Πως ο Έρντογαν επιδιώκει την ιδεολογική προσέγγιση του Ισλάμ με τον εθνικισμό
«Σε μια περίοδο που η Τουρκία δίνει αγώνα επιβίωσης, θα ήταν πολύ
επικίνδυνο για το μέλλον μας ο Πρόεδρος να συνεχίσει να λειτουργεί
αντίθετα με το νόμο. Ενώπιον μας έχουμε δύο εναλλακτικούς δρόμους. Ο
πρώτος που για μας είναι ο πιο σωστός, είναι ο Πρόεδρος να περιοριστεί
στα συνταγματικά του όρια. Εάν δε γίνει αυτό, τότε ο δεύτερος δρόμος
είναι να θεσμοθετηθεί η παρούσα ντε φάκτο κατάσταση». Με αυτά τα λόγια
στις 11 Οκτωβρίου 2016, ο ηγέτης του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ),
Ντεβλέτ Μπαχτσελί, επανέφερε στην επικαιρότητα της Τουρκίας το ζήτημα
της υιοθέτησης του προεδρικού συστήματος. Πρόσθεσε μάλιστα την
αναγκαιότητα, το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) να
καταθέσει άμεσα στην Εθνοσυνέλευση προσχέδιο νέου συντάγματος και άφησε
να νοηθεί ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος του θα ψηφίσει «κατά
συνείδηση». Έστω και έμμεσα λοιπόν, με τις συγκεκριμένες δηλώσεις, ο
Μπαχτσελί άνοιξε το δρόμο ενίσχυσης των διεργασιών για την «τυπική»
μετάβαση της χώρας σε ένα συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα. Οι δυναμικές
που γεννήθηκαν από τις αναφορές του Μπαχτσελί συγκλίνουν σε διεργασίες
που στο επόμενο χρονικό διάστημα θα αφορούν στην προσπάθεια
συνταγματικής διευθέτησης αυτού που ουσιαστικά υπάρχει. Δηλαδή στην
κατοχύρωση της άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας από τον Πρόεδρο του
κράτους, ο οποίος αυτή τη στιγμή είναι ο κεντρικός πυρήνας του
καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.Ο Μπαχτσελί ξεκλειδώνει το δίλημμα των αριθμών
Στο «αριθμητικό μέρος» της δήλωσης Μπαχτσελί, κρύβεται το ξεπέρασμα των εμποδίων της ειδικής πλειοψηφίας που χρειάζεται το ΑΚΡ για να καταθέσει πακέτο συνταγματικών αλλαγών σε δημοψήφισμα. Για να γίνει κάτι τέτοιο, η πρόταση για συνταγματικές αλλαγές θα πρέπει να υποστηριχθεί πρώτα εντός Εθνοσυνέλευσης από 330 βουλευτές. Το ΑΚΡ έχει 317, ενώ ο Πρόεδρος του σώματος (που προέρχεται από το ΑΚΡ) δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Συνεπώς στην εν λόγω ψηφοφορία από μόνο του, το κυβερνών κόμμα μπορεί να φτάσει στους 316 ψήφους και χρειάζεται τη θετική ψήφο από ακόμα τουλάχιστον 14 βουλευτές. Η επιπλέον στήριξη σε ένα προσχέδιο συντάγματος που θα υιοθετεί το προεδρικό σύστημα με στόχο τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, είναι πλέον πιο εφικτή μετά τις δημόσιες τοποθετήσεις Μπαχτσελί. Είναι ακριβώς αυτές οι δυνατότητες που κινητοποίησαν άμεσα το επιτελείο του κυβερνώντος ΑΚΡ για την οριστικοποίηση μιας συνολικής πρότασης την οποία θα συζητήσει καταρχήν με το ΜΗΡ και στη συνέχεια με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα.
Μια δεκαετία «ανομολόγητης» συνεργασίας ΑΚΡ-ΜΗΡ
Για πολλούς κύκλους στην Τουρκία, η επιτάχυνση των προσπαθειών για υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος μετά και τη δήλωση Μπαχτσελί, ήταν περίπου αναμενόμενη. Ο λόγος βεβαίως δεν βρίσκεται μόνο στο επίπεδο των διεργασιών εντός Εθνοσυνέλευσης. Αντίθετα το «αναμενόμενο» της μερικής έστω στήριξης του ΜΗΡ προς το ΑΚΡ για ένα νέο σύνταγμα, θα πρέπει να αναζητηθεί σε βαθύτερες διαδικασίες, κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου που σχετίζονται κυρίως με τη σύγκλιση των δύο μεγάλων ιδεολογικών ρευμάτων στην Τουρκία: Του ισλαμισμού και του τουρκισμού.
Το ΜΗΡ, παρόλο που βρίσκεται σε θέση αντιπολίτευσης όλα αυτά τα χρόνια της διακυβέρνησης Έρντογαν, εντούτοις δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πολιτικές του θέσεις στήριξαν επιλογές της κυβέρνησης ΑΚΡ για ζητήματα στρατηγικής σημασίας. Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, τον Ιούλιο 2002, τότε συνεργαζόμενος στην υπό κατάρρευση κυβέρνηση του Ετζεβίτ, ζήτησε επίσημα τη διεξαγωγή πρόωρων γενικών εκλογών. Κατάφερε με αυτόν τον τρόπο το οριστικό πλήγμα κατά της τότε κυβέρνησης και άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για το νεοϊδρυθέν ΑΚΡ να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση τις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Λίγα χρόνια μετά, το 2007, το ΜΗΡ έκανε το καθοριστικό βήμα απέναντι στο «δικαστικό πραξικόπημα» ενάντια στην προεδρική υποψηφιότητα Γκιούλ. Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε τότε ότι ο Πρόεδρος του κράτους μπορεί να εκλεγεί από την Εθνοσυνέλευση μόνο εφόσον διασφαλιζόταν παρουσία 367 βουλευτών. Το κόμμα του Μπαχτσελί αποφάσισε να λάβει μέρος στην εκλογική ολομέλεια της Εθνοσυνέλευσης και να ανοίξει το δρόμο για την εκλογή Γκιούλ στον τελευταίο γύρο της ψηφοφορίας. Ο Γκιούλ ήταν ο τελευταίος Πρόεδρος που είχε εκλεγεί από την Εθνοσυνέλευση και όχι απευθείας από το λαό.
Από το 2012 και μετά, το ΜΗΡ στήριξε εντός Εθνοσυνέλευσης σχεδόν όλα τα κυβερνητικά νομοσχέδια για τη μεταρρύθμιση της παιδείας, μέσα από τα οποία μεταξύ άλλων επιβλήθηκε η περαιτέρω θρησκευτικοποίηση του εκπαιδευτικού συστήματος. Υποστήριξε ακόμα και νομοσχέδια ή ρυθμίσεις απαγόρευσης χρήσης αλκοόλ σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας. Ταύτιση θέσεων του ΜΗΡ με το ΑΚΡ σημειώθηκε και σε ότι αφορούσε την απαγόρευση των εορτασμών της Πρωτομαγιάς στην πλατεία Τάξιμ, καθώς και στην άρση της βουλευτικής ασυλίας με επίκεντρο τους βουλευτές του κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών. Η κλιμάκωση της επιθετικότητας του τουρκικού στρατού ενάντια στους Κούρδους, αλλά και οι συνεχόμενες παρατάσεις οδηγιών της Εθνοσυνέλευσης για στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων, αποτέλεσαν επίσης ένα άλλο κοινό πεδίο του ΜΗΡ με το κυβερνών ΑΚΡ.
Οι κοινωνικές βάσεις του άξονα ισλαμισμού-τουρκισμού σήμερα
Η συνεργασία και η ιδεολογική ταύτιση του κυβερνώντος ΑΚΡ με την ακροδεξιά του Μπαχτσελί, δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί αποκομμένη από τις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες των τελευταίων ετών. Είναι γεγονός ότι η κοινωνία στην Τουρκία χαρακτηρίζεται από μια πολυεπίπεδη πόλωση, η οποία στα σημεία που έφτασε φαίνεται να αποκλείει τις όποιες ορθολογικές ερμηνείες για διέξοδο από τα συσσωρευμένα αδιέξοδα που προκαλεί. Ο νεαρός λογοτέχνης Μουράτ Μεντές περιέγραψε πρόσφατα την κοινωνική πόλωση στην Τουρκία λέγοντας πως «η χώρα συμπιέζεται μεταξύ φτιαχτών ελπίδων και πραγματικών καταστροφών». Οι φτιαχτές ελπίδες αφορούν τόσο αυτούς που βλέπουν την επίλυση των προβλημάτων τους στην ενίσχυση της εξουσίας Έρντογαν, όσο και σε αυτούς που βλέπουν την επίλυση των δικών τους μόνο στην κατάρρευση του Έρντογαν. Στο μεταξύ όμως, η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις πραγματικές καταστροφές που δεν μπορούν να ξεπεραστούν με μονοδρομικές αντιλήψεις και ψεύτικα διλήμματα.
Η σημερινή πολωτική κατάσταση, είναι αποτέλεσμα μερικών εξελικτικών σταδίων. Το αρχικό της επίπεδο ήταν οι δημοκρατικές διεκδικήσεις ενάντια στον αυταρχικό κεμαλισμό, οι οποίες έσπρωξαν το ΑΚΡ στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του. Σταδιακά η συγκεκριμένη πόλωση έδωσε τη θέση της στην αντίθεση των «υπέρ και εναντίον του ΑΚΡ», ενώ στη συνέχεια μέχρι και σήμερα η αντιπαράθεση καθοδηγείται σχεδόν αποκλειστικά από τον άξονα «Έρντογαν και οι υπόλοιποι».
Όμως παράλληλα με την προαναφερθείσα οριζόντια πόλωση, τα τελευταία χρόνια καταγράφονται ακόμα δύο κάθετες: Η πρώτη είναι η αντιπαράθεση των εθνικών ταυτοτήτων «Τούρκος εναντίον Κούρδου», καθώς και των ταυτοτήτων σε σχέση με την κοσμικότητα και τη θρησκεία. Ο αντικατοπτρισμός αυτής της κατάστασης σε κομματικό επίπεδο λειτουργεί διαφορετικά σε κάθε περιοχή της Τουρκίας. Στις δυτικές περιοχές ο κομματικός ανταγωνισμός εκφράζεται μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού. Στην κεντρική Ανατολία, ο ανταγωνισμός επικρατούσε μέχρι προσφάτως μεταξύ του ΑΚΡ και του ΜΗΡ, ενώ στις νοτιοανατολικές περιοχές κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ του ΑΚΡ και του κουρδικού κινήματος.
Καθόλου τυχαία, όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις από το δημοψήφισμα του 2010 και μετά καταγράφουν μια σταθερή εικόνα τεσσάρων πολωμένων ταυτοτήτων: Ο ισλαμισμός, η κοσμικότητα, ο τουρκισμός και η κουρδική συνείδηση. Από το 2014 με την επικράτηση Έρντογαν στις προεδρικές εκλογές, κορυφώνεται η προσέγγιση του ισλαμισμού που εκφράζει το ΑΚΡ με τον τουρκισμό που εκφράζει το ΜΗΡ, στο πρόσωπο του Προέδρου της Τουρκίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο γίνεται πιο κατανοητή και η στρατηγική εξουσίας που ακολουθεί ο ίδιος ο Έρντογαν. Με την ενεργοποίηση σκληρής πολιτικής ενάντια στο οργανωμένο κουρδικό κίνημα, ενάντια στην Αριστερά, αλλά και με την έξαρση αλυτρωτικών εκφράσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το κυβερνών κόμμα και ο Πρόεδρος επιδιώκουν τη συγκρότηση ενός τεράστιου κοινωνικού μετώπου ισλαμικών-τουρκιστικών αναφορών. Επιδιώκουν τη θεμελίωση αυτών των δύο μαζικών ρευμάτων της κοινωνίας σε ένα ενιαίο σύνολο με κεντρική αναφορά τον Έρντογαν και όχι ένα συγκεκριμένο κομματικό οργανισμό.
Η προσπάθεια συγκόλλησης των γενικότερων ιδεολογικών κληρονομιών του ΑΚΡ και του ΜΗΡ, έχει κάποιες προοπτικές επιτυχίας λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κοινωνικά μέρη του αυτοπροσδιορίζονται μέσα από τα δύο αυτά κόμματα, έχουν πολλές ομοιότητες, παρόλο που εκφράζονται σε χωριστές οργανωτικές υπάρξεις. Σήμερα τα δύο αυτά μέρη ταυτίζονται σε βασικές πολιτικές επιλογές του Έρντογαν όπως η ολοκληρωτική καταπολέμηση του ΡΚΚ, η αύξηση της επιρροής της χώρας στη Μέση Ανατολή, αλλά και η επικριτική στάση ενάντια στην Ε.Ε.
Ο μετασχηματισμός και η θρησκευτικοποίηση της τουρκικής ακροδεξιάς
Τις δεκαετίες του 1930 και 1940, όπως και στην Ευρώπη, έτσι και στην Τουρκία εμφανίζεται η ακροδεξιά μέσα από το λεγόμενο τουρανισμό. Ένα ιδεολογικό ρεύμα με έντονες ρατσιστικές αναφορές που σε πολλές του εκφράσεις έμοιαζε με το γερμανικό ναζισμό. Τα βασικά χαρακτηριστικά του τουρανισμού σε πολιτικό επίπεδο, ήταν η επιδίωξη συνένωσης των τουρκικών λαών στο «κράτος του Τουράν». Παράλληλα όμως χαρακτηριζόταν από τον ρατσισμό, την ιεροποίηση του ενός και μοναδικού ηγέτη, καθώς και από τον μιλιταρισμό. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, μέρος των παραδόσεων του τουρανισμού οργανώνονται στο ΜΗΡ και συμπληρώνονται από επίσης ισχυρές εκφράσεις της θρησκείας. Σταδιακά το ΜΗΡ αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα της χώρας, σε μια εποχή ολοκληρωτικής κυριαρχίας του ψυχροπολεμικού περιβάλλοντος. Ο αντικομουνισμός ήταν πλέον η βασική ιδεολογική αναφορά του κόμματος των γνωστών και ως Γκρίζων Λύκων.
Από το 1980 και μετά, πολλά ηγετικά στελέχη του ακροδεξιού κινήματος βρίσκουν εναλλακτική στέγη σε ισλαμικά τάγματα και οργανώσεις και με αυτό τον τρόπο ενισχύουν την προσέγγιση του σωβινισμού με το σουνιτικό Ισλάμ. Έτσι με τη λήξη των στρατιωτικών απαγορεύσεων και τη δημιουργία νέων κομμάτων το 1983, ο χώρος της ακροδεξιάς γνωρίζεται με εσωτερικές αντιπαραθέσεις που είχαν στο επίκεντρο τους τις ιδεολογικές προσπάθειες συσχέτισης του εθνικισμού με την ισλαμική θρησκεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Μουχσίν Γιαζιτζίογλου, ο οποίος υποστήριζε την ολοκληρωτική αποκοπή του εθνικισμού από την κοσμικότητα και το πάντρεμα του με τις θρησκευτικές παραδόσεις. Τελικά αποχώρησε από το ΜΗΡ και δημιούργησε το Κόμμα της Μεγάλης Ενότητας. Όμως άφησε πίσω του ισχυρές ιδεολογικές αναζητήσεις που συνοδεύουν μέχρι σήμερα τον Ντεβλέτ Μπαχτσελί και το ΜΗΡ.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωση, το ακροδεξιό κίνημα της Τουρκίας εισέρχεται σε μια περίοδο «κρίσης ταυτότητας». Όμως είναι γεγονός ότι εξαιτίας της κλιμάκωσης της βίας στο κουρδικό πρόβλημα, το ΜΗΡ κατάφερε να επιμηκύνει την «αποστολή» του, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο αντικουρδικό μέτωπο και την άνευ όρων στήριξη των επιλογών του στρατού ενάντια στο ΡΚΚ. Κατάφερε έτσι να επιβιώσει και μπροστά στην απορρόφηση ολόκληρης της δεξιάς από το ΑΚΡ, παρέμεινε το μοναδικό κέντρο συσπείρωσης συντηρητικών ψήφων που είχαν επιμέρους διαφωνίες με το κυβερνών κόμμα.
Σήμερα εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση σε διάφορα θέματα, ενώπιον του ΜΗΡ δεν υπάρχουν σοβαρά ιδεολογικά εμπόδια που να απομακρύνουν το κόμμα από μια ευρύτερη συνεργασία με το ΑΚΡ. Άλλωστε στο επίκεντρο του ΜΗΡ διαχρονικά βρισκόταν η έννοια του «αιώνιου κράτους». Μια έννοια εν πολλής ανιστόρητη σε σχέση με την προέλευση και την εμφάνιση της κρατικής δομής, αλλά και μια έννοια εργαλειακή, η οποία ανεξαρτήτως του κυβερνώντος κόμματος, θεοποιεί την ύπαρξη του κράτους ως εντελώς αυτόνομη από οργανωμένους σχηματισμούς. Σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον το κράτος σκληρύνει τη στάση του ενάντια στο κουρδικό κίνημα, η στήριξη του ΜΗΡ θεωρείται δεδομένη αφού εξαφανίζεται το δίλημμα του ποιος κυβερνά το συγκεκριμένο κράτος. Ήδη από το Μάιο του 2016 ο Μπαχτσελί δήλωνε χαρακτηριστικά: «Η ύπαρξη μιας ισχυρής εξουσίας είναι για εμάς ένα εθνικό καθήκον. Εάν υπάρξει ανάγκη, η δραστήρια στήριξη που δίνουμε στην κυβέρνηση μπορεί να πάρει και νομικές διαστάσεις».
Το κράτος ως η κοινή συνισταμένη ΑΚΡ και ΜΗΡ
Στα σημερινά δεδομένα, το σύνθημα του ΑΚΡ περί ενός «ισχυρού κράτους-ισχυρού ηγέτη», αποκτά μια σύνθετη και πολυσήμαντη διάσταση τόσο σε σχέση με το Κουρδικό, όσο και σε σχέση με την προσπάθεια για υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος. Μέσα από την προσπάθεια για διασφάλιση ενός «ισχυρού κράτους» ως του μοναδικού αναγκαίου συστατικού για να αντεπεξέλθει η Τουρκία και να επικρατήσει στρατιωτικά ενάντια στο ΡΚΚ, ο ίδιος ο Έρντογαν μπορεί πιο εύκολα να προσεγγίσει τις ευαίσθητες χορδές των μαζών του ΜΗΡ. Ως προέκταση του πιο πάνω σκεπτικού, η «ισχυρή ηγεσία» της χώρας μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με το προεδρικό σύστημα, το οποίο επίσης δεν είναι καθόλου άγνωστο στις παραδόσεις του ΜΗΡ. Με αυτό τον τρόπο, ο Έρντογαν θέλει να διασφαλίζει τη συγκρότηση ενός διευρυμένου ηγεμονικού μετώπου που να ξεπερνά το 60% και να ανοίγει τις προοπτικές για ένα ακόμα βήμα στο διεκδικούμενο μετασχηματισμό της Τουρκίας. Η συγκεκριμένη επιδίωξη του Έρντογαν δεν σχετίζεται τόσο με κάποια απειλή που νιώθει από το ΜΗΡ. Περισσότερο σχετίζεται με το βασικό άξονα της στρατηγικής του για διεύρυνση της εξουσίας, ο οποίος περιλαμβάνει την όσο το δυνατό μεγαλύτερη σε εύρος «πολιτική ανοχή» στις επιλογές του.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 23 Οκτωβρίου 2016