Του Κώστα Ράπτη
Η "επιχείρηση αποδραματοποίησης” του
αποτελέσματος του ιταλικού δημοψηφίσματος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη –
πλην οδηγεί, από μιαν ειρωνεία της τύχης, στην συσσώρευση των
προϋποθέσεων μιας μεγαλύτερης κρίσης στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Η ψύχραιμη αντίδραση των αγορών (που
είχαν προεξοφλήσει το αποτέλεσμα και έχουν στραμμένο το βλέμμα τους
κυρίως στη Φραγκφούρτη του Mario Draghi και όχι στη Ρώμη των πολιτικών
παιχνιδιών), δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ασφάλειας, με αποτέλεσμα οι ελιγμοί να γίνονται όλο και πιο περίπλοκοι.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με το αφήγημα, ότι
η ετυμηγορία των Ιταλών την Κυριακή δεν ήταν παρά μια ψήφος
αποδοκιμασίας προσωπικά στον υπερφιλόδοξο πρωθυπουργό, που είχε την
αφροσύνη να συνδέσει το πολιτικό του μέλλον με την έγκριση μιας
αναθεώρησης του συντάγματος επί το συγκεντρωτικότερο, αυτός που
ετοιμάζεται πρώτος να επωφεληθεί είναι... ο ίδιος ο Matteo Renzi.
Με δεδομένο το γεγονός ότι η
συνταγματική αναθεώρηση συνάντησε την αντίδραση όλων των
αντιπολιτευόμενων κομμάτων, αλλά και σημαντικής μερίδας στελεχών του
κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, το στρατόπεδο του Matteo Renzi ερμηνεύει ως προσωπικό θρίαμβο
και υποθήκη και για το μέλλον το γεγονός ότι το 40% των Ιταλών (και το
82% των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού Κόμματος) επέλεξε εντέλει το "Ναι”.
Εξ ού και η παραίτηση του Renzi από την
πρωθυπουργία φαίνεται ότι γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο τον
ενδιαφερόμενο ως "υποχώρηση πριν το άλμα” (reculer pour mieux sauter).
Με άλλα λόγια, ο Renzi θα παραμείνει γραμματέας του Δημοκρατικού
Κόμματος (όπως αναμένεται να ξεκαθαρίσει κατά τη συνεδρίαση της ηγεσίας
του το απόγευμα της Τετάρτης), θα εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, στην
οποία κατά προτίμηση θα αντικαταστεθεί από τον υπουργό Οικονομικών Pier
Carlo Padoan, ώστε να επιστρέψει, ει δυνατόν, δριμύτερος, με αναβαθμισμένη τη "φιλολαϊκή-αντιβρυξελλική” ρητορική του, στις βουλευτικές εκλογές - που σκόπιμο θα είναι να μην αργήσουν.
Το αν κατά την διάρκεια της σύντομης
απουσίας του από την πρωθυπουργία, επιλυθούν δυσάρεστα και επείγοντα
ζητήματα, όπως τυχόν ανακεφαλαιοποίηση των προβληματικών τραπεζών με
bail-in και κούρεμα καταθέσεων, κάθε άλλο παρά πρέπει να τον δυσαρεστεί.
Πάντως, ο Wolfgang Schaeuble, ο οποίος με δηλώσεις του
πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είχε σταθεί κυρίως στο ότι ο
Renzi σε κάθε περίπτωση θα παραμείνει στην πολιτική ζωή και στην
εμπροσθοφυλακή των μεταρρυθμίσεων, την Τρίτη ανέφερε, σχεδόν αδιάφορα,
ότι "η Ιταλία
μπορεί να αντιμετωπίσει μια περίοδο αβεβαιότητας”, αλλά πάντως "όσοι
εποπτεύουν τις ιταλικές τράπεζες γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν”...
"Πιστεύω ότι η νομοθετική αυτή περίοδος
βαίνει προς ολοκλήρωση, είναι πολύ δύσκολο να συσταθεί άλλη κυβέρνηση”,
τόνισε από την πλευρά του ο υπουργός Εσωτερικών και επικεφαλής του
μικρού συγκυβερνώντος κόμματος της Νέας Κεντροδεξιάς Angelino Alfano,
ενώ επισήμανε ότι "οι δυνάμεις οι οποίες στηρίζουν την κυβέρνηση,
απέδειξαν ότι μόνες τους, αντιμέτωπες με όλο τον υπόλοιπο κόσμο, είναι
ικανές να κερδίσουν δεκατρία εκατομμύρια ψήφων”.
Τα προβλήματα, όμως, ενός τέτοιου
σεναρίου είναι και διαδικαστικά και ουσιαστικά. Ο ίδιος ο Renzi επιμένει
ότι η κυβέρνηση που θα διαδεχθεί τη δική του θα πρέπει να είναι
"ευρύτερης βάσης” και ότι "όσοι διεκδικούν τη νίκη του Όχι θα πρέπει να
αναλάβουν μερίδιο της ευθύνης για τη χώρα”, αντί να την επωμίζεται μόνο
του το Δημοκρατικό Κόμμα, ενώ αυτοί θα διεξάγουν καμπάνια.
Από την άλλη πλευρά, το Συνταγματικό Δικαστήριο φρόντισε να ορίσει για τις 24 Ιανουαρίου,
τη συνεδρίασή του επί του προβληματικού εκλογικού νόμου για την
ανάδειξη της Βουλής, συνεπώς η διεξαγωγή πρόωρων εκλογών δεν είναι
εφικτή πριν από τον Μάρτιο.
Υπενθυμίζεται ότι η αλλαγή του εκλογικού
νόμου της Βουλής (και η εναρμόνισή του με τον νόμο για την ανάδειξη της
Γερουσίας) είναι το κύριο θεσμικό και πολιτικό καθήκον της όποιας
επόμενης κυβέρνησης, αλλά και η προϋπόθεση για τη νέα προσφυγή στις
κάλπες.
Το Κίνημα Πέντε Αστέρων καταγγέλλει ότι
οι κυβερνώντες δεν ενδιαφέρονται για μια πραγματική διόρθωση του
εκλογικού νόμου αλλά απλώς για την ανακοπή της δυναμικής του δικού τους
κινήματος και διαμηνύουν ότι δεν θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με όσους
"κλέβουν τη δημοκρατία”. Η Λέγκα του Βορρά επείγεται για εκλογές το
συντομότερο, ενώ η Forza Italia του Berlusconi τοποθετείται προσεκτικά
και βρίσκεται σε υπόγεια συνεννόηση με τον Renzi.
Ο πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Sergio Mattarella "αντάλλαξε” την παράταση της ζωής της
κυβέρνησης Renzi με τη συμφωνία των κοινοβουλευτικών ομάδων να
ολοκληρώσουν την ψήφιση του νέου προϋπολογισμού ακόμη και την Τετάρτη το
βράδυ. Συνεπώς, η Πέμπτη και Παρασκευή θα αφιερωθεί στις διαβουλεύσεις
του ανώτατου άρχοντα με τους ηγέτες των κομμάτων ώστε περί την Κυριακή
να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον νέο πρωθυπουργό.
Όλα αυτά, βέβαια, δεν επιλύουν το ερώτημα της βαθιάς δυσφορίας του
εκλογικού σώματος για την κατάσταση της οικονομίας, όπως αυτή
αποτυπώθηκε στη στενή συνάρτηση των ποσοστών του "Όχι”με τις ηλικίες
(νεολαία) και τις γεωγραφικές περιφέρειες (Νότος) που κατεξοχήν
πλήττονται από την υψηλή ανεργία Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο
Στατιστικής Istat το 28,7% του ιταλικού πληθυσμού "κινδυνεύει να βρεθεί
σε κατάσταση ένδειας ή κοινωνικού αποκλεισμού”.
Ούτε απαντούν στις πιέσεις που πλέον
εκδηλώνονται από τις Βρυξέλλες για το άνοιγμα του ιταλικού
προϋπολογισμού κατά 1,1% σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους.
Και βέβαια δεν ανατρέπουν το δεδομένο
ότι όλα τα αντιπολιτευόμενα κόμματα (Πέντε Αστέρια, Λέγκα, Forza Italia)
φλερτάρουν περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά ή συνεκτικά, με την ιδέα της
εξόδου από το ευρώ. Μια ιδέα που, παρά την απόλυτη απουσία σχετικής
θεσμικής πρόβλεψης, δεν χρειάζεται παρά μιαν ορισμένη αντίδραση των
αγορών, ώστε να υλοποιηθεί αναντίστρεπτα, και όχι μια περισσότερο
"πολιτική” διαδικασία.