Σπύρος Λίτσας Η Ιστορία αντιμετωπίζει με σκληρότητα την αδυναμία διαχείρισης
του πολιτικού χρόνου, όπως επίσης και τη μη κατανόηση της μη συμβατικής
ροής αυτού από τον πολιτικό. Κάποτε είχαν ρωτήσει μία από τις κορυφαίες
πολιτικές προσωπικότητες του ελληνικού χώρου τον 20ό αιώνα, τον λόγιο
και φιλελεύθερο Παναγιώτη Κανελλόπουλο, γιατί αφήνει το καπέλο του πάνω
στο γραφείο του σε κάθε πολιτικό θώκο που αναλάμβανε. «Για να θυμάμαι
ότι σύντομα θα χρειαστεί να το φορέσω και να εγκαταλείψω τη θέση αυτή»!
Μέρα με την ημέρα γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό από μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ότι η σημερινή κρίση διαστρεβλώνει το οντολογικό μας είναι. Μέσα στο καμίνι της Ιστορίας, τώρα, στο χωροχρονικό μεσοστράτι των μεγάλων αποφάσεων απέναντι σε πραγματικά ή τεχνητά διλήμματα, οφείλουμε να οικοδομήσουμε πλέον τους μηχανισμούς αυτούς που δεν θα διαχειρίζονται τη μιζέρια του δημόσιου χρέους και της ύφεσης, αλλά που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη ημέρα με όρους ρεαλιστικών εφαρμογών και όχι ιδεαλιστικών μαξιμαλιστικών ρητορειών. Η Ελλάδα σε λίγους μήνες εισέρχεται στο έβδομο έτος διαρκούς ύφεσης και επιτέλους πρέπει να εμφανιστεί η αχτίδα φωτός στην άκρη του τούνελ. Μόνο που σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι αυτό που αχνοφαίνεται στην προέκταση του συγκαιρινού αδιεξόδου είναι ο Ηλιος ο ηλιάτορας και όχι τα φώτα πορείας της αμαξοστοιχίας των πολιτικών αδιεξόδων του ευρωζωνικού εγχειρήματος που έρχεται προς το μέρος μας από την άλλη πλευρά με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Την προηγούμενη Κυριακή επιχειρηματολόγησα υπέρ της θέσης ότι θα πρέπει να αποφασίσουμε να γίνουμε ένα έξυπνο κράτος στην επόμενη στροφή της οντολογικής μας πορείας. Δέχτηκα αρκετά e-mails από αναγνώστες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», με τα οποία ρωτούσαν ποια συγκεκριμένα μέτρα θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την αύξηση της διεθνοπολιτικής μας ευφυΐας. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένη και απτή. Ο στόχος στην επόμενη στροφή θα πρέπει να είναι να γίνουμε ξανά «Μέγα το της θαλάσσης κράτος» σε επίπεδο ποντοπόρου εμπορίου αλλά και στόλου. Πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μια τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία και δίχως να κινδυνεύει η χώρα να εισέλθει σε νέα μονοπάτια οικονομικής απορρύθμισης; Μια πρώτη απάντηση είναι με εξοικονόμηση πόρων από αχρείαστες δαπάνες της Δημόσιας Διοίκησης και τη μεταφορά τους στην οικοδόμηση ενός τέτοιου στόχου. Από πού; Πόσες, για παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ κοστίζουν καθημερινά οι παράνομες χωματερές σε πρόστιμα που η ελληνική Πολιτεία αναγκάζεται να πληρώνει απολύτως δίκαια στις Βρυξέλλες; Σε μια δεύτερη προσέγγιση μέσω της αύξησης των συνεργατικών προοπτικών μας με έτερες ιστορικές ναυτικές δυνάμεις του δυτικού χώρου, ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα βρετανογαλλικής συνεργασίας στο εσωτερικό της βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Ο υπερβατικός στόχος της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες οφείλει να είναι η επανέναρξη της ατζέντας υψηλής στρατηγικής περί των «δυνάμεων της θάλασσας». Η στρατηγική και ιστορική μας σχέση με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ επαναχαράσσει μια ισχυρή προοπτική για την Ελλάδα της επόμενης ημέρας της κρίσης. Η δυσχερής δημοσιονομική μας θέση μπορεί να εξισορροπηθεί, σε αρχικό επίπεδο, και στη συνέχεια να μεταβληθεί σε ένα λειτουργικό αναπτυξιακό πλαίσιο παραγωγής πρωτογενούς πλούτου και αποτροπής στρατηγικών κινδύνων, αν αξιοποιηθεί δημιουργικά η αναλλοίωτη σημαντική στρατηγική μας θέση στη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα αδιέξοδα δεν γίνονται υπερβατά με διαχείριση αυτοπεριορισμών, αλλά με υπερβατικές εφαρμογές ρεαλιστικών οραμάτων. Η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την αδιέξοδη μοιρολατρία περί του μικρού και αδύναμου κράτους και να μετατραπεί σε έξυπνο κράτος, που θα στραφεί ξανά στη θάλασσα και θα θέσει σε κίνηση τον διαχρονικό χρησμό περί της σωτηρίας μέσα από τα «ξύλινα τείχη».
Μέρα με την ημέρα γίνεται ολοένα και πιο κατανοητό από μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας ότι η σημερινή κρίση διαστρεβλώνει το οντολογικό μας είναι. Μέσα στο καμίνι της Ιστορίας, τώρα, στο χωροχρονικό μεσοστράτι των μεγάλων αποφάσεων απέναντι σε πραγματικά ή τεχνητά διλήμματα, οφείλουμε να οικοδομήσουμε πλέον τους μηχανισμούς αυτούς που δεν θα διαχειρίζονται τη μιζέρια του δημόσιου χρέους και της ύφεσης, αλλά που θα μας οδηγήσουν στην επόμενη ημέρα με όρους ρεαλιστικών εφαρμογών και όχι ιδεαλιστικών μαξιμαλιστικών ρητορειών. Η Ελλάδα σε λίγους μήνες εισέρχεται στο έβδομο έτος διαρκούς ύφεσης και επιτέλους πρέπει να εμφανιστεί η αχτίδα φωτός στην άκρη του τούνελ. Μόνο που σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι αυτό που αχνοφαίνεται στην προέκταση του συγκαιρινού αδιεξόδου είναι ο Ηλιος ο ηλιάτορας και όχι τα φώτα πορείας της αμαξοστοιχίας των πολιτικών αδιεξόδων του ευρωζωνικού εγχειρήματος που έρχεται προς το μέρος μας από την άλλη πλευρά με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Την προηγούμενη Κυριακή επιχειρηματολόγησα υπέρ της θέσης ότι θα πρέπει να αποφασίσουμε να γίνουμε ένα έξυπνο κράτος στην επόμενη στροφή της οντολογικής μας πορείας. Δέχτηκα αρκετά e-mails από αναγνώστες της «κυριακάτικης δημοκρατίας», με τα οποία ρωτούσαν ποια συγκεκριμένα μέτρα θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν την αύξηση της διεθνοπολιτικής μας ευφυΐας. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί παρά να είναι συγκεκριμένη και απτή. Ο στόχος στην επόμενη στροφή θα πρέπει να είναι να γίνουμε ξανά «Μέγα το της θαλάσσης κράτος» σε επίπεδο ποντοπόρου εμπορίου αλλά και στόλου. Πώς μπορεί να γίνει αυτό σε μια τόσο δύσκολη οικονομική συγκυρία και δίχως να κινδυνεύει η χώρα να εισέλθει σε νέα μονοπάτια οικονομικής απορρύθμισης; Μια πρώτη απάντηση είναι με εξοικονόμηση πόρων από αχρείαστες δαπάνες της Δημόσιας Διοίκησης και τη μεταφορά τους στην οικοδόμηση ενός τέτοιου στόχου. Από πού; Πόσες, για παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ κοστίζουν καθημερινά οι παράνομες χωματερές σε πρόστιμα που η ελληνική Πολιτεία αναγκάζεται να πληρώνει απολύτως δίκαια στις Βρυξέλλες; Σε μια δεύτερη προσέγγιση μέσω της αύξησης των συνεργατικών προοπτικών μας με έτερες ιστορικές ναυτικές δυνάμεις του δυτικού χώρου, ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα βρετανογαλλικής συνεργασίας στο εσωτερικό της βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Ο υπερβατικός στόχος της Ελλάδας για τις επόμενες δεκαετίες οφείλει να είναι η επανέναρξη της ατζέντας υψηλής στρατηγικής περί των «δυνάμεων της θάλασσας». Η στρατηγική και ιστορική μας σχέση με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Ισραήλ επαναχαράσσει μια ισχυρή προοπτική για την Ελλάδα της επόμενης ημέρας της κρίσης. Η δυσχερής δημοσιονομική μας θέση μπορεί να εξισορροπηθεί, σε αρχικό επίπεδο, και στη συνέχεια να μεταβληθεί σε ένα λειτουργικό αναπτυξιακό πλαίσιο παραγωγής πρωτογενούς πλούτου και αποτροπής στρατηγικών κινδύνων, αν αξιοποιηθεί δημιουργικά η αναλλοίωτη σημαντική στρατηγική μας θέση στη Μεσόγειο Θάλασσα. Τα αδιέξοδα δεν γίνονται υπερβατά με διαχείριση αυτοπεριορισμών, αλλά με υπερβατικές εφαρμογές ρεαλιστικών οραμάτων. Η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την αδιέξοδη μοιρολατρία περί του μικρού και αδύναμου κράτους και να μετατραπεί σε έξυπνο κράτος, που θα στραφεί ξανά στη θάλασσα και θα θέσει σε κίνηση τον διαχρονικό χρησμό περί της σωτηρίας μέσα από τα «ξύλινα τείχη».