Γιώργος Τσιρίδης Γιατί μας ενδιαφέρει τόσο μια υποψηφιότητα για το προεδρικό χρίσμα
του Δημοκρατικού Κόμματος; Τι πρόκειται να αλλάξει στις πολιτικές της
υπερδύναμης σε περίπτωση εκλογής του Bernie Sanders στο ύπατο αξίωμα;
Ένα είναι βέβαιο: Η κεντρική πολιτική σκηνή των Η.Π.Α δεν θα είναι ποτέ
ξανά η ίδια. Ο γερουσιαστής του Βερμόντ μετέτρεψε μια προαποφασισμένη
εκλογική αναμέτρηση σε αμφίρροπο πολιτικό αγώνα, καταρρίπτοντας όλα τα
προγνωστικά και επιβάλλοντας μια εξόχως ενδιαφέρουσα πολιτική συζήτηση,
τόσο απαραίτητη στη σημερινή συγκυρία. Γεγονός ακόμη πιο εντυπωσιακό
είναι ότι ο Sanders το κατάφερε αυτό χωρίς τη χρηματική υποστήριξη
μεγάλων εταιρειών και συγκροτημάτων, ενώ την ίδια στιγμή διατρανώνει τις
αρετές του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και επιμένει στην αφήγηση ότι η
Αμερική χρειάζεται μια «πολιτική επανάσταση». Με αυτά τα δεδομένα, ο
74χρονος γερουσιαστής του Βερμόντ, αν μη τι άλλο, μας αναγκάζει να
αναρωτηθούμε «ποιος είναι ο Bernie Sanders και πού οφείλεται η τεράστια
δυναμική που ακολουθεί την υποψηφιότητά του;»
Πρώτα λίγη ιστορία: Η δεκαετία του 1960 βρήκε τον Σάντερς μέλος της
νεολαίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αμερικής, του σημαντικότερου
μαζικού αριστερού κόμματος στις ΗΠΑ και ακτιβιστή στο κίνημα για τα
πολιτικά δικαιώματα. Στην κεντρική πολιτική σκηνή εμφανίστηκε το 1980
όταν έθεσε υποψηφιότητα για δήμαρχος του Burlington και κέρδισε με 10
ψήφους διαφορά. Έκτοτε επανεκλέχθηκε στην ίδια θέση τρεις φορές απέναντι
σε αντιπάλους και από τα δύο παραδοσιακά κόμματα. Η θητεία του στο Δήμο
τού χάρισε τη φήμη τόσο του αριστερού πολίτικού, όσο και του ικανού
διαχειριστή. Ο αριστερός Μπέρνι προχώρησε σε μια σειρά από κινήσεις που
απείχαν από την πεπατημένη: κάλεσε τον Νόαμ Τσόμσκι να μιλήσει στο
Δημαρχείο και ταξίδεψε στη Νικαράγουα για να συναντηθεί με τον Ντάνιελ
Ορτέγκα των Σαντινίστας. Ο διαχειριστής Σάντερς κατάφερε να ισορροπήσει
τον προϋπολογισμό της πόλης και να μετατρέψει το Burlingtonσε μια από
τις πιο όμορφες, πιο πράσινες και βιώσιμες πόλεις των ΗΠΑ. Θερμός
υποστηρικτής των εργατικών συνδικάτων, ο αντισυμβατικός Δήμαρχος
εισήγαγε ένα κρατικά επιδοτούμενο κοινοτικό πρόγραμμα στέγασης που
άλλαξε τη φυσιογνωμία του κέντρου της πόλης και ανακούφισε τα χαμηλά και
μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Το 1990 o Μπέρνι Σάντερς εκλέχτηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και έγινε το πρώτο ανεξάρτητο μέλος της, μετά από σαράντα χρόνια. Μια από τις λίγες αριστερές φωνές στο Κογκρέσο, επέκρινε τους πολιτικούς και των δύο κομμάτων για υποταγή στη διεφθαρμένη λογική της Ουάσιγκτον. Με την εκλογή του το 2006 ως γερουσιαστή, συνδέθηκε με όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τις ΗΠΑ, από την εισοδηματική ανισότητα και την προάσπιση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης μέχρι τη στήριξη των δικαιωμάτων της LGBTQI κοινότητας, την καταδίκη του διαβόητου προγράμματος επιτήρησης «patriot act» και του πολέμου στο Ιράκ. Το 2012 ο Bernie επανεκλέχτηκε με ποσοστό 71%.
Στις 30 Απριλίου του 2015 ανακοίνωσε το τέλος την ανεξάρτητης πολιτικής του σταδιοδρομίας και την πρόθεσή του να διεκδικήσει το χρίσμα του υποψήφιου Προέδρου των ΗΠΑ με τη στήριξη του Δημοκρατικού κόμματος. «Δεν πιστεύω πως οι άντρες και γυναίκες που υπερασπίστηκαν την αμερικάνικη Δημοκρατία αγωνίστηκαν για να δημιουργήσουν ένα σύστημα στο οποίο οι δισεκατομμυριούχοι ελέγχουν την πολιτική διαδικασία» δήλωνε την ίδια μέρα θέτοντας το πολιτικό στίγμα της προεκλογικής του εκστρατείας.
Από τότε και μετά τις τελευταίες εξελίξεις της εσωκομματικής εκλογικής αναμέτρησης, δύο είναι τα ασφαλή συμπεράσματα: Πρώτον, ότι ο ριζοσπάστης πολιτικός έχει την υποστήριξη μιας νέας γενιάς ψηφοφόρων, κυρίως χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Δεύτερον, ότι η ελίτ του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος θα παλέψει με νύχια και με δόντια ώστε το χρίσμα να πάει στην κύρια αντίπαλό του, τη Hillary Clinton. Ένας καλά οργανωμένος μηχανισμός δεν χάνει ευκαιρία να βάζει εμπόδια στην πορεία του Σάντερς. Χωρίς προσχήματα, τα εσωκομματικά ντιμπέιτ μειώθηκαν από 26 (το 2008) σε μόλις 6, οι ισοψηφίες Σάντερς-Κλίντον 6 εκλογικά τμήματα της Iowa μέτρησαν όλες υπέρ της υπουργού με το παραδοσιακό κορώνα-γράμματα, ενώ ο αριθμός των πραγματικών ψήφων δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί υποβαθμίζουν συστηματικά την υποψηφιότητα, αφιερώνοντας ελάχιστο χρόνο για την κάλυψη της εκστρατείας του γερουσιαστή. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των περίφημων «superdelegates», (κομματικοί εκλογείς με ψήφο στις εσωκομματικές εκλογές, η οποία δεν εξαρτάται από την ψήφο των πολιτών) τίθεται στο πλευρό της Κλίντον.
Ωστόσο, στο στρατόπεδο της Χίλαρυ, πέρα από την πιθανή ανάδειξη ‒για πρώτη φορά‒ μιας γυναίκας στο προεδρικό αξίωμα, έχουν μείνει με δύο μόνο επιχειρήματα απέναντι στην εκλογική ρητορική του Μπέρνι, τα οποία επιπλέον δεν φαντάζουν ιδιαίτερα πειστικά: Ότι είναι υπερβολικά ριζοσπάστης (τουλάχιστον για τα γούστα της υπουργού Εξωτερικών) και ότι δεν είναι αρκετά πιστός στα παραδοσιακά προτάγματα του Δημοκρατικού Κόμματος (όπως εκφράζονται από την υπουργό Εξωτερικών).Κατά τα άλλα, η πάλαι ποτέ πρώτη Κυρία καταβάλλει απίστευτη ενέργεια για την οικειοποίηση των πολιτικών μηνυμάτων του αντιπάλου της και τον προσεταιρισμό των υποστηρικτών του. Ο άγαρμπος χαμαιλεοντισμός της Χίλαρυ (που έχει προλάβει να αυτοχαρακτηριστεί αρχικά συντηρητική, κατόπιν φιλελεύθερη και εσχάτως σούπερ προοδευτική) την έχει καταστήσει αντικείμενο σάτιρας, στην οποία εμφανίζεται να μεταμορφώνεται σταδιακά σε Σάντερς.
Απέναντι στην καλά χρηματοδοτούμενη καμπάνια και τους πανίσχυρους συμμάχους της υπουργού, ο Σάντερς αντιτάσσει το δικό του ριζοσπαστικό πρόγραμμα: αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου από 7,25 σε 15 δολάρια μέχρι το 2020, μείωση της ανεργίας, επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, δωρεάν φοίτηση σε όλα τα δημόσια πανεπιστήμια και επέκταση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης ώστε να καλύπτει όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ. Τα τυπικά σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα του Σάντερς ακουμπούν στη σύγχρονη πραγματικότητα των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Αμερικής, την ώρα που το παραδοσιακό Δημοκρατικό Κόμμα δείχνει ανίκανο να εκφράσει πλέον τα συμφέροντα της κομματικής του βάσης.
Οι θερμότεροι υποστηρικτές του Σάντερς ανήκουν σε μια γενιά ψηφοφόρων που διαφέρει ουσιωδώς από τις προηγούμενες, κυρίως όσον αφορά την υιοθέτηση ριζοσπαστικότερων προταγμάτων.
Πρόκειται για νέους, κατά κανόνα, ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα και συχνά γόνους μεταναστών, μια πληθυσμιακή ομάδα που ιστορικά υπήρξε πιο ριζοσπαστική από τους WASPs (White Anglo-Saxon Protestant). Τα δημογραφικά στοιχεία της ψήφου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: πρώτος σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες με εξαίρεση τους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών και αυτούς με εισόδημα άνω των 200.000 δολαρίων. Η ανάδειξη λοιπόν μιας ξεκάθαρα ταξικής διαχωριστικής γραμμής σε κεντρικό σημείο της εκστρατείας του είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας εντεινόμενα ξεκάθαρης διαχωριστικής γραμμής σε επίπεδο ψηφοφόρων: Οι νεότεροι και οι πιο φτωχοί από αυτούς επενδύουν στον 74χρονο Σάντερς. Οι υπόλοιποι στρατεύονται με τη Χίλαρυ, γεγονός που μάλλον δεν επαφίεται στο φεμινισμό τους. Ωστόσο, τα συστημικά ΜΜΕ των ΗΠΑ επιμένουν: «Ο Μπέρνι Σάντερς έχει ήδη χάσει»
Βαθμιαία ριζοσπαστικοποίηση των Αμερικανών
Πέρα από το παραδοσιακό Δημοκρατικό Κόμμα, ο Σάντερς καλείται να απαντήσει και στην κριτική που δέχεται και από τα αριστερά του (ναι, υπάρχει πολιτικός χώρος στα αριστερά του Σάντερς στην Αμερική).Οι κυριότερες μομφές αυτής της πλευράς αφορούν το μετριοπαθές των εξαγγελιών του για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, την υπόθεση ότι οι μικρές πιθανότητες επικράτησής του στρώνουν το δρόμο για μια νίκη των ρεπουμπλικανών και κυρίως την ενδεχόμενη εκτόνωση ενός έντονα ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος του πληθυσμού μέσω της ενσωμάτωσής του στο ρεφορμιστικό στρατόπεδο των Δημοκρατικών.
Πολλές από τις παραπάνω ανησυχίες της αμερικάνικης Αριστεράς είναι δικαιολογημένες. Παρ’ όλα αυτά, το «χλιαρό» πρόγραμμα του Μπέρνι φαντάζει λίαν ριζοσπαστικό αν ενταχθεί στην ιστορική συγκυρία κι αν συγκριθεί τόσο με τις απολίτικες τοποθετήσεις των εσωκομματικών του αντιπάλων όσο και –ιδιαίτερα‒ με τη ρητορική μίσους του γραφικού και επικίνδυνου Donald Trump. Καθόλου αβάσιμος δεν είναι ένας παραλληλισμός της διεύρυνσης της εκλογικής επιρροής του ακροδεξιού μεγιστάνα με αυτή της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, και του ρόλου των συστημικών ΜΜΕ σ’ αυτή, όπως πρόσφατα τον περιέγραψε η δημοσιογράφος του δικτύου «Democracy Now» Amy Goodman. Οι πρωτοφανείς συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ οπαδών του Τραμπ (μετά από ευθεία παρότρυνσή του για βίαιη αντιμετώπιση των αντιφρονούντων) και υποστηρικτών του Σάντερς καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, τη ριζοσπαστικοποίηση των Αμερικανών τόσο προς τα δεξιά, όσο και προς τα αριστερά.
Η καπιταλιστική κρίση του 2008, η πλήρης επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η καταστολή που συνεπάγονται έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην πολιτική σκηνή της υπερδύναμης. Με δεδομένη αυτήν τη δυναμική, πολλοί είναι πλέον αυτοί που δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως μια «πολιτική επανάσταση», όπως την εννοεί ο γερουσιαστής του Βερμόντ, είναι επιβεβλημένη. Το γεγονός καθιστά ανάγλυφη μια διχοτόμηση του εκλογικού σώματος η οποία ξεφεύγει από τα δεδομένα των ΗΠΑ και αυξανόμενα ανταποκρίνεται στον «ευρωπαϊκό» άξονα Δεξιά-Αριστερά. Το στοιχείο αυτό μόνο δεδομένο δεν μπορεί να θεωρηθεί για μια χώρα με τα συντηρητικά πολιτικά αντανακλαστικά της Αμερικής και την ταυτοτική διάσταση που κατέχει ο αντικομμουνισμός στη συλλογική συνείδηση. Μιλάμε πάντα για τη χώρα που γέννησε το μακαρθισμό, εκεί όπου οτιδήποτε κινείται και θυμίζει κοινωνική πολιτική αναπαράγεται συχνά εν είδει βρισιάς.
Παρ’ όλα αυτά, το επίτευγμα του Σάντερς δε συνίσταται απλά στην ένταξη του όρου «σοσιαλισμός» ξανά στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αμερικής. Το ανησυχητικό για την οικονομική και πολιτική ελίτ είναι πως οι ψηφοφόροι του Μπέρνι τον στηρίζουν, όχι παρά το γεγονός ότι δηλώνει σοσιαλιστής, αλλά εν πολλοίς εξαιτίας του. Σε σφυγμομέτρηση που έγινε παράλληλα με τις εκλογές για το χρίσμα στην Άιοβα, το 43% των Δημοκρατικών ψηφοφόρων αυτοχαρακτηρίστηκαν «σοσιαλιστές» και το 68% δήλωσε πως δεν έχει πρόβλημα με το ενδεχόμενο ανάληψης της Προεδρίας των ΗΠΑ από έναν «δημοκρατικό σοσιαλιστή». Ένα άλλο δείγμα αναφέρει πως ανάμεσα στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ισοψηφούν σε προτίμηση, με τον δεύτερο να υπερισχύει για τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών.
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να πούμε πως –παρά τις περί του αντιθέτου συστημικές προβλέψεις‒ ακόμη και αν ο Μπέρνι Σάντερς χάσει στις εκλογές για το προεδρικό χρίσμα, είναι ήδη ο βασικός εκφραστής μιας αλλαγής στη φυσιογνωμία ενός εκ των δύο κομμάτων εξουσίας των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η παρακαταθήκη του Σάντερς πιθανότατα θα ακολουθεί τη χώρα ‒και συνεπακόλουθα τον πλανήτη‒ στο επόμενο διάστημα. Βέβαια, η πραγματική της διάσταση μένει να φανεί. Ο ίδιος πάντως δεν φαίνεται να έχει αυταπάτες: «Όποιος και να εκλεγεί Πρόεδρος» τονίζει διαρκώς «δεν θα μπορέσει να τα καταφέρει μόνος του ενάντια στα ισχυρά συμφέροντα», και έχει δίκιο.
Είναι βέβαιο πως ένας ριζοσπάστης πολιτικός δεν αρκεί για να γκρεμιστεί εκ βάθρων ένα τόσο καλά δομημένο σύστημα. Είναι επίσης βέβαιο πως οι βαθιές αλλαγές στον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό της μεγάλης κατηγορίας των ανθρώπων που τον στηρίζουν δεν μπορεί να οφείλονται στις αρετές ή την πολιτική γοητεία ενός μόνο ανθρώπου. Γι’ αυτό φρόντισαν οι πολιτικές της αμερικανικής άρχουσας τάξης, που συστηματικά περιθωριοποίησαν μια νέα γενιά Αμερικανών πολιτών, καθώς και η παρακαταθήκη του κινήματος Occupy και των γεγονότων στο Φέργκιουσον.
Η πολιτική παρουσία του Bernie Sanders αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε ένα παγκοσμιοποιημένο πολιτικό πλαίσιο:Αν τοποθετήσουμε στη διεθνή σκακιέρα τον Sanders πλάι στον Βρετανό Corbyn αντιλαμβανόμαστε πως στις μητροπόλεις του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει ανοίξει μια συζήτηση που αμφισβητεί εμφατικά τα τρέχοντα δεδομένα. Οι τελευταίες εκλογικές εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη συμπληρώνουν μια εικόνα που σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει την κατάρρευση του καπιταλισμού, ενδέχεται όμως να σκιαγραφεί ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο νανούρισμα με το οποίο πηγαίνουμε για ύπνο τα τελευταία 40 χρόνια.
Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το 1990 o Μπέρνι Σάντερς εκλέχτηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και έγινε το πρώτο ανεξάρτητο μέλος της, μετά από σαράντα χρόνια. Μια από τις λίγες αριστερές φωνές στο Κογκρέσο, επέκρινε τους πολιτικούς και των δύο κομμάτων για υποταγή στη διεφθαρμένη λογική της Ουάσιγκτον. Με την εκλογή του το 2006 ως γερουσιαστή, συνδέθηκε με όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν τις ΗΠΑ, από την εισοδηματική ανισότητα και την προάσπιση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης μέχρι τη στήριξη των δικαιωμάτων της LGBTQI κοινότητας, την καταδίκη του διαβόητου προγράμματος επιτήρησης «patriot act» και του πολέμου στο Ιράκ. Το 2012 ο Bernie επανεκλέχτηκε με ποσοστό 71%.
Στις 30 Απριλίου του 2015 ανακοίνωσε το τέλος την ανεξάρτητης πολιτικής του σταδιοδρομίας και την πρόθεσή του να διεκδικήσει το χρίσμα του υποψήφιου Προέδρου των ΗΠΑ με τη στήριξη του Δημοκρατικού κόμματος. «Δεν πιστεύω πως οι άντρες και γυναίκες που υπερασπίστηκαν την αμερικάνικη Δημοκρατία αγωνίστηκαν για να δημιουργήσουν ένα σύστημα στο οποίο οι δισεκατομμυριούχοι ελέγχουν την πολιτική διαδικασία» δήλωνε την ίδια μέρα θέτοντας το πολιτικό στίγμα της προεκλογικής του εκστρατείας.
Από τότε και μετά τις τελευταίες εξελίξεις της εσωκομματικής εκλογικής αναμέτρησης, δύο είναι τα ασφαλή συμπεράσματα: Πρώτον, ότι ο ριζοσπάστης πολιτικός έχει την υποστήριξη μιας νέας γενιάς ψηφοφόρων, κυρίως χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Δεύτερον, ότι η ελίτ του αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος θα παλέψει με νύχια και με δόντια ώστε το χρίσμα να πάει στην κύρια αντίπαλό του, τη Hillary Clinton. Ένας καλά οργανωμένος μηχανισμός δεν χάνει ευκαιρία να βάζει εμπόδια στην πορεία του Σάντερς. Χωρίς προσχήματα, τα εσωκομματικά ντιμπέιτ μειώθηκαν από 26 (το 2008) σε μόλις 6, οι ισοψηφίες Σάντερς-Κλίντον 6 εκλογικά τμήματα της Iowa μέτρησαν όλες υπέρ της υπουργού με το παραδοσιακό κορώνα-γράμματα, ενώ ο αριθμός των πραγματικών ψήφων δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί υποβαθμίζουν συστηματικά την υποψηφιότητα, αφιερώνοντας ελάχιστο χρόνο για την κάλυψη της εκστρατείας του γερουσιαστή. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των περίφημων «superdelegates», (κομματικοί εκλογείς με ψήφο στις εσωκομματικές εκλογές, η οποία δεν εξαρτάται από την ψήφο των πολιτών) τίθεται στο πλευρό της Κλίντον.
Ωστόσο, στο στρατόπεδο της Χίλαρυ, πέρα από την πιθανή ανάδειξη ‒για πρώτη φορά‒ μιας γυναίκας στο προεδρικό αξίωμα, έχουν μείνει με δύο μόνο επιχειρήματα απέναντι στην εκλογική ρητορική του Μπέρνι, τα οποία επιπλέον δεν φαντάζουν ιδιαίτερα πειστικά: Ότι είναι υπερβολικά ριζοσπάστης (τουλάχιστον για τα γούστα της υπουργού Εξωτερικών) και ότι δεν είναι αρκετά πιστός στα παραδοσιακά προτάγματα του Δημοκρατικού Κόμματος (όπως εκφράζονται από την υπουργό Εξωτερικών).Κατά τα άλλα, η πάλαι ποτέ πρώτη Κυρία καταβάλλει απίστευτη ενέργεια για την οικειοποίηση των πολιτικών μηνυμάτων του αντιπάλου της και τον προσεταιρισμό των υποστηρικτών του. Ο άγαρμπος χαμαιλεοντισμός της Χίλαρυ (που έχει προλάβει να αυτοχαρακτηριστεί αρχικά συντηρητική, κατόπιν φιλελεύθερη και εσχάτως σούπερ προοδευτική) την έχει καταστήσει αντικείμενο σάτιρας, στην οποία εμφανίζεται να μεταμορφώνεται σταδιακά σε Σάντερς.
Απέναντι στην καλά χρηματοδοτούμενη καμπάνια και τους πανίσχυρους συμμάχους της υπουργού, ο Σάντερς αντιτάσσει το δικό του ριζοσπαστικό πρόγραμμα: αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου από 7,25 σε 15 δολάρια μέχρι το 2020, μείωση της ανεργίας, επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης, δωρεάν φοίτηση σε όλα τα δημόσια πανεπιστήμια και επέκταση της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης ώστε να καλύπτει όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ. Τα τυπικά σοσιαλδημοκρατικά αιτήματα του Σάντερς ακουμπούν στη σύγχρονη πραγματικότητα των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Αμερικής, την ώρα που το παραδοσιακό Δημοκρατικό Κόμμα δείχνει ανίκανο να εκφράσει πλέον τα συμφέροντα της κομματικής του βάσης.
Οι θερμότεροι υποστηρικτές του Σάντερς ανήκουν σε μια γενιά ψηφοφόρων που διαφέρει ουσιωδώς από τις προηγούμενες, κυρίως όσον αφορά την υιοθέτηση ριζοσπαστικότερων προταγμάτων.
Πρόκειται για νέους, κατά κανόνα, ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα και συχνά γόνους μεταναστών, μια πληθυσμιακή ομάδα που ιστορικά υπήρξε πιο ριζοσπαστική από τους WASPs (White Anglo-Saxon Protestant). Τα δημογραφικά στοιχεία της ψήφου δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ξεκάθαρα: πρώτος σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες με εξαίρεση τους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών και αυτούς με εισόδημα άνω των 200.000 δολαρίων. Η ανάδειξη λοιπόν μιας ξεκάθαρα ταξικής διαχωριστικής γραμμής σε κεντρικό σημείο της εκστρατείας του είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας εντεινόμενα ξεκάθαρης διαχωριστικής γραμμής σε επίπεδο ψηφοφόρων: Οι νεότεροι και οι πιο φτωχοί από αυτούς επενδύουν στον 74χρονο Σάντερς. Οι υπόλοιποι στρατεύονται με τη Χίλαρυ, γεγονός που μάλλον δεν επαφίεται στο φεμινισμό τους. Ωστόσο, τα συστημικά ΜΜΕ των ΗΠΑ επιμένουν: «Ο Μπέρνι Σάντερς έχει ήδη χάσει»
Βαθμιαία ριζοσπαστικοποίηση των Αμερικανών
Πέρα από το παραδοσιακό Δημοκρατικό Κόμμα, ο Σάντερς καλείται να απαντήσει και στην κριτική που δέχεται και από τα αριστερά του (ναι, υπάρχει πολιτικός χώρος στα αριστερά του Σάντερς στην Αμερική).Οι κυριότερες μομφές αυτής της πλευράς αφορούν το μετριοπαθές των εξαγγελιών του για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, την υπόθεση ότι οι μικρές πιθανότητες επικράτησής του στρώνουν το δρόμο για μια νίκη των ρεπουμπλικανών και κυρίως την ενδεχόμενη εκτόνωση ενός έντονα ριζοσπαστικοποιημένου τμήματος του πληθυσμού μέσω της ενσωμάτωσής του στο ρεφορμιστικό στρατόπεδο των Δημοκρατικών.
Πολλές από τις παραπάνω ανησυχίες της αμερικάνικης Αριστεράς είναι δικαιολογημένες. Παρ’ όλα αυτά, το «χλιαρό» πρόγραμμα του Μπέρνι φαντάζει λίαν ριζοσπαστικό αν ενταχθεί στην ιστορική συγκυρία κι αν συγκριθεί τόσο με τις απολίτικες τοποθετήσεις των εσωκομματικών του αντιπάλων όσο και –ιδιαίτερα‒ με τη ρητορική μίσους του γραφικού και επικίνδυνου Donald Trump. Καθόλου αβάσιμος δεν είναι ένας παραλληλισμός της διεύρυνσης της εκλογικής επιρροής του ακροδεξιού μεγιστάνα με αυτή της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, και του ρόλου των συστημικών ΜΜΕ σ’ αυτή, όπως πρόσφατα τον περιέγραψε η δημοσιογράφος του δικτύου «Democracy Now» Amy Goodman. Οι πρωτοφανείς συγκρούσεις που έλαβαν χώρα μεταξύ οπαδών του Τραμπ (μετά από ευθεία παρότρυνσή του για βίαιη αντιμετώπιση των αντιφρονούντων) και υποστηρικτών του Σάντερς καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, τη ριζοσπαστικοποίηση των Αμερικανών τόσο προς τα δεξιά, όσο και προς τα αριστερά.
Η καπιταλιστική κρίση του 2008, η πλήρης επικράτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η καταστολή που συνεπάγονται έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην πολιτική σκηνή της υπερδύναμης. Με δεδομένη αυτήν τη δυναμική, πολλοί είναι πλέον αυτοί που δείχνουν να αντιλαμβάνονται πως μια «πολιτική επανάσταση», όπως την εννοεί ο γερουσιαστής του Βερμόντ, είναι επιβεβλημένη. Το γεγονός καθιστά ανάγλυφη μια διχοτόμηση του εκλογικού σώματος η οποία ξεφεύγει από τα δεδομένα των ΗΠΑ και αυξανόμενα ανταποκρίνεται στον «ευρωπαϊκό» άξονα Δεξιά-Αριστερά. Το στοιχείο αυτό μόνο δεδομένο δεν μπορεί να θεωρηθεί για μια χώρα με τα συντηρητικά πολιτικά αντανακλαστικά της Αμερικής και την ταυτοτική διάσταση που κατέχει ο αντικομμουνισμός στη συλλογική συνείδηση. Μιλάμε πάντα για τη χώρα που γέννησε το μακαρθισμό, εκεί όπου οτιδήποτε κινείται και θυμίζει κοινωνική πολιτική αναπαράγεται συχνά εν είδει βρισιάς.
Παρ’ όλα αυτά, το επίτευγμα του Σάντερς δε συνίσταται απλά στην ένταξη του όρου «σοσιαλισμός» ξανά στο πολιτικό λεξιλόγιο της Αμερικής. Το ανησυχητικό για την οικονομική και πολιτική ελίτ είναι πως οι ψηφοφόροι του Μπέρνι τον στηρίζουν, όχι παρά το γεγονός ότι δηλώνει σοσιαλιστής, αλλά εν πολλοίς εξαιτίας του. Σε σφυγμομέτρηση που έγινε παράλληλα με τις εκλογές για το χρίσμα στην Άιοβα, το 43% των Δημοκρατικών ψηφοφόρων αυτοχαρακτηρίστηκαν «σοσιαλιστές» και το 68% δήλωσε πως δεν έχει πρόβλημα με το ενδεχόμενο ανάληψης της Προεδρίας των ΗΠΑ από έναν «δημοκρατικό σοσιαλιστή». Ένα άλλο δείγμα αναφέρει πως ανάμεσα στους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ισοψηφούν σε προτίμηση, με τον δεύτερο να υπερισχύει για τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών.
Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να πούμε πως –παρά τις περί του αντιθέτου συστημικές προβλέψεις‒ ακόμη και αν ο Μπέρνι Σάντερς χάσει στις εκλογές για το προεδρικό χρίσμα, είναι ήδη ο βασικός εκφραστής μιας αλλαγής στη φυσιογνωμία ενός εκ των δύο κομμάτων εξουσίας των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η παρακαταθήκη του Σάντερς πιθανότατα θα ακολουθεί τη χώρα ‒και συνεπακόλουθα τον πλανήτη‒ στο επόμενο διάστημα. Βέβαια, η πραγματική της διάσταση μένει να φανεί. Ο ίδιος πάντως δεν φαίνεται να έχει αυταπάτες: «Όποιος και να εκλεγεί Πρόεδρος» τονίζει διαρκώς «δεν θα μπορέσει να τα καταφέρει μόνος του ενάντια στα ισχυρά συμφέροντα», και έχει δίκιο.
Είναι βέβαιο πως ένας ριζοσπάστης πολιτικός δεν αρκεί για να γκρεμιστεί εκ βάθρων ένα τόσο καλά δομημένο σύστημα. Είναι επίσης βέβαιο πως οι βαθιές αλλαγές στον ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό της μεγάλης κατηγορίας των ανθρώπων που τον στηρίζουν δεν μπορεί να οφείλονται στις αρετές ή την πολιτική γοητεία ενός μόνο ανθρώπου. Γι’ αυτό φρόντισαν οι πολιτικές της αμερικανικής άρχουσας τάξης, που συστηματικά περιθωριοποίησαν μια νέα γενιά Αμερικανών πολιτών, καθώς και η παρακαταθήκη του κινήματος Occupy και των γεγονότων στο Φέργκιουσον.
Η πολιτική παρουσία του Bernie Sanders αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία σε ένα παγκοσμιοποιημένο πολιτικό πλαίσιο:Αν τοποθετήσουμε στη διεθνή σκακιέρα τον Sanders πλάι στον Βρετανό Corbyn αντιλαμβανόμαστε πως στις μητροπόλεις του παγκόσμιου καπιταλισμού έχει ανοίξει μια συζήτηση που αμφισβητεί εμφατικά τα τρέχοντα δεδομένα. Οι τελευταίες εκλογικές εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη συμπληρώνουν μια εικόνα που σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει την κατάρρευση του καπιταλισμού, ενδέχεται όμως να σκιαγραφεί ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο νανούρισμα με το οποίο πηγαίνουμε για ύπνο τα τελευταία 40 χρόνια.
Ο Γιώργος Τσιρίδης είναι Υποψήφιος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών