Του Ηλια Μαγκλινη
Γενοκτονία: εκ του «γένος» και «κτείνω» (σκοτώνω). Σύνθετη ελληνική
λέξη για την οποία πολλή κουβέντα γίνεται τελευταία: το εβραϊκό
Ολοκαύτωμα, η αναγνωρισμένη από την ελληνική Βουλή Γενοκτονία του
Ποντιακού και Μικρασιατικού Ελληνισμού ή η Αρμενική Γενοκτονία και οι
αντιδράσεις της Τουρκίας απέναντι σε ξένα Κοινοβούλια που την
αναγνωρίζουν. Αρνητές γενοκτονιών, νομοσχέδια που προβλέπουν την
ποινικοποίηση της άρνησης μιας γενοκτονίας – έννοια απόλυτα συνυφασμένη
με τον ταραγμένο 20ό αιώνα, η οποία μας ακολουθεί ακόμα. Πώς όμως και
πότε ακριβώς προέκυψε ως όρος;Εδώ υπάρχει ένα μικρό παράδοξο.
Παρότι ελληνικός όρος, δεν
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, αλλά στα αγγλικά
(genocide). Το 1944, στο βιβλίο «Η διοίκηση του Αξονα στην κατεχόμενη
Ευρώπη», ο Αμερικανός νομικός Ραφαέλ Λέμκιν χρησιμοποίησε για πρώτη φορά
τον νεολογισμό «γενοκτονία» ανατρέχοντας για τη δημιουργία του στην
ελληνική γλώσσα. (Είχε προτείνει και έναν εναλλακτικό όρο, αντλημένο
επίσης από την ελληνική γλώσσα: «εθνοκτονία».) Ηδη από το 1933, σε ένα
διεθνές συνέδριο, ο Λέμκιν είχε προτείνει τη θέσπιση διεθνούς συνθήκης
που θα προέβλεπε την τιμωρία κάθε είδους επιθέσεων εις βάρος εθνικών,
θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων.
Νυρεμβέργη
Το 1945, στη δίκη των ναζί εγκληματιών στη Νυρεμβέργη, εκτός από τον όρο
«γενοκτονία», χρησιμοποιήθηκε ο επίσης κομβικός όρος «εγκλήματα κατά
της ανθρωπότητας». Ακολούθησαν ζυμώσεις στους κόλπους του ΟΗΕ και, τρία
χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1948, θεσπίστηκε στη Γενική Συνέλευση
η «Συνθήκη για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της
Γενοκτονίας», η οποία αποτελείται από 19 άρθρα. Η συνθήκη διακηρύττει
ότι «η γενοκτονία, συντελουμένη είτε εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ
πολέμου, τυγχάνει έγκλημα διεθνούς δικαίου» και οι συμβαλλόμενοι
«αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να προλαμβάνουν και να τιμωρούν τούτο». Στο
άρθρο 2 δινόταν ο ορισμός της γενοκτονίας: «οποιαδήποτε από τις
ακόλουθες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με την πρόθεση καταστροφής, εν
όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής
ομάδας ως τέτοιας α) ανθρωποκτονία μελών της ομάδας, β) πρόκληση βαρείας
σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, γ) με πρόθεση
επιβολής επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη
φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, δ) επιβολή μέτρων που σκοπεύουν
στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας, ε) διά της βίας
μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα». Επιπροσθέτως, η συνθήκη
καθιστούσε σαφές ότι όσοι συμμετέχουν, εμμέσως ή αμέσως, σε ένα τέτοιο
έγκλημα τιμωρούνται «ανεξαιρέτως αν έδρασαν με συνταγματικότητα, με
δημόσια εντολή ή ατομικά». Μάλιστα, «τα άτομα που διέπραξαν
γενοκτονία... θα τιμωρούνται ανεξάρτητα αν είναι μέλη κυβέρνησης,
κρατικοί λειτουργοί ή ιδιώτες», ενώ θα δικάζονται «στη χώρα που έχει
διαπραχθεί το αδίκημα ή σε κάποιο διεθνές ποινικό δικαστήριο που θα
γίνει αποδεκτό από τους συμβαλλόμενους...».
Οπως γράφει στο συλλογικό έργο «Crimes of War. What the Public should
know» (Norton & Company, 1999) η Diane F. Orentlicher, καθηγήτρια
του Δικαίου και διευθύντρια του Γραφείου Ερευνών Εγκλημάτων Πολέμου στο
Washington College of Law (American University), η ερμηνεία του όρου από
τον ΟΗΕ περιόριζε δραστικά αυτό που είχε αρχικά στον νου του ο Λέμκιν,
καθώς ο τελευταίος δεν αρκούνταν στον βιολογικό αφανισμό μιας φυλής.
«Γενικά, η έννοια της γενοκτονίας δεν σημαίνει απαραιτήτως την άμεση
καταστροφή ενός έθνους», γράφει ο Λέμκιν, τονίζοντας ότι η γενοκτονία
δεν είναι μονάχα οι «μαζικοί φόνοι» αλλά και μια πιο σταδιακή διαδικασία
που μπορεί να περιλαμβάνει τον πολιτισμικό αφανισμό μιας φυλής ή
εθνοτικής ομάδας, πολύ πριν φτάσουμε στον βιολογικό.
Η Orentlicher υπογραμμίζει ακόμα ότι από την τελική εκδοχή της συνθήκης
του ΟΗΕ αφαιρέθηκαν δύο βασικές παράμετροι: πρώτον, η δίωξη πολιτικών
ομάδων και, δεύτερον, η έννοια της «πολιτισμικής γενοκτονίας: η
καταστροφή μιας ομάδας μέσα από την επιβεβλημένη αφομοίωσή της από την
κυρίαρχη κουλτούρα».
Με εξαίρεση μεμονωμένες δίκες ναζί εγκληματιών (με πιο χαρακτηριστική
εκείνη του Αϊχμαν το 1961 στο Ισραήλ), χρειάστηκε να φτάσουμε στη
δεκαετία του ’90 για να λειτουργήσουν για πρώτη φορά διεθνή δικαστήρια
που θα εξέταζαν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», όπως μετά την
οργανωμένη απόπειρα εθνοκάθαρσης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τη σφαγή στη
Σρεμπρένιτσα κ.ά. Επίσης, η πρώτη σχετική ετυμηγορία που ανακοινώθηκε
από διεθνές δικαστήριο ήταν για τους υπαίτιους της γενοκτονίας που
διαπράχθηκε στη Ρουάντα το 1994.
Ωστόσο οι διαφωνίες μεταξύ ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων, αλλά και
μεταξύ κρατών, πάνω σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μαζικών σφαγών και αν
αυτές εμπίπτουν στον ορισμό της γενοκτονίας, αφθονούν. Ενδεικτικά: η
εθνοκάθαρση συνιστά γενοκτονία; Οι σφαγές των Κούρδων αμάχων στο βόρειο
Ιράκ (50.000 θύματα); Οι εκτοπίσεις και οι μαζικές σφαγές ιθαγενών της
αμερικανικής ηπείρου τον 19ο αιώνα; Οι σφαγές που διέπραξαν οι Βέλγοι
αποικιοκράτες στο Κονγκό;
Καταστροφή της μνήμης
Στο συλλογικό έργο «Century of Genocide» (Garland Publishing, 1997)
αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, οι περιπτώσεις της σφαγής της φυλής των
Χερέρο από τους Γερμανούς αποικιοκράτες (Νοτιοδυτική Αφρική, 1904 –
αποκαλούμενη «η πρώτη γενοκτονία»), ο επιβληθείς λιμός στην Ουκρανία απ’
το σταλινικό καθεστώς (1932-33, 7-12 εκατομμύρια νεκροί), οι σφαγές
στην Ινδονησία (1965-66), στο Ανατολικό Τιμόρ (1975), στο Μπανγκλαντές
(1971), στο Μπουρούντι (1972), στην Καμπότζη (1975-79) κ.ά. Αιματηρά
συμβάντα τα οποία όμως είναι, εν πολλοίς, άγνωστα ή λησμονημένα. Οι
ιστορικοί συμφωνούν ότι το τελικό στάδιο μιας συστηματικής γενοκτονίας
είναι η «άρνηση» (Τουρκία για Αρμενική Γενοκτονία) και η λήθη: δεν
συνέβη ποτέ, οι επιζήσαντες ψεύδονται. «Ποιος θυμάται σήμερα τους
Αρμένιους;», είχε ρωτήσει ο Χίτλερ, ρητορικά, στο Ράιχσταγκ όταν, έστω
και εμμέσως, είχε αρχίσει να γίνεται λόγος στη ναζιστική Γερμανία για
την εξόντωση της εβραϊκής φυλής. Και είχε δίκιο – μέχρι πρόσφατα
τουλάχιστον (οι Αρμένιοι χρειάστηκε να μοχθήσουν πολύ για να βγει προς
τα έξω η τραυματική ιστορία τους). Πράγματι, μια γενοκτονία δεν
ολοκληρώνεται με τον βιολογικό αφανισμό ενός έθνους ή φυλής αλλά με την
καταστροφή της κουλτούρας και της μνήμης της. Ο Λέμκιν το είχε προβλέψει
από πολύ νωρίς.