Οσοι ασχολούνται
με τα ζητήματα της Τουρκίας, είτε διεθνολόγοι είτε τουρκολόγοι είτε
πολιτικοί επιστήμονες, διατηρούν μια μόνιμη και «προσοδοφόρα»
ενασχόληση, έχοντας εργοδότη τους τον πρόεδρο της γείτονος και
«συμμάχου» Τουρκίας Ερντογάν. Ο εν λόγω ψηλός, ξανθός και συχνά
θυμωμένος κύριος τροφοδοτεί με ειδήσεις και σχόλια όσους παρακολουθούν
τα έργα και τις ημέρες του. Το τελευταίο κατόρθωμά του ήταν η επίθεσή
του στον Κεμάλ Ατατούρκ, τον ιδρυτή και θεμελιωτή της σύγχρονης
Τουρκίας, διά μέσου της επιθέσεώς του κατά της Συνθήκης της Λωζάννης.
Στην Ελλάδα είθισται, διαχρονικά και υπό όλων των ειδών τις κυβερνήσεις, οι εκάστοτε δηλώσεις των Τούρκων ηγετών να χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτές οι οποίες απευθύνονται στο εσωτερικό της Τουρκίας και αυτές που απευθύνονται προς το εξωτερικό, Αμερική, ΝΑΤΟ, Ρωσία κ.λπ.
Αυτή η διάκριση γίνεται με απώτερο σκοπό να καθησυχάσει την εδώ κοινή γνώμη, μια και επιθετικές δηλώσεις για το Αιγαίο, την ΑΟΖ, την Κύπρο, τη στήριξη της ΠΓΔΜ ή των βλέψεων της Αλβανίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως δηλώσεις για εσωτερική εθνικιστική κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά οι συχνότατες επιθετικές ενέργειες στο Αιγαίο, σε θάλασσα και αέρα, ερμηνεύονται ως φαινόμενα «ρουτίνας» έπειτα από τόσες δεκαετίες επαναληπτικά καταθλιπτικές πρακτικές.
Η αντίδραση των Αθηνών, διαχρονικά, μπορεί να περιγραφεί ως στρουθοκαμηλισμός, το λιγότερο, αλλά και ως καθολική άρνηση της πραγματικότητας, εφόσον η ελληνική στάση σε όλα τα θέματα είναι ή να ομφαλοσκοπεί ή η καθολική επίρριψη των προβλημάτων στην αυλή των οποιωνδήποτε άλλων.
Επειδή οι βλέψεις και οι κινήσεις της Τουρκίας είναι θέμα υπαρξιακό για τον ελληνισμό μετά την έμμεση αλλά σαφή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η επίρριψη του προβλήματος στους άλλους παίρνει τη γνώριμη οδό η οποία οδηγεί στις ακαθόριστες αλλά προσφιλείς ατραπούς του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
Είναι ήδη προφανές το πόσο οι πάντες σέβονται τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο στο ζήτημα της Κύπρου.
Είναι προφανές το πόσο σέβονται το διεθνές δίκαιο οι μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, όταν διακυβεύονται τα δικά τους συμφέροντα ή συμμαχίες όπως στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, τη Συρία, την Ουκρανία, τη θάλασσα της Κίνας.
Καθίσταται σαφές από όλα τα παραπάνω ότι το μόνο προφανές είναι πως ισχύει και πάλι το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Θλιβερό και ανέντιμο, μια οπισθοδρόμηση η οποία όμως δεν έχει ποτέ αναιρεθεί από την ίδια την Ιστορία.
Η περιγραφή της πραγματικότητας σε σχέση με την Τουρκία είναι ευδιάκριτη για όσους έχουν μάτια αλλά και θέλουν να δουν.
Η Τουρκία, πέραν της Κύπρου, έχει στρατεύματα στη Συρία, στο Ιράκ, όπου ο πρόεδρος δήλωσε πως η Τουρκία θα παίξει ρόλο στην ανακατάληψη της Μοσούλης, δηλαδή έμπρακτη αναίρεση της Συνθήκης της Λωζάννης, και μόλις χθες άνοιξε τη στρατιωτική της βάση στη Σομαλία, η οποία έχει και την αποστολή της εκπαίδευσης του σομαλικού στρατού για την αντιμετώπιση των Σομαλών τζιχαντιστών αλλά και πειρατών.
Προσφέρει δηλαδή η Τουρκία μια χείρα βοηθείας προς τους Δυτικούς ως προπύργιο κατά της τρομοκρατίας και της πειρατείας η οποία απειλεί το διεθνές εμπόριο.
Στο απάνθρωπο θέατρο συγκρούσεων της Συρίας η περιγραφή τους ως «εμφύλιες» μάς αναγκάζει να γίνουμε ευφάνταστοι αναλυτές τού τι ακριβώς σημαίνει «εμφύλιος», όταν στη Συρία το ζήτημα δεν είναι το ποιος συμμετέχει στις συγκρούσεις αλλά το ποιος λείπει.
Προφανώς η Ελλάδα, οι Νήσοι Φερόες και πιθανώς η Ισλανδία και η Μαδαγασκάρη.
Οι τελευταίες αναλύσεις μάλιστα μιλούν για τον εξοπλισμό αντι-κινέζων ανταρτών κατά Κινέζων οι οποίοι βρίσκονται στη Συρία αλλά και Ουιγούρων οι οποίοι βρίσκονται στην Κίνα από τις συνήθεις υπόπτους, τις ΗΠΑ.
Δυστυχώς, για να επιστρέψουμε στην προσφιλή μας ανάλυση του απαράμιλλου ηγέτη Ερντογάν, οι ευφυείς προσποιήσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ διαχρονικά δεν έχουν πια το βάθος χρόνου που είχαν άλλοτε.
Επί σειρά δεκαετιών η ελληνική εξωτερική πολιτική βασιζόταν στην υπόθεση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κοσμογονικής αλλαγής στα τουρκικά πράγματα θα έφερνε πιο «πολιτισμένες» και φιλικές λύσεις στις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Ηδη όμως η Τουρκία κρατάει όμηρο την Ε.Ε. με το ζήτημα των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών αλλά κυρίως κρατάει όμηρο την Ελλάδα η οποία, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, θα βρεθεί να πληρώσει το μάρμαρο της άρνησης της Ε.Ε. να προχωρήσει στην ένταξη της Τουρκίας στους κόλπους της.
Η διαχρονική ελληνική πολιτική της ειρήνευσης με την Τουρκία ως αρχή δεν ήταν λάθος.
Ούτε η Δεξιά, ούτε η Αριστερά, ούτε το βενιζελικό φιλελεύθερο Κέντρο είχαν ποτέ ρεβανσιστικές βλέψεις κατά της Τουρκίας μετά το 1922.
Η Ελλάδα γεωστρατηγικά δεν έχει δυνατότητες επίθεσης παρά μόνο άμυνας.
Αυτό βέβαια δεν αλλάζει την αφόρητη πίεση μετά το 1974 κατά των ελληνικών κυβερνήσεων για την εξεύρεση λύσεων στα μέτρα του τουρκικού επεκτατισμού.
Ο φθόνος του Ερντογάν για τον Κεμάλ και η αντικατάσταση της Συνθήκης της Λωζάννης από μια ανερχόμενη νεο-οθωμανική Τουρκία, με ήρωα τον Ερντογάν, θα στοιχίσουν ακριβά και στην Τουρκία και στους γείτονές της.
Ενας από αυτούς είμαστε εμείς. Δεν κινδυνεύουμε από άμεση τουρκική επίθεση, κινδυνεύουμε όμως να βρεθούμε κάποια στιγμή υποχρεωμένοι να δεχτούμε όρους υπαρξιακά απαράδεκτους.
*Συγγραφέας
Στην Ελλάδα είθισται, διαχρονικά και υπό όλων των ειδών τις κυβερνήσεις, οι εκάστοτε δηλώσεις των Τούρκων ηγετών να χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτές οι οποίες απευθύνονται στο εσωτερικό της Τουρκίας και αυτές που απευθύνονται προς το εξωτερικό, Αμερική, ΝΑΤΟ, Ρωσία κ.λπ.
Αυτή η διάκριση γίνεται με απώτερο σκοπό να καθησυχάσει την εδώ κοινή γνώμη, μια και επιθετικές δηλώσεις για το Αιγαίο, την ΑΟΖ, την Κύπρο, τη στήριξη της ΠΓΔΜ ή των βλέψεων της Αλβανίας, μπορούν να ερμηνευθούν ως δηλώσεις για εσωτερική εθνικιστική κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά οι συχνότατες επιθετικές ενέργειες στο Αιγαίο, σε θάλασσα και αέρα, ερμηνεύονται ως φαινόμενα «ρουτίνας» έπειτα από τόσες δεκαετίες επαναληπτικά καταθλιπτικές πρακτικές.
Η αντίδραση των Αθηνών, διαχρονικά, μπορεί να περιγραφεί ως στρουθοκαμηλισμός, το λιγότερο, αλλά και ως καθολική άρνηση της πραγματικότητας, εφόσον η ελληνική στάση σε όλα τα θέματα είναι ή να ομφαλοσκοπεί ή η καθολική επίρριψη των προβλημάτων στην αυλή των οποιωνδήποτε άλλων.
Επειδή οι βλέψεις και οι κινήσεις της Τουρκίας είναι θέμα υπαρξιακό για τον ελληνισμό μετά την έμμεση αλλά σαφή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η επίρριψη του προβλήματος στους άλλους παίρνει τη γνώριμη οδό η οποία οδηγεί στις ακαθόριστες αλλά προσφιλείς ατραπούς του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
Είναι ήδη προφανές το πόσο οι πάντες σέβονται τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο στο ζήτημα της Κύπρου.
Είναι προφανές το πόσο σέβονται το διεθνές δίκαιο οι μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, όταν διακυβεύονται τα δικά τους συμφέροντα ή συμμαχίες όπως στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, τη Συρία, την Ουκρανία, τη θάλασσα της Κίνας.
Καθίσταται σαφές από όλα τα παραπάνω ότι το μόνο προφανές είναι πως ισχύει και πάλι το δίκαιο του ισχυροτέρου.
Θλιβερό και ανέντιμο, μια οπισθοδρόμηση η οποία όμως δεν έχει ποτέ αναιρεθεί από την ίδια την Ιστορία.
Η περιγραφή της πραγματικότητας σε σχέση με την Τουρκία είναι ευδιάκριτη για όσους έχουν μάτια αλλά και θέλουν να δουν.
Η Τουρκία, πέραν της Κύπρου, έχει στρατεύματα στη Συρία, στο Ιράκ, όπου ο πρόεδρος δήλωσε πως η Τουρκία θα παίξει ρόλο στην ανακατάληψη της Μοσούλης, δηλαδή έμπρακτη αναίρεση της Συνθήκης της Λωζάννης, και μόλις χθες άνοιξε τη στρατιωτική της βάση στη Σομαλία, η οποία έχει και την αποστολή της εκπαίδευσης του σομαλικού στρατού για την αντιμετώπιση των Σομαλών τζιχαντιστών αλλά και πειρατών.
Προσφέρει δηλαδή η Τουρκία μια χείρα βοηθείας προς τους Δυτικούς ως προπύργιο κατά της τρομοκρατίας και της πειρατείας η οποία απειλεί το διεθνές εμπόριο.
Στο απάνθρωπο θέατρο συγκρούσεων της Συρίας η περιγραφή τους ως «εμφύλιες» μάς αναγκάζει να γίνουμε ευφάνταστοι αναλυτές τού τι ακριβώς σημαίνει «εμφύλιος», όταν στη Συρία το ζήτημα δεν είναι το ποιος συμμετέχει στις συγκρούσεις αλλά το ποιος λείπει.
Προφανώς η Ελλάδα, οι Νήσοι Φερόες και πιθανώς η Ισλανδία και η Μαδαγασκάρη.
Οι τελευταίες αναλύσεις μάλιστα μιλούν για τον εξοπλισμό αντι-κινέζων ανταρτών κατά Κινέζων οι οποίοι βρίσκονται στη Συρία αλλά και Ουιγούρων οι οποίοι βρίσκονται στην Κίνα από τις συνήθεις υπόπτους, τις ΗΠΑ.
Δυστυχώς, για να επιστρέψουμε στην προσφιλή μας ανάλυση του απαράμιλλου ηγέτη Ερντογάν, οι ευφυείς προσποιήσεις του ελληνικού ΥΠΕΞ διαχρονικά δεν έχουν πια το βάθος χρόνου που είχαν άλλοτε.
Επί σειρά δεκαετιών η ελληνική εξωτερική πολιτική βασιζόταν στην υπόθεση της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κοσμογονικής αλλαγής στα τουρκικά πράγματα θα έφερνε πιο «πολιτισμένες» και φιλικές λύσεις στις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Ηδη όμως η Τουρκία κρατάει όμηρο την Ε.Ε. με το ζήτημα των προσφύγων και των οικονομικών μεταναστών αλλά κυρίως κρατάει όμηρο την Ελλάδα η οποία, όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, θα βρεθεί να πληρώσει το μάρμαρο της άρνησης της Ε.Ε. να προχωρήσει στην ένταξη της Τουρκίας στους κόλπους της.
Η διαχρονική ελληνική πολιτική της ειρήνευσης με την Τουρκία ως αρχή δεν ήταν λάθος.
Ούτε η Δεξιά, ούτε η Αριστερά, ούτε το βενιζελικό φιλελεύθερο Κέντρο είχαν ποτέ ρεβανσιστικές βλέψεις κατά της Τουρκίας μετά το 1922.
Η Ελλάδα γεωστρατηγικά δεν έχει δυνατότητες επίθεσης παρά μόνο άμυνας.
Αυτό βέβαια δεν αλλάζει την αφόρητη πίεση μετά το 1974 κατά των ελληνικών κυβερνήσεων για την εξεύρεση λύσεων στα μέτρα του τουρκικού επεκτατισμού.
Ο φθόνος του Ερντογάν για τον Κεμάλ και η αντικατάσταση της Συνθήκης της Λωζάννης από μια ανερχόμενη νεο-οθωμανική Τουρκία, με ήρωα τον Ερντογάν, θα στοιχίσουν ακριβά και στην Τουρκία και στους γείτονές της.
Ενας από αυτούς είμαστε εμείς. Δεν κινδυνεύουμε από άμεση τουρκική επίθεση, κινδυνεύουμε όμως να βρεθούμε κάποια στιγμή υποχρεωμένοι να δεχτούμε όρους υπαρξιακά απαράδεκτους.
*Συγγραφέας