Από ιδεολόγημα ή έστω ψευδοεπιχείρημα προκειμένου να περνούν οι μέρες του χειμώνα κάτω απ’ τη βαριά οικονομική κρίση και τα άδεια ταμεία του κράτους, ο ανθελληνισμός στην Αλβανία μετατρέπεται πλέον σε πολιτικό εργαλείο. Η Ερυθρόμαυρη Συμμαχία στην ουσία στηρίζει την εκλογική της δυναμική ακριβώς στον ανθελληνισμό προσθέτοντας εσχάτως και μια αιχμηρή γλώσσα κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου. Δεν είναι μόνο ότι της «δίνει» ψήφους. Υπάρχουν όλες οι ενδείξεις ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός σχηματισμός δραστηριοποιείται ακριβώς για να πλήξει τα ελληνικά συμφέροντα στην Αλβανία και να περιορίσει τον αυξημένο, λόγω συγκεκριμένων συγκυριών όπως η φιλοξενία χιλιάδων μεταναστών στην Ελλάδα και της υποστήριξης απ’ την Ελλάδα της πορείας εξευρωπαϊσμού της Αλβανίας, ρόλο και απήχηση της στην Αλβανική κοινωνία.
Τις τελευταίες μέρες το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αλβανίας, το κυριότερο της αντιπολίτευσης, μην έχοντας πως αλλιώς να ανεβάσει τα νούμερα που θα το φέρουν στην εξουσία ερωτοτροπεί με τους «κοκκινόμαυρους» μην υπολογίζοντας ότι στην ουσία μετατρέπεται στη ζεστή αγκαλιά των εθνικιστών. Θέλει, με ότι τα πράγματα δείχνουν, την νίκη στις επόμενες εκλογές έστω και αν ξεκινήσει με επικίνδυνα βαρίδια. Ας μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι τουλάχιστον στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στο Ιόνιο υπάρχει πλήρη ταύτιση απόψεων μεταξύ τους. Επιπλέον είναι και το γεγονός ότι το ΣΚ δεν άρθρωσε ακόμη κουβέντα για την Απογραφή και τούτο όχι προς όφελος της ΕΕΜ αλλά της αλήθειας που θα έπρεπε να είναι μια βασική αξίωση της αντιπολίτευσης. Έστω από μικροπολιτικό συμφέρον εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί του Νότου παραδοσιακά στηρίζουν το ΣΚ θα περίμεναν έστω μια δήλωση σε ότι αφορά τον εξευτελισμό που επιχειρήθηκε δια της Απογραφής.
Τα πράγματα είναι αναλόγως ζοφερά και στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ο σιαμικός αδελφός των Ερυθρόμαυρων, σε ότι αφορά τον ανθελληνισμό ως ρητορική και πράξη, δηλαδή το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ένταξης των τσάμηδων είναι ήδη στη συγκυβέρνηση απολαμβάνοντας της θαλπωρή του Πρωθυπουργού και επηρεάζοντας τα μέγιστα στην εξωτερική πολιτική της Αλβανίας. Η υπόθεση του Ψηφίσματος που έχουν καταθέσει στη Βουλή αποδεικνύει ότι δεν επιδιώκουν απλά εκλογικά οφέλη αλλά θέλουν τη διαιώνιση του ανθελληνισμού ως συνιστώσα της εξωτερικής πολιτικής της Αλβανίας. Δεν διστάζουν μάλιστα να εκβιάσουν τη σταθερότητα της διακυβέρνησης της Αλβανίας απ’ τη στάση που θα τηρηθεί κατά την ψηφοφορία στη Βουλή. Το εκβιαστικό δίλλημα που έχουν καταφέρει να επιβάλουν στην κοινή γνώμη οι εθνικιστικοί κύκλοι ότι θεωρείται εθνική μειοδοσία η μη θετική ψήφος στο ψευδοψήφισμα περί του Τσάμικου ήδη έχει οδηγήσει στην διαδικασία προ ημερησίας διάταξης συζήτηση του στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό γίνεται ακόμη πιο ουσιαστικά τολμηρή και με πολιτικό βάθος η πρόσφατη προειδοποίηση του Προέδρου του ΚΕΑΔ Βαγγέλη Ντούλε ότι η αποστασιοποίηση των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων απ’ τους εθνικιστές και όχι το φλερτ μαζί τους, είναι που θα αποτελέσει δείκτη χειραφέτησης τους αφενός και ωρίμανσης της δημοκρατίας στην Αλβανία αφετέρου. Το διακύβευμα δεν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα του ΚΕΑΔ ή η επιβίωση του ως πολιτικό σχήμα όπως ορισμένοι και εκ των ημετέρων βιάζονται να σχολιάσουν. Είναι το θέμα της ανατροπής μια βασικής παραμέτρου στην εξωτερική πολιτικήτης Αλβανίας και της θέσης που η Ελλάδα κατέχει σ’ αυτή. Υπάρχουν δυνάμεις που εκμεταλλευόμενες τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας θέλουν να ακυρώσουν οριστικά το αξίωμα που ο Φάτος Νάνο εμπέδωσε περί του στρατηγικού ρόλου της σχέσης των Τιράνων με την Αθήνα στην πορεία ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Αλβανίας.
Εδώ κάπου βρίσκεται και η κόκκινη γραμμή για τα μέλη της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Δεν θέλει πολύ ανάλυση να αντιληφθεί κανείς ότι όταν η πολιτική ομαλότητα στη χώρα θα βρίσκεται υπό τη βούληση του Ιντρίζι και Σπαχίου, τα πράγματα θα είναι ιδιαίτερα δύσκολα να προχωρούν διαδικασίες πρακτικής εφαρμογής δικαιωμάτων τους. Φαίνεται όμως να δυσκολεύονται να το καταλάβουν οι στρατευμένοι στα μεγάλα κόμματα ελληνικής καταγωγής. Προσπάθησαν με διάφορα τερτίπια να καλυφθούν υπό φύλλο συκής στο ζήτημα της Απογραφής. Επιχείρησαν τότε να αμφισβητήσουν και κανόνες απλής αριθμητικής νηπίων. Είπαν ότι οι τροποποιήσεις στο «Περί Απογραφών» Νόμο, εκείνες που κατακρίθηκαν στην πορεία από ΕΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης και ΗΠΑ, επιβλήθηκαν απ’ τους δύο τσάμικης καταγωγής βουλευτές με την απειλή της αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης. Και το θέμα γι’ αυτό είναι αριθμητικό ταυτόχρονα ενώ είναι και ηθικό και πολιτικό : το 4 είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο του 2; (Είναι τουλάχιστον 4 οι βουλευτές ελληνικής καταγωγής που στηρίζουν την κυβέρνηση εκ των οποίων δύο υπουργοί). Αναλόγως και με το ψευδοψήφισμα των Τσάμηδων το πρόβλημα είναι αριθμητικό και εντόνως πολιτικό. Ποιο είναι μεγαλύτερο νούμερο που μπορεί να κρατήσει ή πρόωρα να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση; Εδώ είναι η κόκκινη γραμμή. Εάν και αυτοί την παραβούν, τότε δεν φαντάζομαι να υπάρχει διπλωμάτης να επιπλήττει εθνικά ευαίσθητους Βορειοηπειρώτες που θα αποκαλούν αυτούς που θα έχουν περάσει το Ρουβίκωνα, αποστάτες του Ελληνισμού και κατά συνέπεια προδότες. Η παραβίαση αυτής της κόκκινης γραμμής ισοδυναμεί μάλλον και με την μεταλλαγή όπως στο παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά ότι όποιος περάσει το Ουράνιο Τόξο γίνεται από αγόρι κορίτσι.