μα αν με ρωτήσεις σύντροφε σήμερα ποιό το χρέος θα σου απαντήσω σκύβεις το κεφάλι, συμβιβάζεσαι όχι επι αρχών αλλά σε επιμέρους δευτερεύοντα και ετοιμάζεσαι για τον σηκωμό. Μπορεί να ρωτήσεις μα δεν θα ρθει μάταια περιμένεις θα σου απαντήσω , πως εγω μπορεί να μην ζήσω να το δώ, μα θα μοχθήσω να έρθουν καλύτεροι να τον πράξουν την ώρα που θα πρέπει ως έπραξες και εσύ. Καί τότε και ο Ελληνισμός θα επιβιώσει και την ιστορική του αποστολή θα φέρει εις πέρας και η Ελλάδα θα γενεί καλύτερη