Της Γεωργίας Χαννή
Μακροπρόθεσμα αναμένεται να είναι τα οφέλη από την ανεύρεση κοιτασμάτων
φυσικού αερίου, υποστηρίζει η Υπηρεσία Οικονομικών Μελετών της Ελληνικής
Τράπεζας τονίζοντας ότι καθοριστικός παράγοντας στους ενεργειακούς
σχεδιασμούς αποτελούν οι επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις στο οικόπεδο 12 και
στα άλλα τεμάχια στην ΑΟΖ.Όπως δήλωσε στη StockWatch, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Οικονομικών
Μελετών της Ελληνικής Τράπεζας Μιχάλης Φλωρεντιάδης, «τα οφέλη από την
ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου είναι πολύ σημαντικά και ουσιαστικά
ωστόσο χρειάζεται υπομονή και υλοποίηση ενός μακροπρόθεσμου πλάνου».«Σημαντικός παράγοντας για την υλοποίηση των ενεργειακών
σχεδιασμών», τόνισε, «είναι οι επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις στο οικόπεδο 12
και στα άλλα τεμάχια στην ΑΟΖ».Σύμφωνα με την τελευταία οικονομική επισκόπηση της Υπηρεσίας
Οικονομικών Μελετών της Ελληνικής Τράπεζας που δημοσιεύτηκε χθες, το
φυσικό αέριο από το οικόπεδο 12 υπολογίζεται να χρησιμοποιηθεί για
παραγωγή ενέργειας το 2017-2018 στην Κύπρο.
Υποθαλάσσιοι αγωγοί θα προμηθεύουν την ΑΗΚ για την παραγωγή
ηλεκτρικού ρεύματος. Το φυσικό αέριο αναμένεται ν’ αντικαταστήσει το
αργό πετρέλαιο (μαζούτ) το οποίο χρησιμοποιείται σήμερα, καθώς θεωρείται
φθηνότερο από το πετρέλαιο και, επιπρόσθετα συμβάλλει στη μείωση της
εκπομπής ρύπων. Επίσης, θα πρέπει να γίνει και η ανάλογη επένδυση εκ
μέρους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ώστε να γίνει κατορθωτή η αξιοποίηση
του φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Το 2019
υπολογίζεται ότι θα ολοκληρωθεί και η κατασκευή του τερματικού
υγροποίησης του φυσικού αερίου που αποτελεί μια σημαντική επένδυση και
που άφορα την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην κυπριακή
ΑΟΖ.
Η λειτουργία αυτής της πρώτης μονάδας τερματικού υγροποίησης
(LNG) υπολογίζεται ότι θα είναι χωρητικότητας επεξεργασίας 5
εκατομμυρίων μετρικών τόνων τον χρόνο (mmtpa) και το κόστος κατασκευής
της υπολογίζεται στα €7,5 δισ. Αυτή τη στιγμή το υγροποιημένο φυσικό
αέριο τιμολογείται σε διπλάσια τιμή (γύρω στα $10) ανά μονάδα από ό,τι
το αέριο που μεταφέρεται μέσω αγωγών (γύρω στα $5). Ανάλογα με τις
εξελίξεις, κυρίως στα άλλα κυπριακά οικόπεδα, μπορεί να προστεθούν ακόμη
δύο μονάδες επεξεργασίας, με το συνολικό κόστος να φθάνει τα €17,5 δισ.
Το όλο έργο βρίσκεται στο στάδιο του σχεδιασμού και για την υλοποίησή
του χρειάζεται πολιτική απόφαση και έγκριση. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της
Υπηρεσίας Ενέργειας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, η
Κύπρος θα είναι σε θέση να εξάγει φυσικό αέριο μετά το 2020.
«Αν και πολλά βρίσκονται σε εκκρεμότητα μέχρι η Κύπρος να είναι σε
θέση να εξορύξει και να εκμεταλλευτεί τα δικά της κοιτάσματα, εντούτοις
κάποιες παράμετροι και εξελίξεις που αφορούν την ευρύτερη αγορά φυσικού
αερίου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη», αναφέρεται. Καταρχήν, αναφέρει η
Υπηρεσία, στην Ευρώπη τη δεκαετία 2000-2010 δεν υπήρξε αυξημένη ζήτηση
φυσικού αερίου.
«Έχοντας υπόψη τη σχετική έλλειψη αυξημένης ζήτησης και ειδικά την
οικονομική κρίση του 2008, η εικόνα της αγοράς έχει αλλάξει. Πριν το
2009 περίπου το 80% του φυσικού αερίου που προμηθευόταν η Ευρώπη, ήταν
σε τιμές που συνδέονταν με τις τιμές συμβολαίων μελλοντικής παράδοσης
πετρελαίου. Επειδή η ζήτηση πετρελαίου σε σχέση με τη ζήτηση φυσικού
αερίου ακόμα και μετά την κρίση του 2008 δεν μειώθηκε αισθητά - κυρίως
λόγω της χρήσης πετρελαίου στις μεταφορές - οι τιμές του δεν σημείωσαν
μεγάλη πτώση. Έτσι, μετά το 2009 και ειδικά με τις νέες μεθόδους
εκμετάλλευσης κοιτασμάτων φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, που δεν μπορούσαν να
αξιοποιηθούν στο παρελθόν (shale gas), παρουσιάστηκε μια σημαντική πτώση
στις τιμές του φυσικού αερίου που, κατά κύριο λόγο, υπολογίζονται βάσει
των τιμών που διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων NYMEX. Η
ανακάλυψη αυτή επηρέασε και τις τιμές του υγροποιημένου φυσικού αερίου
(LNG) για το λόγο ότι πολλά από τα τερματικά υγροποίησης είχαν
κατασκευαστεί για να συμπληρώσουν τις ελλείψεις σε φυσικό αέριο στην
αγορά των ΗΠΑ».
Ζήτηση και τιμές
Όπως τονίζεται, η εκτίμηση της πιθανής αξίας του κοιτάσματος στο
οικόπεδο 12 είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί με τα δεδομένα που
υπάρχουν. «Κατ’ αρχήν δεν υπάρχει ασφαλής τρόπος να γνωρίζουμε ποια
ζήτηση και ποιες τιμές θα επικρατούν για το φυσικό αέριο στις διεθνείς
αγορές μετά το 2020», αναφέρει και προσθέτει ότι είναι επίσης δύσκολο να
καθοριστεί με σχετική ακρίβεια η ποσότητα των εκμεταλλεύσιμων
κοιτασμάτων χωρίς επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις.
Ένας άλλος παράγοντας που καθιστά τις προβλέψεις δύσκολες είναι το
κόστος της υποδομής που θα χρειαστεί για την εκμετάλλευση του φυσικού
αερίου. «Είναι γεγονός ότι στην περίπτωση του γειτονικού οικοπέδου
Ταμάρ στην ΑΟΖ του Ισραήλ, χρειάστηκαν πέντε επιβεβαιωτικές γεωτρήσεις.
Αυτό υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχει σταθερό κόστος ή αυστηρά
χρονοδιαγράμματα που μπορούν ν’ ακολουθηθούν. Επίσης καθοριστικός
παράγοντας του κόστους αλλά και της μελλοντικής απόδοσης είναι το είδος
της υποδομής που θα χρειαστεί. Λύσεις όπως η κατασκευή μονάδων
τερματικού υγροποίησης φυσικού αερίου χρειάζονται ουσιαστικές
κεφαλαιουχικές επενδύσεις με ψηλό κόστος. Το ψηλό κόστος τους όμως
μπορεί να αντιστασμισθεί από πιθανές ψηλές τιμές φυσικού αερίου στο
μέλλον, καθώς και την πιθανότητα να είναι προμηθευτής σε περιπτώσεις που
κρίνονται ως έκτακτη ανάγκη (π.χ. κάποιο κύμα κακοκαιρίας) και ως εκ
τούτου με πολύ μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.
Όπως τονίστηκε πιο πάνω, ακόμη δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση σε πολιτικό επίπεδο όσον αφορά την αναγκαία υποδομή».
Όπως δήλωσε ο κ. Σόλων Κασίνης, Διευθυντής της Υπηρεσίας Ενέργειας,
στην κυπριακή ΑΟΖ πιθανότατα να υπάρχουν αποθέματα 60 τρις κυβικών ποδών
φυσικού αερίου και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να βρίσκονται και
κοιτάσματα πετρελαίου σε ποσοστό 25%. «Πρέπει, όμως, να υπενθυμίζεται
ότι κατά τα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης θα υπάρχουν λιγότερα έσοδα και
αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι θα πρέπει να γίνουν εκτεταμένα έργα
υποδομής. Επίσης, πρέπει να συνυπολογιστούν και τα ποσοστά των
εταιρειών που θα συμμετάσχουν στο όλο έργο. Σύμφωνα με την Υπηρεσία
Ενέργειας το κόστος μέχρι το στάδιο της εμπορικής εκμετάλλευσης των
κοιτασμάτων φυσικού αερίου του οικόπεδου 12 ίσως να ξεπεράσει τα €3
δισ.», επισημαίνει η Υπηρεσία Οικονομικών Μελετών της HB.
Σε κάθε περίπτωση, έστω και η πιθανότητα εξόρυξης αυτών των
κοιτασμάτων, τονίζεται, δεν κρίνεται καθόλου ευκαταφρόνητη ως προοπτική,
ειδικά για μια χώρα του μεγέθους της Κύπρου. Σε περίπτωση που τα
χρονοδιαγράμματα για την έλευση φυσικού αερίου στην Κύπρο ισχύσουν, όπως
και τα χρονοδιαγράμματα για την ολοκλήρωση του τερματικού υγροποίησης
και εξαγωγών στο εξωτερικό, αυτό σημαίνει ότι σύντομα στην Κύπρο θα
αρχίσουν οι δαπάνες για τα έργα υποδομής.
Τα έργα αυτά αναμένεται ν’ αναζωογονήσουν σημαντικούς τομείς της κυπριακής οικονομίας όπως είναι η κατασκευαστική βιομηχανία.
«Δεδομένων των πολλών δυσκολιών και προβλημάτων που αντιμετωπίζει η
κυπριακή οικονομία, είναι ύψιστης σημασίας οι αποφάσεις που αφορούν το
θέμα του φυσικού αερίου να τίθενται κάτω από το πρίσμα των μακροχρόνιων
συμφερόντων του κυπριακού λαού. Σε διαφορετική περίπτωση, η ύπαρξη
αυτών των κοιτασμάτων δεν πρόκειται να εξασφαλίσει όλα τα πιθανά οφέλη
για την Κύπρο αλλά ενδέχεται να αποβεί ένας ακόμη παράγοντας πολιτικής
ανασφάλειας στην περιοχή», υπογραμμίζει.