Των Στήβεν Κουκ και Μάικλ Κάπλοου από το περιοδικό Foreign Policy
Φαίνεται περίεργο ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Τούρκο πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται στην εξουσία για περισσότερο από μία δεκαετία, θα ξεκινούσε από μια μικρή περιβαλλοντική συγκέντρωση. Όταν όμως χιλιάδες Τούρκοι ξεχύθηκαν στους δρόμους πόλεων σε ολόκληρη την Τουρκία, έγινε σαφές ότι διακυβεύεται κάτι πολύ βαθύτερο από την καταστροφή μερικών δέντρων στο Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης.

Η ένταση των διαδηλώσεων και η αντίδραση της αστυνομίας στην κινητοποίηση εξέπληξε πολλούς στην Ουάσιγκτον. Η Τουρκία, αυτό το "εκπληκτικό μοντέλο" ή ο "ιδανικός εταίρος", είναι, όπως υποστηρίζουν, πολύ "περισσότερο δημοκρατική από ό,τι πριν από μια μια δεκαετία". Υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτό τον ισχυρισμό παρότι η διαρκής επανάλειψή του οδηγεί σε παρερμηνεία των σύνθετων και συχνά αντιφατικών πολιτικών διαδικασιών που βρίσκονται σε εξέλιξη στην Τουρκία.

Υπό τη διακυβέρνηση του ΑΚΡ και του χαρισματικού Ερντογάν, ένας πρωτοφανής αριθμός Τούρκων βγήκε από το πολιτικό περιθώριο και την ανέχεια -η τουρκική οικονομία τριπλασιάστηκε σε μέγεθος από το 2002, ως το 2012 ενώ το 87% των Τούρκων ψήφισαν στις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές. Ωστόσο, όλη αυτή η κινητοποίηση δεν οδήγησε στον εκδημοκρατισμό. Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο, με το ΑΚΡ να αγκιστρώνεται στην εξουσία και να μετατρέπει την Τουρκία σε μονοκομματικό κράτος. Η ειρωνεία είναι ότι το ΑΚΡ οικοδομούσε αυτό το ανελεύθερο σύστημα τη στιγμή που η Ουάσιγκτον προέβαλλε την Τουρκία ως μοντέλο για τις μετα-επαναστατικές χώρες του αραβικού κόσμου.

Αμέσως μόλις το ΑΚΡ κατέλαβε την εξουσία, το 2002, ξεκίνησε μια συζήτηση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη σχετικά με το κατά πόσον η Τουρκία "εγκαταλείπει τη Δύση". Ένα μεγάλο μέρος όλων αυτών οφειλόταν στην ισλαμοφοβία που κυριάρχησε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Και ήταν μια λανθασμένη εκτίμηση. Από την πρώτη στιγμή οι ρεφορμιστές ισλαμιστές έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να απομακρύνουν την ιδέα ότι θα γύριζαν την πλάτη στη συνεργασία με τη Δύση. Η Άγκυρα επαναβεβαίωσε την προσήλωσή της στο ΝΑΤΟ και προχώρησε σε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις που έκοψαν τους δεσμούς με αυταρχικές πρακτικές του παρελθόντος, όπως το να θέσουν το στρατό υπό πολιτικό έλεγχο και να αναμορφώσουν το δικαστικό σύστημα.

Το νέο πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό άνοιγμα βοήθησε τον Ερντογάν να ηγηθεί ενός συνασπισμού από πιστούς μουσουλμάνους, Κούρδους, κοσμοπολίτικες ελίτ και μέσους Τούρκους για να επανεκλεγεί με ποσοστό 47% το 2007. Ήταν η πρώτη φορά μετά το 1983 που ένα κόμμα ξεπερνούσε το 45%. Όμως ο Ερντογάν δεν είχε τελειώσει. Το 2011 το ξανάκανε συγκεντρώνοντας ποσοστό 49,95%.

Όλα έδειχναν ότι η ώρα της Τουρκίας είχε φτάσει. Μέχρι το 2012, ο Ερντογάν κυβερνούσε τη 17η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και έναν σημαντικό παράγοντα της Μέσης Ανατολής. Όμως, τη στιγμή που το ΑΚΡ κέρδιζε εκλογές στο εσωτερικό και επαίνους στο εξωτερικό, γινόταν και μια στροφή αυταρχισμού. Το 2007 το κόμμα εκμεταλλεύτηκε τη συνωμοσία από το λεγόμενο "βαθύ κράτος" για να σιγήσει τους επικριτές τους.

Από τότε η Τουρκία έχει μετατραπεί σε μια χώρα όπου οι αναίτιες φυλακίσεις δημοσιογράφων αποτελούν ρουτίνα, ο κρατικός μηχανισμός στρέφεται κατά επιχειρήσεων που διαφωνούν με την κυβέρνηση και η ελευθερία της έκφρασης σε όλες τις μορφές της βρίσκεται υπό πίεση. Παρόλα αυτά, η Ουάσιγκτον είδε στην Τουρκία ένα "μοντέλο" για ομαλή προσγείωση στην Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Λιβύη και αλλού.

Την ώρα που τα δακρυγόνα έπεφταν βροχή στην πλατεία Ταξίμ, ένας από τους συμβούλους του πρωθυπουργού διερωτήθηκε: "Πώς μπορεί να είναι αυταρχική μια κυβέρνηση που έλαβε περισσότερο από το 50% των ψήφων;". Αυτό συνοψίζει την πρόσφατη δυναμική της Τουρκίας του Ερντογάν. Μια χώρα όπου η κυβέρνηση χρησιμοποιεί το ευρύ προβάδισμά της στις εκλογικές αναμετρήσεις για να δικαιολογήσει κάθε είδους ενέργειες που συναντούν μαζική αντίθεση.

Το πιο προφανές παράδειγμα αποτελεί η συζήτηση για την αναθεώρηση του συντάγματος, το οποίο ο Ερντογάν εμφανίστηκε αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει ως όχημα για να οικοδομήσει ένα προεδρικό σύστημα στο οποίο θα υπηρετούσε ως ο πρώτος Τούρκος πρόεδρος με τόσο διευρυμένες εξουσίες. Ο νέος νόμος για το αλκοόλ αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα. Παρά την έντονη αντίθεση της αντιπολίτευσης, ο νόμος θεσπίστηκε, συζητήθηκε και ψηφίστηκε μέσα σε δύο μόλις εβδομάδες και η απάντηση του Ερντογάν στους επικριτές του ήταν ότι στο εξής θα πρέπει να πίνουν στα σπίτια τους.

Παράλληλα το ΑΚΡ προχωρεί σε τεράστια έργα στην Κωνσταντινούπολη, που περιλαμβάνουν την ανάπλαση της πλατείας Ταξίμ, την κατασκευή νέου αεροδρομίου και μιας ακόμη γέφυρας στον Βόσπορο. Όλα τους έχουν γίνει αντικείμενο αντιπαράθεσης και συναντούν την αντίθεση μεγάλων συνασπισμών. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση απέρριψε τις ενστάσεις των επικριτών της υπενθυμίζοντας πόσο δημοφιλές παραμένει το ΑΚΡ. Μόλις το Σάββατο ο Ερντογάν προειδοποίησε το αντιπολιτευόμενο CHP ότι, αν κατεβάσει 100.000 στους δρόμους, αυτό θα συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο.

Η αντιδημοκρατική στροφή στην Τουρκία έλαβε χώρα χωρίς να συγκεντρώσει και πολλή προσοχή στο εξωτερικό. Η Ουάσιγκτον επέλεξε να παραβλέψει επιθετικά μέτρα, όπως συλλήψεις, έρευνες, φορολογικά πρόστιμα και φυλακίσεις, προκειμένου να διατηρήσει την αφήγησή της για το "τουρκικό μοντέλο". Δεν είναι κάτι το προφανές, αλλά την τελευταία δεκαετία το AKP έχει οικοδομήσει έναν άτυπο ισχυρό συνασπισμό από επιχειρηματίες και ΜΜΕ, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται από την πολιτική τάξη που οικοδομεί ο Ερντογάν.

Όλα αυτά εξηγούν γιατί η σημερινή αναταραχή αφορά κάτι βαθύτερο από την καταστροφή ενός χώρου πρασίνου. Αντιπροσωπεύει την αγανάκτηση για τον κρατικοδίαιτο καπιταλισμό, την αλαζονεία της εξουσίας και την αδιαφάνεια του μηχανισμού του ΑΚΡ. Στα ΜΜΕ ο Ερντογάν ενθάρρυνε αλλαγές στο καθεστώς ιδιοκτησίας ή εκφόβισε άλλους για να διασφαλίσει τη θετική κάλυψη -ή, στην περίπτωση των διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκεζί, τη μηδενική κάλυψη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η τουρκική πολιτική ζωή δεν είναι αναγκαστικά πιο ανοιχτή από ό,τι ήταν μια δεκαετία πριν όταν το ΑΚΡ ακολουθούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να εκπληρώσει του όρους για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παραμένει κλειστή με έναν ολότελα διαφορετικό τρόπο.

Η Τουρκία έχει ουσιαστικά μετατραπεί σε μονοκομματικό κράτος. Και σε αυτό το ΑΚΡ βοηθήθηκε από μια ανούσια αντιπολίτευση, που ακόμα θρηνεί για τη χαμένη μοναδικότητα της Τουρκίας και το τέλος της σκληροπυρηνικής κεμαλικής ελίτ, που δεν διακρινόταν για την προσήλωσή της στη δημοκρατία. Οι επιτυχημένες δημοκρατίες παρέχουν στους πολίτες τους τρόπους για να εκφράσουν τις επιθυμίες και τις απογοητεύσεις τους πέρα από τις περιοδικές εκλογές. Από αυτή την άποψη, η Τουρκία απέτυχε θεαματικά.

Ο συνδυασμός μιας ανίκανης αντιπολίτευσης και των αυταρχικών τακτικών του ΑΚΡ οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Το επεισόδιο αυτό δεν θα ρίξει την κυβέρνηση, αλλά θα επανεκκινήσει την πολιτική ζωή της χώρας σε μια νέα κατεύθυνση. Το ερώτημα είναι αν το ΑΚΡ θα μάθει κάτι από τον λαό που κατέβηκε στους δρόμους ή θα επιμείνει στη θεωρία ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δίνει στην κυβέρνηση το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει.

Δεν είναι όμως μόνο το ΑΚΡ, αλλά και η Ουάσιγκτον που πρέπει να επανεκτιμήσει την πολιτική της. Ίσως η κυβέρνηση Ομπάμα να μην ενδιαφέρεται για την αναστροφή της Τουρκίας ή να θεωρεί καλύτερο να συμβουλεύει ιδιωτικά τον Ερντογάν. Είναι κάτι που δεν αποδίδει. Είναι καιρός ο Λευκός Οίκος να συνειδητοποιήσει ότι η ρητορική του Ερντογάν για τη δημοκρατία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.

Η Τουρκία έχει λιγότερα να προσφέρει στον αραβικό κόσμο από όσα πιστεύει η κυβέρνηση Ομπάμα. Αντί λοιπόν να παροτρύνει τις αραβικές κυβερνήσεις να αφουγκραστούν τα αιτήματα του λαού τους, η Ουάσιγκτον ίσως θα έπρεπε να καλέσει τους φίλους της στην Άγκυρα να κάνουν το ίδιο. Το ΑΚΡ και ο πρωθυπουργός Ερντογάν μπορεί να εξελέγη με μεγάλα ποσοστά την τελευταία δεκαετία, αλλά οι πράξεις της κυβέρνησης δείχνουν όλο και περισσότερο ότι η τουρκική δημοκρατία δεν εκτείνεται πέρα από το εκλογικό παραβάν.