του Μιχάλη Καϊταντζίδη
Περισσότερα προβλήματα παρά διεξόδους πρόσφερε στην κυβέρνηση η απόπειρα ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ και του ΔΕΣΦΑ.Τα κυριότερα από αυτά αφορούν τη διατάραξη των διπλωματικών σχέσεων της χώρας με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με
αφορμή την πολιτική αντιμετώπιση του θέματος, ενώ η προετοιμασία του
διαγωνισμού από την πλευρά του ΤΑΙΠΕΔ άφησε και αυτή πολλά κενά,
προκάλεσε αβεβαιότητες μεταξύ των επενδυτών και έδωσε αφορμή για
αρνητικά σχόλια.Έτσι σε πολιτικό - διπλωματικό επίπεδο, παρατηρούμε τη μετάθεση του ταξιδιού του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, το
οποίο αρχικά είχε προγραμματιστεί για τις 25 Μαρτίου. Σε ό,τι αφορά το
ταξίδι στη Μόσχα, έχει παγώσει για τα καλά, καθώς αναβάλλεται συνεχώς η
επίσκεψη του Ρώσου ΥΠΕΞ, η οποία θα προετοίμαζε τη συνάντηση κορυφής των
δύο κρατών.
Σύμφωνα δε με πληροφορίες από διπλωματικές πηγές, η
συνάντηση κορυφής έχει κολλήσει σε όσα απαράδεκτα, κατά τη Μόσχα,
συμβαίνουν με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ για την οποία έντονο
ενδιαφέρον δείχνει η Gazprom. Ως γνωστόν, οι ενστάσεις των ΗΠΑ αφορούν την είσοδο της Gazprom στον διαγωνισμό, καθώς
κρίνουν ότι τυχόν έλεγχος της ΔΕΠΑ από τη ρωσική εταιρεία θα καταστήσει
την Ελλάδα όμηρο της Ρωσίας στα ενεργειακά, από τη στιγμή που η
δεσπόζουσα εταιρεία και ο προμηθευτής της σε φυσικό αέριο θα είναι το
ίδιο νομικό πρόσωπο.
Τα μηνύματα των ΗΠΑ προς την Ελλάδα για
τoν πάση θυσία αποκλεισμό της ρωσικής εταιρείας από τον διαγωνισμό για
τη ΔΕΠΑ έχουν δοθεί μέσω της διπλωματικής οδού, με την επίσκεψη στην
Αθήνα υπηρεσιακών υφυπουργών και δημόσιων τοποθετήσεων της porte parole του State Department. Ωστόσο,
ο διαγωνισμός προχώρησε από την προηγούμενη ηγεσία του ΤΑΙΠΕΔ, χωρίς
τον αποκλεισμό προσφορών από προμηθευτές της ΔΕΠΑ, όπως είχε γίνει σε
παλαιότερο διαγωνισμό, καθώς κρίθηκε ότι για το σύννομο ή όχι θα
αποφασίσουν οι κοινοτικές αρχές για τον ανταγωνισμό και τα ρυθμιστικά
της ενεργειακής αγοράς.
Η ρωσική πλευρά δείχνει και αυτή έντονα
ενοχλημένη από την Ελλάδα, λόγω της ετεροβαρούς κατά την άποψή της
αντιμετώπισης που έχει από το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο μεταφέρει όλα τα ρίσκα
στον υποψήφιο επενδυτή, χωρίς τον ελάχιστο επιμερισμό και στο ίδιο το ταμείο.
Συγκεκριμένα, η ρωσική πλευρά την είσοδό της στην ελληνική εταιρεία
φυσικού αερίου τη συνδυάζει με την απαρχή μιας νέας περιόδου στις
ελληνορωσικές οικονομικές σχέσεις.
Η έμφαση θα βρίσκεται στις επενδύσεις της Gazprom στην Ελλάδα σε νέα δίκτυα διανομής και υποδομές, όπως και στην υπογραφή νέας συμφωνίας προμήθειας φυσικού αερίου.
Ωστόσο,
η εταιρεία θεωρεί ότι η αντιμετώπιση που έχει από το ΤΑΙΠΕΔ δεν είναι
αυτή που αρμόζει στη σοβαρότητα της προσφοράς της. Μεταφέρει, δηλαδή, όλα τα ρίσκα στον υποψήφιο επενδυτή
μέσω της εγγυητικής επιστολής που θα καταθέσει και η οποία μπορεί να
καταπέσει πλήρως αν η συναλλαγή δεν ολοκληρωθεί, χωρίς να έχει ευθύνη ο
επενδυτής.
Πρόκειται για το γνωστό θέμα της εγγυητικής επιστολής που
θα κατατεθεί μαζί με τη δεσμευτική προσφορά, ύψους 20% επί του
τιμήματος. Για το θέμα αυτό η αντίδραση της Gazprom είναι έντονη, καθώς
αναμένει επιβολή όρων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να
αποκτήσει τη ΔΕΠΑ, των οποίων το κόστος ενδεχομένως να είναι
απαγορευτικό.
Έτσι είναι πολύ πιθανόν να αναγκαστεί να
αποχωρήσει από τη διαδικασία, αν και θα κριθεί πλειοδότης. Ας σημειωθεί
ότι με βάση το ποσοστό 20% η εγγυητική επιστολή για προσφορά 900 εκατομμυρίων αντιστοιχεί
σε 180 εκατομμύρια, τα οποία σύμφωνα με τους σημερινούς όρους του
διαγωνισμού η Gazprom θα καταπέσουν υπέρ του ΤΑΙΠΕΔ σε περίπτωση όπου
δεν ολοκληρωθεί η συναλλαγή.
Για την αλλαγή του συγκεκριμένου όρου οι Ρώσοι της Gazprom είναι απόλυτοι,
καθώς κρίνουν ότι είναι θέμα αρχής, ενώ οι μέχρι τώρα διορθωτικές
κινήσεις του ΤΑΙΠΕΔ αφορούν απλώς και μόνο τη μείωση του ποσοστού της
εγγυητικής επιστολής και όχι την απαλοιφή του όρου, τον οποίο οι Ρώσοι
θεωρούν απαράδεκτο. Ας σημειωθεί ότι για το θέμα αυτό ο επικεφαλής της Gazprom Alexei Miller βρέθηκε δύο φορές στην Αθήνα σε διάστημα 15 ημερών και είχε συναντήσεις με τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον ΥΠΑΝ Κωστή Χατζηδάκη.
Πάντως,
η εικόνα που διαμορφώνεται στην πλευρά των Ρώσων δείχνει μία διάχυτη
απαισιοδοξία για την προώθηση των διαδικασιών υπό τις παρούσες συνθήκες, χωρίς να αποκλείονται οι εκπλήξεις. Αυτές μπορεί να είναι είτε πολύ χαμηλότερο τίμημα από τα 900 εκατομμύρια που
αρχικά είχαν αφήσει να διαρρεύσει ότι θα προσφέρουν, είτε και η αποχή
από τον διαγωνισμό, αν εκτιμήσουν ότι η Ε.Ε. θα θέσει δυσβάστακτους
όρους με πώληση δικτύων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μέχρι
στιγμής, η διαδικασία προχωράει με την παρουσίαση της ΔΕΠΑ την
προηγούμενη και του ΔΕΣΦΑ αυτήν την εβδομάδα στους υποψήφιους επενδυτές
Μ+Μ (Μότορ Όιλ - Μυτιληναίος), Sintez και Gazprom και για τον ΔΕΣΦΑ στις
Socar, Sintez, ΤΕΡΝΑ-ΡΡF.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η διοίκηση
της ΔΕΠΑ παρουσίασε στοιχεία για τις εκτιμήσεις κατανάλωσης φυσικού
αερίου από το 2013 μέχρι το 2020, με βάση τις οποίες για φέτος αναμένεται 4,1 δισ. κ.μ. έως και 6,5 δισ. κυβικά το 2020.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η διοίκηση της ΔΕΠΑ στην ανάπτυξη των νέων ΕΠΑ
και στην επέκταση της χρήσης του φυσικού αερίου στην αυτοκίνηση, ενώ
εκτίμησε ότι με την περαιτέρω απελευθέρωση της αγοράς η ΔΕΠΑ θα κρατήσει
μερίδιο 70% στην εγχώρια αγορά το 2016.
Τέλος, από την πλευρά του, ο ΔΕΣΦΑ εστίασε κυρίως στο αναπτυξιακό πρόγραμμα με την κατασκευή της τρίτης δεξαμενής στη Ρεβυθούσα
και στην αύξηση της ημερήσιας δυναμικότητας αεριοποίησης υγροποιημένου
αερίου, νέων διασυνδέσεων με καταναλωτές, τη μετατροπή σε διπλής ροής
της διασύνδεσης με τη Βουλγαρία και στην υψηλή κερδοφορία της εταιρείας.