Εξαθλίωση,
που υφίστανται οι ορθόδοξες εκκλησίες στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου,
μετά την τουρκική εισβολή, αποκαλύπτει ο Δανός συγγραφέας και
φωτογράφος, Χένρικ Κλάουσεν, σε βιβλίο του, που παρουσιάζει σε σημερινό
ρεπορτάζ η εφημερίδα «Αλήθεια».
Σύμφωνα με τον Δανό συγγραφέα, η κατάσταση των εκκλησιών στα κατεχόμενα
«μόνο θλίψη μπορεί να μας φέρει. Κατεστραμμένες εκκλησίες, κατεστραμμένα
κοιμητήρια, εκκλησίες που μετατράπηκαν σε τζαμιά, είναι η σημερινή
κατάσταση στο κατεχόμενο βόρειο μέρος της Κύπρου».
Στο βιβλίο αναφέρεται πως μετά την εισβολή των Τούρκων το 1974, ήρθαν
στην κατοχή τους περίπου 500 εκκλησίες ή άλλα χριστιανικά μνημεία, πολλά
εκ των οποίων μεγάλης ιστορικής και πολιτιστικής αξίας. Επιπλέον
σημειώνει πως μετά την εισβολή, δεν υπήρχε για πολλά χρόνια πρόσβαση
στις εκκλησίες στα κατεχόμενα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τη σημερινή
τους κατάσταση, καθώς δεν μπορούσαν να γίνουν εργασίες συντήρησής τους ή
να προστατευθούν από λεηλασίες και κλοπές. Τονίζεται πως αυτά τα
προβλήματα είναι τεκμηριωμένα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων και άλλα διεθνή Ινστιτούτα, «αλλά η διεθνής κοινότητα έκανε
μικρή προσπάθεια για να καταστήσει την Τουρκία υπεύθυνη για τα
προβλήματα αυτά».
Στο βιβλίο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Χαράλαμπου
Δημητρίου, επιχειρείται σύγκριση για το πώς διατηρούνται στις ελεύθερες
περιοχές τα τζαμιά.
Αναφέρει ο συγγραφέας:
«Μετά που είδαμε πώς αντιμετωπίζονται οι εκκλησίες στο βόρειο τμήμα της
Κύπρου, κάποιος θα αναρωτηθεί δικαίως, αν οι Κύπριοι, στο ελεύθερο τμήμα
του νησιού, συμπεριφέρονται στα τζαμιά με ανάλογο τρόπο, δηλαδή
αφήνοντάς τα να αποσυντεθούν, προχωρώντας σε βανδαλισμούς ή κλοπές. Η
απάντηση είναι "όχι". Υπάρχουν 17 αρχαία τζαμιά στο νότιο τμήμα της
Κύπρου, τα οποία είναι όλα προστατευόμενα από την κυβέρνηση και
συντηρούνται από το κράτος. Έντεκα από αυτά αρχικά κτίστηκαν ως
εκκλησίες και στη συνέχεια μετατράπηκαν σε τζαμιά, κάτω από την
οθωμανική κυριαρχία. Η κυβέρνηση της Κύπρου δεν έχει μετατρέψει τα
τζαμιά ξανά σε εκκλησίες και διευκολύνει ενεργά τη χρήση τους από τους
μουσουλμάνους».
Άλλο κεφάλαιο του βιβλίου, αναφέρεται στις κλοπές από τις εκκλησίες στα
κατεχόμενα. Όπως επισημαίνεται, εκτιμάται πως έχουν κλαπεί από 15 έως 20
χιλιάδες εικόνες, χιλιάδες βιβλία, καθώς τοιχογραφίες και ψηφιδωτά. Ο
Χένρικ Κλάουσεν αναφέρει πως υψηλά ιστάμενοι Τούρκοι αξιωματούχοι (σσ.
όχι Τουρκοκύπριοι), όχι μόνο έδειξαν ανοχή σε αυτές τις κλοπές, αλλά τις
ενθάρρυναν ανοιχτά με σκοπό να «διώξουν» τη χριστιανική τέχνη από το
κατεχόμενο μέρος του νησιού. Αυτά που έχουν κλαπεί, έχουν πωληθεί στη
μαύρη αγορά και για τον λόγο αυτό, σημειώνει, οι τιμές της ελληνικής /
βυζαντινής τέχνης σε γενικές γραμμές έχουν κατρακυλήσει αισθητά.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου του ο Χένρικ Κλάουσεν γράφει: «Η
Κύπρος δεν είναι απλά ένα νησί στη Μεσόγειο με ευχάριστο κλίμα, όμορφες
παραλίες και συναρπαστικές εκκλησίες. Το νησί περιλαμβάνει επίσης μία
από τις πιο περίπλοκες και ανεπίλυτες συγκρούσεις στην Ευρώπη. Είναι ένα
πεδίο έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και έχει ζήσει μερικές από τις
χειρότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πρόσφατη
ευρωπαϊκή ιστορία.
Αυτό το βιβλίο περιγράφει την ιστορία της Κύπρου, δίνοντας έμφαση στην
μεταπολεμική εποχή μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο έως και την τουρκική
εισβολή. Πολλές από τις φωτογραφίες τεκμηριώνουν την έντονη αντίθεση
μεταξύ του χριστιανικού νότου και του πολιτισμικά λεηλατημένου βόρειου
μέρος, όπου 500 εκκλησίες είναι άδειες και εγκαταλελειμμένες, οι
περισσότερες εκ των οποίων σε φάση αποσύνθεσης.
Το βιβλίο παρέχει, επίσης, μία επισκόπηση των προβλημάτων από τη σκοπιά
του διεθνούς δικαίου. Εκτός από τις εκτενείς φωτογραφικές αποδείξεις,
παραθέτει επίσης μία ευρεία επιλογή από πρωτότυπες πηγές,
συμπεριλαμβανομένης της μυστικής έκθεσης του Συμβουλίου της Ευρώπης από
το 1976, σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
http://www.e-typos.com