15 Νοεμβρίου 2016

Το εθνικό κράτος του Ντενκτάς, το ψεύτικο κράτος της αντιπολίτευσης

20161025_114128
Η τουρκοκυπριακή δεξιά εφημερίδα Halkın Sesi 
στις 16 Νοεμβρίου 1983 με πρωτοσέλιδο τίτλο
 «Περιμένουμε αναγνώριση».
Για την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση όμως το
ζητούμενο δεν ήταν ποτέ αυτό.
Για την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ»
 «Χάρη στο Θεό τώρα έχω το κράτος μου, έχω τη χώρα μου, έχω το λαό μου», αναφωνούσε ο Ραούφ Ντενκτάς στις 17 Νοεμβρίου 1983 ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μια φράση ιστορικής σημασίας που συμπυκνώνει σχεδόν όλες τις δυναμικές της διχοτόμησης που απελευθέρωσε μερικά χρόνια πριν η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Μια φράση που την ίδια στιγμή επιδίωξε να νομιμοποιήσει με «ιερό τρόπο» την ύπαρξη ενός χωριστού λαού στο νησί, ο οποίος «χρειαζόταν» το δικό του κράτος. Η μονομερής ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983, δεν αποτελεί μια απλοϊκή πράξη εμβάθυνσης της διχοτόμησης, σχεδιασμένης από την Άγκυρα και επιβεβλημένης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αντίθετα, η συγκεκριμένη εξέλιξη πρέπει να αντιμετωπιστεί στο σύνολο των πολύπλοκων δυναμικών της περιόδου, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τόσο την πολιτική και τις επιδιώξεις της Τουρκίας στην Κύπρο, όσο και τους στόχους της τότε τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Είναι σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν που αξίζει τον κόπο να υπενθυμιστεί ότι η ανακήρυξη χωριστού κράτους στην Κύπρο έγινε μόλις τρία χρόνια μετά την επικράτηση του βιαιότερου στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία, δηλαδή εκείνο της 12ης Σεπτεμβρίου 1980.


Ιδεολογική σύγκρουση για την ομοσπονδία
Ένα πολύ σημαντικό μέρος της πολιτικής ελίτ της Τουρκίας, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του 1974, θεωρούσε ότι είχε εν πολλής καταφέρει να διασφαλίσει οριστικά και αμετάκλητα τόσο την ασφάλεια του τουρκικού κράτους, όσο και την ασφάλεια της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στο ίδιο περίπου πλαίσιο, ο τουρκικός στρατός – αυτός ο αδιαμφησβήτητος πλέον πρωταγωνιστής ενός νικηφόρου πολέμου – θεωρεί ότι ολοκλήρωσε ένα μεγάλο μέρος του «εθνικού του καθήκοντος» απέναντι σε ένα κομμάτι του έθνους, δηλαδή τους Τουρκοκύπριους. Άλλωστε η κοινότητα στην Κύπρο, εντός των ιδεολογικών πλαισίων του στρατού της Τουρκίας δεν αποτελούσε τίποτε άλλο παρά μια προέκταση του τουρκικού έθνους. Την ίδια όμως στιγμή, η στρατιωτική εισβολή και η αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών υπέρ της Τουρκίας, αποτέλεσε και μια πράξη βίαιης επιβολής στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, των όρων βάσει των οποίων θα έπρεπε να επιλυθεί οριστικά το Κυπριακό πρόβλημα. Τουλάχιστον σε επίπεδο πολιτικού λόγου, η τότε ηγεσία της Τουρκίας επέμενε να υπογραμμίζει ότι οι νέοι όροι που δημιούργησε η εισβολή στην Κύπρο δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η δικαίωση της θέσης για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας βασισμένης στην ύπαρξη χωριστών εδαφικών περιοχών. Στις 17 Αυγούστου του 1974, ο τότε Πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ δήλωνε εμφαντικά ότι είχε τεθεί οι βάσεις για «την εγκαθίδρυση ενός ομοσπονδιακού κράτους της Κύπρου, βασισμένου σε δύο τοπικές διοικήσεις γεωγραφικού προσδιορισμού».

Όμως η στρατιωτική εισβολή και η κατάκτηση εδαφών, δεν ήταν μόνο η «δικαίωση» μιας προσπάθειας για δημιουργία προϋποθέσεων της συγκεκριμένης δομικής ανασυγκρότησης της Κύπρου ως μορφή επίλυσης του Κυπριακού. Ούτε και πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως το τελευταίο σημείο μιας σειράς δυσάρεστων γεγονότων που προηγήθηκαν με τις βίαιες συγκρούσεις μερών και των δύο κοινοτήτων. Η εισβολή, εξαιτίας και των ποιοτικών της χαρακτηριστικών, αποτελούσε ταυτόχρονα με τα προαναφερθέντα και μια πράξη βαθύτατης ρήξης. Μια πράξη ριζικής αλλαγής του κοινωνικού ιστού στην Κύπρο και μια εξέλιξη δημιουργίας νέων ιδεολογικών δυναμικών τόσο στο νησί, όσο και στην ίδια την Τουρκία. Ακριβώς μέσα από τη νέα αυτή διχοτομική πραγματικότητα, η ίδια η θέση περί ομοσπονδίας επηρεάζεται. Αλλάζει συνεχώς περιεχόμενο και τρόπους έκφρασης. Συχνά μετατρέπεται σε εργαλείο νομιμοποίησης των πολιτικών της Άγκυρας στο διεθνές πλαίσιο. 

Έτσι στην ίδια την Τουρκία, αλλά και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, η θέση περί ομοσπονδίας είναι πεδίο ισχυρής αντιπαράθεσης. Από τη μια πλευρά, υποστηριχτής της ομοσπονδιακής λύσης παρουσιάζεται ο Ετζεβίτ. Ο ισλαμιστής ηγέτης Έρμπακαν σύντομα ανακαλύπτει την έννοια του «φερετζέ ομοσπονδίας» και την εξηγεί στο δημοσιογράφο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ ως εξής: «πρέπει να υπάρχει ένα σύνταγμα που απ’ έξω θα δείχνει μια ομοσπονδία, αλλά όταν σηκώνεται ο φερετζές θα αποκαλύπτεται μια διαχωρισμένη Κύπρος, σαν κομμένη από τα κάτω». Από την άλλη πλευρά, στο κυπριακό πλαίσιο, ο Ντενκτάς δε δίσταζε ακόμα και αμέσως μετά την εισβολή, να επιδιώκει την δημιουργία προϋποθέσεων ευνοϊκών για μια συνομοσπονδιακή λύση. Η προσπάθεια του αυτή γινόταν σε ένα ομολογουμένως δύσκολο περιβάλλον, τόσο εξαιτίας της επικριτικής στάσης που υιοθέτησαν απέναντι στην Τουρκία πολλές ισχυρές χώρες, όσο και εξαιτίας της επιμονής ορισμένων κύκλων στην Άγκυρα για μια ομοσπονδιακή διευθέτηση. Απέναντι στις μεθοδεύσεις Ντενκτάς βρέθηκε η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση, η οποία ανανέωσε την πολιτική της οργάνωση στις νέες συνθήκες μετά την εισβολή και επέκρινε σφοδρά τον Τουρκοκύπριο ηγέτη για τις προσπάθειες μετακίνησης του πλαισίου λύσης σε μια συνομοσπονδία δύο κρατών. Για την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση η σχεδόν φανατική υιοθέτηση της ομοσπονδίας ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση. Ήταν μια θέση που «περνούσε» χωρίς δυσκολίες στο τουρκικό πολιτικό σύστημα, ενώ την ίδια στιγμή ήταν ουσιαστικά μια πρόταση διαφοροποίησης του οράματος για την Κύπρο, ένα πολιτικό πρόγραμμα αντιπαράθεσης με τα πρακτικά διχοτομικά βήματα του Ντενκτάς.

Οι δύο άξονες του Ντενκτάς για την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ»
Μέσα στην πολυπλοκότητα των συνθηκών της εποχής, ο Ντενκτάς αντιλαμβανόταν ότι για να προχωρήσει στη δημιουργία όρων για λύση δύο κρατών, θα έπρεπε να αξιοποιήσει προς όφελος του συγκεκριμένες εξελίξεις στην ίδια την Άγκυρα. Ταυτόχρονα όμως αντιλαμβανόταν ότι μεθοδεύσεις θα έπρεπε να γίνουν και εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, ιδιαίτερα εναντίον της συγκροτημένης πλέον αντιπολίτευσης. Άρα οι κινήσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη κινήθηκαν από το 1974 και στους δύο αυτούς άξονες. Για παράδειγμα οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις και η πολιτική αστάθεια της Τουρκίας, ήταν χαρακτηριστικά στοιχεία στην επιλογή των χειρισμών του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη. Οι κυβερνήσεις του λεγόμενου «Εθνικού Μετώπου» που ακολούθησαν την εισβολή στην Κύπρο, αποτέλεσαν μια χρυσή ευκαιρία περαιτέρω εμπέδωσης της ιδέας για χωριστή και ανεξάρτητη κρατική δομή στην Κύπρο. Η συνεργασία του Κόμματος Δικαιοσύνης του Ντεμιρέλ, του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας του Έρμπακαν και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης του Τουρκές, πέραν της ευνοϊκής ιδεολογικής πλατφόρμας που δημιούργησε προς τις θέσεις του Ντενκτάς, ήταν και μια σύμπραξη κομμάτων που δεν επιθυμούσαν να φανούν «υποχωρητικά» στο Κυπριακό σε σχέση με τον Ετζεβίτ. Ο πρέσβης Ετζμέλ Μπαρουτσιού, ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια επικεφαλής της διεύθυνσης Κυπριακού στο Υπουργείο Εξωτερικών, ομολογούσε ότι μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Ετζεβίτ (λίγο διάστημα μετά την εισβολή στην Κύπρο), η επίλυση του προβλήματος γινόταν ακόμα πιο δύσκολη. Εξηγούσε ότι οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν την πιθανότητα αντιδράσεων της κοινής γνώμης γιατί «παραχωρούσαν αυτά που κέρδισε με αίμα ο Ετζεβίτ και ο στρατός». Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ εκτιμούσε ότι ο Ντενκτάς είχε συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάσταση της νέας κυβέρνησης «Εθνικού Μετώπου» και αντιμετώπιζε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την απροθυμία παραχωρήσεων εδαφών στους Ελληνοκύπριους.

Σε ότι αφορά στις μεθοδεύσεις του Ντενκτάς στην Κύπρο, θα πρέπει να σημειωθεί η μεγαλύτερη δυνατή εκμετάλλευση που έτυχε από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη το ιδεολογικό πλαίσιο της περιόδου που ακολουθεί τον πόλεμο. Ο Ντενκτάς μετά την εισβολή αναδεικνύεται σε μια πανίσχυρη προσωπικότητα με δυνατότητες καθορισμού πολιτικών εξελίξεων όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στην ίδια την Τουρκία. Εάν στο ιδεολογικό υπόβαθρο του τουρκικού εθνικισμού, η εισβολή στην Κύπρο ενσωμάτωσε βίαια τους Τουρκοκύπριους στο έθνος της «μητέρας πατρίδας», τότε ο Ντενκτάς αποτέλεσε τον μοναδικό και αυταρχικά προσδιορισμένο εντολοδόχο αυτού του έθνους στην Κύπρο.

Η στρατιωτική νίκη της Τουρκίας και τα δεδομένα που δημιούργησε επί του εδάφους, ήρθαν ωσάν να αποτελούσαν την ιστορική δικαίωση των οραμάτων της εθνικιστικής ελίτ, η οποία υπό τον Ντενκτάς θεωρούσε ότι οι δύο κοινότητες ούτε μπορούσαν, ούτε και έπρεπε να ξαναζήσουν μαζί. Με αυτό τον τρόπο, η εισβολή φάνηκε καταρχήν να μετατρέπεται σε σημείο «ολοκλήρωσης της ιστορικής αποστολής» του τουρκικού εθνικισμού και των πολιτικών του εκπροσώπων. Ήταν ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ο Ντενκτάς ήθελε να επιβάλει την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ». Μιλώντας για την ίδρυση του ψευδοκράτους μερικά χρόνια μετά, ο Ντενκτάς υπογράμμιζε το εξής χαρακτηριστικό: «Το φυσικό αποτέλεσμα της επιχείρησης ειρήνης της 20ης Ιουλίου 1974, ήταν ότι σώσαμε τα δίκαια και την ανεξαρτησία μας, αλλά και το ότι τα καταστήσαμε πολύ συγκεκριμένα με το κράτος μας. Το ύψιστο μας καθήκον είναι να προστατεύσουμε το κράτος μας… Το κράτος μας είναι το δώρο της αντίστασης μας». Η νοητή γραμμή συνένωσης της εισβολής με τη δημιουργία της «ΤΔΒΚ», είναι λοιπόν ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο του εθνικιστικού προγράμματος που επιδιώχθηκε να συγκροτηθεί σε αυτή την ιδιότυπη διαδικασία κρατικής οικοδόμησης.

Οζάλ και Τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση μπροστά στα τετελεσμένα…
Η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» δε θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια κίνηση-έκπληξη. Ούτε και ως μια κίνηση αιφνιδιασμού του αντιπάλου. Ήδη από τις αρχές του 1983, ακόμα και δημόσια, ο Ντενκτάς μιλούσε για την ανάγκη ανακήρυξης ανεξαρτησίας των Τουρκοκυπρίων. Το ίδιο χρονικό διάστημα κατανοούσε ότι οι συνθήκες στην Τουρκία μπορούσαν να ευνοήσουν μια τέτοια κίνηση. Η ρευστή κατάσταση που δημιούργησε το στρατιωτικό πραξικόπημα, αλλά και το ιδεολογικό περιβάλλον που έφτιαχνε με τη βία η χούντα του Εβρέν, αποτέλεσαν δύο πολύ σημαντικά στοιχεία διευκόλυνσης των πρωτοβουλιών Ντενκτάς. Ο ίδιος μερικά χρόνια μετά εξηγεί την επιλογή της χρονικής συγκυρίας: «Το θέμα ήταν να επιλέξουμε τη σωστή στιγμή. Η επιλογή έγινε ως εξής: στην Τουρκία μια κυβέρνηση φεύγει και μια έρχεται. Αυτή που φεύγει ότι και να μας πει δε θα έχει επιρροή. Από την άλλη αυτή που έρχεται θα βρει μπροστά της ένα τετελεσμένο. Δεν υπήρχε συνεπώς καλύτερη στιγμή». Όντως, ο Νοέμβριος του 1983 ήταν η «καλύτερη στιγμή» του Ντενκτάς και της χούντας του Εβρέν. Τη στιγμή που ο Μπουλέντ Ουλουσού θα παραχωρούσε τα πρωθυπουργικά καθήκοντα στον Οζάλ, ο τελευταίος θα είχε ήδη στα χέρια του την «καυτή πατάτα» της μονομερούς, παράνομης ανακήρυξης ανεξαρτησίας των Τουρκοκυπρίων. Επιπλέον θα έπρεπε να τη διαχειριστεί διεθνώς. Ο πρέσβης Ερτζουμέντ Γιαβούζαλπ, μαρτυρούσε ότι σε πολλές συναντήσεις του με το νέο Πρωθυπουργό της Τουρκίας, ο Οζάλ έκανε σκληρές παρατηρήσεις για την ανακήρυξη παράνομου κράτους στην Κύπρο. Συνήθιζε να υπογραμμίζει ότι δεν ήταν καθόλου σωστό να βρεθεί μια νέα κυβέρνηση ενώπιον τέτοιων τετελεσμένων και τέτοιων αποφάσεων χωρίς να έχει καμιά ενημέρωση και συμμετοχή στη λήψη τους.

Μια άλλη εξίσου σημαντική πτυχή της ανακήρυξης της «ΤΔΒΚ» ήταν η ανάγκη του Ντενκτάς και της χουντικής εξουσίας στην Τουρκία, να δημιουργήσουν νέα πολιτικά δεδομένα για αντιμετώπιση της διογκούμενης τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης. Στο όνομα της ύπαρξης ενός χωριστού λαού που διεκδικεί το κράτος του, η εθνικιστική ελίτ προσπαθούσε να χτίσει εκ νέου τα ιδεολογικά όρια της κοινότητας. Προσπαθούσε να βρει νέες, ακόμα πιο αυταρχικές απαντήσεις απέναντι στην πολιτικοποίηση των αντιδράσεων από ένα μεγάλο μέρος των Τουρκοκυπρίων που άρχισαν πλέον να έχουν «απειλητικές» προοπτικές. Ήδη στις εκλογές του 1981 – μόλις εφτά χρόνια μετά την εισβολή – τα κόμματα της αντιπολίτευση κατάφεραν να συγκεντρώσουν για πρώτη φορά ποσοστά μεγαλύτερα από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και να συμφωνήσουν σε κοινό πρόγραμμα αποκαθήλωσης του ντεκτασικού κόμματος από την κυβέρνηση. Αυτή η πιθανότητα αποκλείστηκε με μια νέα ανοιχτή και απειλητική παρέμβαση της Άγκυρας, η οποία εμπόδισε το σχηματισμό συνεργασίας, βασικός κορμός της οποίας θα ήταν η τουρκοκυπριακή κεντροαριστερά της εποχής. Έστω και αν η ανατροπή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας αποσοβήθηκε, εντούτοις οι φυγόκεντρες δυναμικές ήταν παρούσες. Το πείραμα χωριστής κρατικής οικοδόμησης που ξεκίνησε από το 1975 είχε γεννήσει ήδη πολλούς αντιπάλους. Έτσι η «ΤΔΒΚ» αποτέλεσε ένα ακόμα άξονα επανακαθορισμού του χώρου της απόλυτης κυριαρχίας του Ντενκτάς και των αντι-ομοσπονδιακών δυνάμεων. Με λίγα λόγια ήταν μια επιπλέον προσπάθεια μείωσης μέχρι και εξάλειψης του χώρου δραστηριοποίησης της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, αλλά και διασφάλισης μιας ακόμα περιόδου ντεκτασικής εξουσίας. Ακόμα και ο «συνωμοτικός τρόπος» αποκάλυψης των σχεδίων του Ντενκτάς για τη 15η Νοεμβρίου ήταν χαρακτηριστικός της πτυχής της πολιτικής καταστολής: Στις 14 Νοεμβρίου το βράδυ, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κάλεσε σε δείπνο τους επικεφαλής των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Εκεί τους ανακοίνωσε ότι το επόμενο πρωί θα γινόταν η ανακήρυξη κράτους και ζητούσε την ομόφωνη έγκριση της απόφασης. Αφού τους ενημέρωσε ότι είχε διακόψει όλες της τηλεφωνικές επικοινωνίες, τους προειδοποίησε ότι «τα κόμματα που θα πουν όχι στη γέννηση του κράτους, φυσιολογικά δε θα μπορούν να βρίσκονται στη νέα βουλή».

Το ψεύτικο κράτος της αντιπολίτευσης
Σήμερα, τριάντα τρία χρόνια μετά, η ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» συνεχίζει να αποτελεί θέμα ισχυρών πολιτικών αντιπαραθέσεων. Στο πέρασμα των δεκαετιών από την ανακήρυξη της φυσιολογικά καταγράφει ένα βαθμό αποδοχής από συγκεκριμένα στρώματα της κοινότητας. Όμως το επίκεντρο των αντιπαραθέσεων συνεχίζει να είναι το περιεχόμενο, οι στοχεύσεις και η ίδια η ιδέα της δημιουργίας ενός τουρκικού προτεκτοράτου στην Κύπρο. Για την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, η ιδέα της «ΤΔΒΚ» παραμένει ένα «ψεύτικο κράτος» (uyduruk devlet) όπως επικριτικά την ονομάζουν. Ο όρος αυτός στην ελληνική γλώσσα συμπεριλαμβάνει νοήματα που σχετίζονται με τις έννοιες του «ψευδεπίγραφου», του «πλαστού», του «χαλκευμένου» και του «στημένου». Επομένως εννοιών που περιέχουν το μήνυμα μια βαθύτερα απονομιμοποιημένης και σκόπιμης κατάστασης πραγμάτων. Την ίδια στιγμή όμως, η δομή της «ΤΔΒΚ» κουβαλά και τις παραδόσεις των χωριστών τουρκοκυπριακών διοικήσεων που εμφανίστηκαν ήδη από το 1963. Υπό αυτή την έννοια, η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση απορρίπτει την ιδέα της διχοτόμησης (είτε μέσα από την ίδρυση δεύτερου κράτους, είτε μέσα από την προσάρτηση στην Τουρκία), αλλά διεκδικεί τη διευθέτηση αυτόνομων τουρκοκυπριακών δομών εξουσίας σε ένα δημοκρατικότερο πλαίσιο από το σημερινό.


Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 13 Νοεμβρίου 2016