Ο πρέσβης Ανδρέας Ιακωβίδης, ο οποίος υπέγραψε τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για το παρασκήνιο εκείνης της ιστορικής διάσκεψης στο Μοντέγκο Μπέι της Ιαμαϊκής (Τζαμάικα) το 1982, καταγράφοντας τα σημαντικά στοιχεία που αφορούν την ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, την γειτνιάζουσα ζώνη, καθώς και το τι προνοεί η Συνθήκη σε περιπτώσεις διενέξεων. Στη συνέντευξή του, ο Κύπριος διπλωμάτης αναφέρεται λεπτομερώς στις προσπάθειες που είχε καταβάλει τότε η τουρκική αντιπροσωπεία για να εξαιρεθούν τα νησιά από συγκριμένα άρθρα της Συνθήκης, κάτι που τελικά δεν επιτεύχθηκε.
Την Ελλάδα είχε εκπροσωπήσει στη Διάσκεψη, ο υφυπουργός Εξωτερικών και νυν πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας.
Ο κ. Ιακωβίδης τιμήθηκε το 1975 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο -μέσω του μονίμου αντιπροσώπου της Ελλάδας στον ΟΗΕ, πρέσβη Γεωργίου Παπούλια, του πρέσβη Βύρωνα Θεοδωρόπουλου και του γνωστού καθηγητή σε ζητήματα ΑΟΖ Θεόδωρου Καρυώτη- με το ανώτερο παράσημο του Ταξιάρχου του Τάγματος του Φοίνικος σε αναγνώριση των υπηρεσιών του προς την Ελλάδα για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Ο κ. Ιακωβίδης, ο οποίος διετέλεσε πρεσβευτής της Κύπρου στην Ουάσιγκτον, μόνιμος αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη και γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών, υπογραμμίζει -μεταξύ άλλων- ότι μπορεί μεν η Τουρκία να καταθέτει ρηματικές διακοινώσεις στη Γραμματεία του ΟΗΕ, αμφισβητώντας τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών, αλλά οι θέσεις αυτές αντίκεινται στις πρόνοιες της Συνθήκης οι οποίες έχουν την ισχύ Εθιμικού Δικαίου.
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης είναι το ακόλουθο: Ερ. Από το 1982, που υπογράψατε εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας τη Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, πόσο άλλαξε η διεθνής πραγματικότητα γύρω απ' αυτό το θέμα και ποια είναι η συνήθης πρακτική που ακολουθείται όταν γειτονικές χώρες έχουν διαφορές στον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ);
Απ. Από την υπογραφή της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, έχει γενικά αναγνωριστεί (κι αυτό επισημάνθηκε πανηγυρικά κατά την 30ή επέτειο της υπογραφής στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, την 10η Δεκεμβρίου 2012), ότι με τη συμμετοχή ως συμβαλλομένων μερών 164 κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι πρόνοιες της Συνθήκης έχουν αποκτήσει την ισχύ του Εθιμικού Δικαίου και αναγνωρίζονται ως δεσμευτικές για όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας (Σημείωση: οι ΗΠΑ έχουν υπογράψει τη Συνθήκη το 1995 και την υποστηρίζουν πλήρως, αλλά δεν θεωρούνται ακόμη συμβαλλόμενο μέρος, διότι εκκρεμεί η επικύρωσή της από τα 2/3 των μελών της Γερουσίας, πράγμα που ελπίζεται ότι θα επιτευχθεί σύντομα).
Όταν γειτονικές χώρες έχουν διαφορές ως προς τον καθορισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) ή των άλλων ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας (χωρικά ύδατα, ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, γειτνιάζουσα ζώνη) στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, κάπου 80%, διευθετούνται με συμφωνία ύστερα από διαπραγματεύσεις στη βάση της μέσης γραμμής. Αυτό έγινε στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις συμφωνίες με την Αίγυπτο (2003), τον Λίβανο (2007) και το Ισραήλ (2010).
Όταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων, ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσης της διαφοράς, βάσει του Κεφαλαίου 15 της Συνθήκης, είναι μέσω αναφοράς σε ένδικα μέσα, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας και η επιδιαιτησία, βάσει του παραρτήματος 7 της Συνθήκης. Υπάρχουν διάφορες τέτοιες περιπτώσεις (Λιβύης-Μάλτας, Δανίας-Νορβηγίας, Κατάρ-Μπαχρέιν, Νιγηρίας-Καμερούν, Ρουμανίας-Ουκρανίας, Μπαγκλαντές-Μιανμάρ, Γουϊάνα-Σουρινάμ, Μπαρμπάντος-Τρινιντάντ και Τομπάγκο) μεταξύ άλλων.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες περιπτώσεις, όπου η συγκατάθεση των μερών για επίλυση με αναφορά στο Δικαστήριο δεν εξασφαλίζεται και η διένεξη συνεχίζεται με επιπτώσεις για την ειρήνη. Παραδείγματος χάριν, οι διενέξεις στον Ειρηνικό μεταξύ Ιαπωνίας-Κορέας, Ιαπωνίας-Κίνας, Κίνας-Φιλιππίνων, Ηνωμένου Βασιλείου-Αργεντινής στον Ατλαντικό και άλλες. Σε τέτοιες περιπτώσεις αρμοδιότητα έχει το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ερ. Η Τουρκία, η οποία είναι από τις λίγες χώρες που δεν υπέγραψε τη Συνθήκη, αμφισβητεί το δικαίωμα των ελληνικών νησιών σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και έστειλε τη δική της ρηματική διακοίνωση στον ΟΗΕ, μετά τη ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας. Αν η Ελλάδα προχωρήσει στο επόμενο βήμα με την υποβολή επίσημου εγγράφου για την περιγραφή των ναυτικών συντεταγμένων της χώρας, πιστεύετε ότι θα ενισχύσει τις θέσεις της;
Απ. Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (1973-1982) και νωρίτερα στην Προπαρασκευαστική Επιτροπή (1970-1973), η Τουρκία κατέβαλε συστηματικές προσπάθειες, συνεπικουρούμενη από άλλα κράτη μέλη με ανάλογα συμφέροντα, ώστε τα δικαιώματα των νήσων σε ζώνες θαλάσσιας δικαιοδοσίας να περιοριστούν και να εξαρτώνται από παράγοντες, όπως: μέγεθος, πληθυσμός, γειτνίαση με άλλες χώρες, κατά πόσο βρίσκονται στην υφαλοκρηπίδα άλλων κρατών και άλλους γεωλογικούς και μορφολογικούς παράγοντες. Στην επιδίωξη αυτή αντιστάθηκαν άλλες χώρες και νησιωτικά κράτη (Καραβαϊκής, Ειρηνικού, μεταξύ άλλων), με πρωταγωνιστή την Κύπρο, που, με συνέπεια και επιχειρήματα, υπεστήριξαν ότι τα δικαιώματα των νήσων σε όλες τις ζώνες της θαλάσσιας δικαιοδοσίας (χωρικά ύδατα, γειτνιάζουσα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) να είναι ακριβώς τα ίδια ως των ηπειρωτικών περιοχών (τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και θέσεις περιγράφονται με λεπτομέρειες στα πρακτικά της Διάσκεψης και στα αρχεία των Ηνωμένων Εθνών).
Η Διάσκεψη, υιοθετώντας το άρθρο 121, αποδέχτηκε πλήρως τις θέσεις μας και απέρριψε τις τουρκικές. Η μόνη εξαίρεση, που δεν έχει πρακτική σημασία, είναι ότι νήσοι που δεν είναι παρά "βράχοι" δικαιούνται μόνο σε χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων. Η ΑΟΖ είναι δημιούργημα της Συνθήκης του 1982 (η αιγιαλίτιδα ζώνη και η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα προϋπήρχαν).
Η Τουρκία, αφού απέτυχε σ' αυτή την επιδίωξη, επανήλθε με τον ισχυρισμό ότι το να έχουν πλήρη δικαιώματα οι νήσοι ισχύει μόνο σε ανοικτούς ωκεανούς, όπου η επέκταση στα 200 ναυτικά μίλια δεν επηρεάζει άλλα κράτη και ότι, σε Κλειστές ή Ημίκλειστες Θάλασσες, (Μεσόγειος, Καραβαϊκή, Μαύρη Θάλασσα, Βαλτική κλπ) να ισχύουν ειδικοί κανόνες. Και σ' αυτή την επιδίωξη η Τουρκία απέτυχε εν' όψει της σταθερής αντίδρασης διαφόρων χωρών, περιλαμβανομένης της Κύπρου.
Το αποτέλεσμα ήταν η υιοθέτηση των άρθρων 122, 123 (Κλειστές και Ημίκλειστες θάλασσες) που απλώς καλεί σε συνεργασία μεταξύ των επηρεαζόμενων χωρών σε θέματα προστασίας αλιείας, περιβάλλοντος, επιστημονικής έρευνας, αλλά δεν αλλάζουν τους βασικούς κανόνες ως ανωτέρω, πράγμα που μας ικανοποιούσε πλήρως.
Επειδή λοιπόν η Τουρκία απέτυχε και σ' αυτή της την επιδίωξη και παράλληλα αποφασίστηκε από τη Διάσκεψη να μην επιτραπεί η κατάθεση επιφυλάξεων (reservations), η Τουρκία ψήφισε εναντίον της Συνθήκης το 1982 και έκτοτε καταψηφίζει στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών κάθε έτος την σχετική απόφαση για το Δίκαιο της Θάλασσας. Πιο πρόσφατα, το Δεκέμβριο του 2012, ήταν η μόνη χώρα που καταψήφισε και κατά συνέπεια είναι πλήρως απομονωμένη σ' αυτό το θέμα.
Κατά συνέπεια, μπορεί μεν η Τουρκία να καταθέτει ρηματικές διακοινώσεις στη Γραμματεία του ΟΗΕ αμφισβητώντας τα δικαιώματα των ελληνικών νησιών και της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ΑΟΖ και άλλες ζώνες θαλάσσιας δικαιοδοσίας, αλλά οι θέσεις αυτές αντίκεινται στις πρόνοιες της Συνθήκης οι οποίες έχουν την ισχύ Εθιμικού Δικαίου. Αντίθετα, οι απόψεις της Ελλάδας και της Κύπρου εν προκειμένω συνάδουν πλήρως με τις ισχύουσες πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποφέρουν, η ενδεδειγμένη οδός είναι η επίλυση της διενέξεως μέσω ενδεικνυόμενων μέσων: δικαστηρίων ή επιδιαιτησίας, νοουμένου ότι υπάρχει συγκατάθεση των ενδιαφερομένων μερών.
Ως προς το ερώτημά σας για υποβολή επισήμου εγγράφου με περιγραφή ναυτικών συντεταγμένων, αυτό έχει κάνει -ορθά η Κύπρος- το 2004 με τη λήψη της σχετικής απόφασης. Για την Ελλάδα, άλλοι είναι οι αρμόδιοι να σταθμίσουν τα υπέρ και τα κατά και να αποφασίσουν. Αναφέρω πάντως ότι, βάσει του άρθρου 3 της Συνθήκης, αναγνωρίζεται ότι κάθε κράτος δικαιούται να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα μέχρι 12 ναυτικά μίλια, όπως είχε κάνει η Κύπρος από το 1964. Και αυτό βέβαια ισχύει, βάσει του άρθρου 121, στην περίπτωση των νήσων, ως εξηγήθηκε ανωτέρω.
Ερ. Ποια επιλογή έχουν η Ελλάδα και η Κύπρος απέναντι στις αμφισβητήσεις και τις απειλές της Τουρκίας; Το Διεθνές Δικαστήριο είναι λύση ή εγκυμονεί κινδύνους, λαμβάνοντας υπόψη ότι μερικές φορές ακολουθείται η τακτική των "ίσων αποστάσεων"; Ποιο νομίζετε είναι ακόμη το "αδύνατο σημείο" του όλου ζητήματος για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Απ. Αναμφισβήτητα η απάντηση είναι ότι η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να εμμείνουν σταθερά στα δικαιώματα που τους παρέχει το Διεθνές Δίκαιο, ως εκφράζεται μέσω των προνοιών της Συνθήκης του 1982. Τα άρθρα 3 (χωρικά ύδατα 12 ναυτικών μιλίων), 121 (νήσοι) και 122, 123 (Κλειστές και Ημίκλειστες Θάλασσες) είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Όμως τα άρθρα 74 και 83 (οριοθέτηση ΑΟΖ και ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, αντίστοιχα) τα οποία υπήρξαν αντικείμενο έντονων διαφωνιών καθ' όλη τη διάρκεια της Διάσκεψης, μεταξύ αφενός αυτών που υποστήριζαν τη μέση γραμμή (όπως Ελλάδα και Κύπρος) και των κρατών επί της αρχής της δικαιοσύνης (equitable principles), όπως η Τουρκία, αλλά και ισχυρών χωρών, εμπεριέχουν το στοιχείο της "εποικοδομητικής ασάφειας" και υιοθετήθηκαν ως συμβιβαστική φόρμουλα προς το τέλος της Διασκέψεως.
Τα άρθρα αυτά παρέχουν στο Δικαστήριο (της Χάγης, του Αμβούργου ή της Διαιτησίας) την ευχέρεια να αποστούν από το αντικειμενικό κριτήριο της μέσης γραμμής για να φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα, το οποίο να είναι "δίκαιο". Η μέχρι τώρα πρακτική έχει καταλήξει μεν ότι το Δικαστήριο ξεκινά με βάση τη μέση γραμμή, αλλά μετά εξετάζει τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης ώστε να καταλήξει σε "δίκαιο αποτέλεσμα". Σε μερικές πρόσφατες αποφάσεις υπήρξαν περιπτώσεις όπου δόθηκε λιγότερη, παρά πλήρης, επήρεια σε νήσους πάντα στο πλαίσιο της εξασφάλισης δίκαιου αποτελέσματος, λαμβανομένης υπόψη και του μεγέθους της ακτογραμμής των επηρεαζόμενων κρατών. Λόγω ακριβώς αυτού του υποκειμενικού παράγοντα, υπεισέρχεται ένα στοιχείο αβεβαιότητας ως προς το αποτέλεσμα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Εκείνο, που κατά την άποψή μου είναι βέβαιο, είναι ότι οι σχετικές πρόνοιες της Συνθήκης, ιδιαίτερα τα άρθρα 3 και 121 δεν υπόκεινται σε αμφισβήτηση από οποιοιδήποτε δικαστήριο. Τα άρθρα 74 και 83 εμπεριέχουν ένα στοιχείο υποκειμενικότητας, αλλά και πάλι υπάρχουν τα νομικά επιχειρήματα πάνω στα οποία μπορεί να στηριχθεί η υπόθεση της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ερ. Πέρα απ' αυτά που αναφέρατε απαντώντας τις προηγούμενες ερωτήσεις, ποιο είναι το βασικό στοιχείο στο βιβλίο σας «International Law and Diplomacy»; Απ. Ως προς το βιβλίο μου (2011), περιλαμβάνει ομιλίες και τοποθετήσεις μου σε ακαδημαϊκούς χώρους, σε δεξαμενές πολιτικής σκέψης και διάφορους οργανισμούς, καθώς και άρθρα, επιστολές και μελέτες μου σε έγκυρα έντυπα, όπως το Foreign Affairs, αλλά και μεγάλες εφημερίδες, όπως: Νιου Γιορκ Τάιμς, Φαϊνάνσιαλ Τάιμς και αλλού, από το 1966 μέχρι το 2011. Μεταξύ αυτών και διάφορα κείμενα για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Μεταγενέστερα, συνέγραψα και άλλες μελέτες για ζητήματα του Δικαίου της Θάλασσας και είχα την τιμή να εκπροσωπήσω πρόσφατα την Κύπρο στη σύνοδο του ΟΗΕ για την 30ή επέτειο της υπογραφής της Συνθήκης του 1982. Επίσης, τον Οκτώβριο του 2012 προήδρευσα πάνελ του Αμερικανικού Δικηγορικού Συλλόγου για το Διεθνές Δίκαιο και για το θέμα της Οριοθέτησης.-
News Room «Κέρδος» με πληροφόρηση από το ΑΠΕ - ΑΜΠ