Του Βόλφγκανγκ Μινχάου *
Η χρονιά αυτή θα είναι δύσκολη για τη Γερμανία, μια χρονιά όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική που ασκούνταν μέχρι τώρα είναι ανεφάρμοστη. Και η πιο ανεφάρμοστη πολιτική είναι τα ανοιχτά σύνορα που εξήγγειλε πέρυσι η καγκελάριος Μέρκελ για τους Σύρους πρόσφυγες.
Η καγκελάριος είτε υποτίμησε τις συνέπειες αυτής της εξαγγελίας είτε ενήργησε απερίσκεπτα – ή και τα δύο. Λίγους μήνες και ένα εκατομμύριο πρόσφυγες αργότερα, η δυσαρέσκεια μεγαλώνει στο κόμμα της και τη χώρα ολόκληρη. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο σοσιαλδημοκράτης προκάτοχός της, χρησιμοποίησε την περασμένη εβδομάδα το ίδιο ακριβώς επιχείρημα που χρησιμοποιεί η δεξιά τάση του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος: Η Γερμανία δεν μπορεί να απορροφήσει έναν τόσο μεγάλο αριθμό. Πέρυσι έφτασαν στη χώρα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, φέτος μπορεί να φτάσουν οι διπλάσιοι, κι ο αριθμός αυτός θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο αν ληφθούν υπόψη οι οικογένειες που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν.
Μπορεί κανείς να δει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως μια νέα πηγή εργατικής δύναμης. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, τουλάχιστον προς το παρόν. Οι περισσότεροι από αυτούς που φτάνουν στη Γερμανία στερούνται των ικανοτήτων που χρειάζονται στην εγχώρια αγορά εργασίας. Θα ενταχθούν έτσι μοιραία στον χαμηλόμισθο τομέα της οικονομίας, θα οδηγήσουν τους μισθούς προς τα κάτω και θα προκαλέσουν άλλο ένα αποπληθωριστικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι το τελευταίο που χρειαζόταν τώρα τόσο η Γερμανία όσο και η ευρωζώνη εν γένει. Πιστεύω ότι αυτή η πολιτική θα αλλάξει. Δεν πιστεύω όμως ότι η Μέρκελ θα πέσει θύμα πραξικοπήματος από το κόμμα της. Αυτό που την προστατεύει είναι ο μεγάλος συνασπισμός με τους Χριστιανοσοσιαλιστές και το SPD. Δεν υπάρχει πλειοψηφία ούτε στα δεξιά της ούτε στα αριστερά της.
Η δεύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει φέτος η Γερμανία είναι η οικονομική κάμψη στις αναδυόμενες αγορές. Λίγες είναι οι μεγάλες χώρες που εξαρτώνται τόσο πολύ από την παγκόσμια οικονομία όσο η Γερμανία κι ακόμη λιγότερες εκείνες όπου το θέμα αυτό δεν συζητείται καθόλου δημοσίως.
Η τρίτη πρόκληση για το 2016 είναι οι επιπτώσεις του σκανδάλου της Volkswagen. Η Γερμανία στηριζόταν υπερβολικά και για πολλά χρόνια στην αυτοκινητοβιομηχανία. Την περασμένη εβδομάδα δημιουργήθηκαν υποψίες και για τη Renault. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε με την κρίση μιας εταιρείας, αλλά μιας ολόκληρης βιομηχανίας. Ούτε πρόκειται μόνο για γερμανικό πρόβλημα. Φαίνεται πως η VW συμπεριφέρθηκε πιο απερίσκεπτα από τις άλλες εταιρείες και ότι για τη συμπεριφορά της αυτή θα πληρώσει ένα υψηλό τίμημα. Το κατά πόσον τα νομικά μέτρα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία θα αποδυναμώσουν τη VW ή θα την οδηγήσουν σε χρεοκοπία δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία μπροστά στη μεγαλύτερη εικόνα. Η πραγματική απειλή για τη VW και τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της δεν προέρχεται από το αμερικανικό δικαστικό σύστημα, αλλά από τους καταναλωτές, που καταλαβαίνουν καλύτερα από ποτέ τη σχέση ανάμεσα στην επίδοση ενός αυτοκινήτου, την τιμή του και τις εκπομπές του. Η ιστορία αυτή αφορά μια παλιά βιομηχανία που προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει ένα μερίδιο αγοράς που δεν της αξίζει και μια χώρα που είναι απρόθυμη να μειώσει την εξάρτησή της από τη βιομηχανία αυτή.
Το 2016 θα είναι, τέλος, η χρονιά της αντίδρασης στην κυριαρχία της Γερμανίας στην ευρωζώνη. Αυτό δεν συνέβη στη διάρκεια της κρίσης. Κάτω από την πίεση της Γερμανίας, οι ηγέτες των χωρών της περιφέρειας υπέγραψαν συμφωνίες που δεν υπηρετούσαν μακροπρόθεσμα τα συμφέροντά τους. Τώρα αρχίζουν να αντιδρούν, όπως δείχνουν τόσο οι δηλώσεις του Ματέο Ρέντσι όσο και η γενικότερη στάση των ιταλικών μέσων ενημέρωσης. Ακόμη κι αν το 2016 δεν υπάρξει άλλη κρίση στην ευρωζώνη, μπορεί να σημειωθεί μια απομάκρυνση ορισμένων χωρών από τη Γερμανία, πράγμα που μακροπρόθεσμα θα είναι πιο επικίνδυνο.
Ενώ οι περισσότερες από τις απειλές μοιάζουν εξωτερικές, στην πραγματικότητα οφείλονται σε επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης. Η Γερμανία δεν είναι αναγκασμένη να εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από μια βιομηχανία. Καμιά χώρα δεν έχει από σύμπτωση ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών που φτάνει το 8% του ΑΕΠ. Και η Μέρκελ δεν ήταν αναγκασμένη να αναγγείλει ένα ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα συνόρων που ήταν ήδη ανοιχτά. Η καγκελάριος ασκεί την εξουσία εδώ και δέκα χρόνια, οπότε δικαιολογημένα γίνονται συζητήσεις για το μέλλον της. Όμως αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Γερμανίας. Πρέπει να ανησυχεί για πολύ σοβαρότερα πράγματα.
Πηγή: Financial Times
* Ο Βόλφγκανγκ Μινχάου είναι αρθρογράφος των Financial Times.
Η χρονιά αυτή θα είναι δύσκολη για τη Γερμανία, μια χρονιά όπου μπορεί να αποδειχθεί ότι η πολιτική που ασκούνταν μέχρι τώρα είναι ανεφάρμοστη. Και η πιο ανεφάρμοστη πολιτική είναι τα ανοιχτά σύνορα που εξήγγειλε πέρυσι η καγκελάριος Μέρκελ για τους Σύρους πρόσφυγες.
Η καγκελάριος είτε υποτίμησε τις συνέπειες αυτής της εξαγγελίας είτε ενήργησε απερίσκεπτα – ή και τα δύο. Λίγους μήνες και ένα εκατομμύριο πρόσφυγες αργότερα, η δυσαρέσκεια μεγαλώνει στο κόμμα της και τη χώρα ολόκληρη. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο σοσιαλδημοκράτης προκάτοχός της, χρησιμοποίησε την περασμένη εβδομάδα το ίδιο ακριβώς επιχείρημα που χρησιμοποιεί η δεξιά τάση του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος: Η Γερμανία δεν μπορεί να απορροφήσει έναν τόσο μεγάλο αριθμό. Πέρυσι έφτασαν στη χώρα ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, φέτος μπορεί να φτάσουν οι διπλάσιοι, κι ο αριθμός αυτός θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο αν ληφθούν υπόψη οι οικογένειες που αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν.
Μπορεί κανείς να δει τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως μια νέα πηγή εργατικής δύναμης. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια, τουλάχιστον προς το παρόν. Οι περισσότεροι από αυτούς που φτάνουν στη Γερμανία στερούνται των ικανοτήτων που χρειάζονται στην εγχώρια αγορά εργασίας. Θα ενταχθούν έτσι μοιραία στον χαμηλόμισθο τομέα της οικονομίας, θα οδηγήσουν τους μισθούς προς τα κάτω και θα προκαλέσουν άλλο ένα αποπληθωριστικό αποτέλεσμα. Αυτό είναι το τελευταίο που χρειαζόταν τώρα τόσο η Γερμανία όσο και η ευρωζώνη εν γένει. Πιστεύω ότι αυτή η πολιτική θα αλλάξει. Δεν πιστεύω όμως ότι η Μέρκελ θα πέσει θύμα πραξικοπήματος από το κόμμα της. Αυτό που την προστατεύει είναι ο μεγάλος συνασπισμός με τους Χριστιανοσοσιαλιστές και το SPD. Δεν υπάρχει πλειοψηφία ούτε στα δεξιά της ούτε στα αριστερά της.
Η δεύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει φέτος η Γερμανία είναι η οικονομική κάμψη στις αναδυόμενες αγορές. Λίγες είναι οι μεγάλες χώρες που εξαρτώνται τόσο πολύ από την παγκόσμια οικονομία όσο η Γερμανία κι ακόμη λιγότερες εκείνες όπου το θέμα αυτό δεν συζητείται καθόλου δημοσίως.
Η τρίτη πρόκληση για το 2016 είναι οι επιπτώσεις του σκανδάλου της Volkswagen. Η Γερμανία στηριζόταν υπερβολικά και για πολλά χρόνια στην αυτοκινητοβιομηχανία. Την περασμένη εβδομάδα δημιουργήθηκαν υποψίες και για τη Renault. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε με την κρίση μιας εταιρείας, αλλά μιας ολόκληρης βιομηχανίας. Ούτε πρόκειται μόνο για γερμανικό πρόβλημα. Φαίνεται πως η VW συμπεριφέρθηκε πιο απερίσκεπτα από τις άλλες εταιρείες και ότι για τη συμπεριφορά της αυτή θα πληρώσει ένα υψηλό τίμημα. Το κατά πόσον τα νομικά μέτρα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία θα αποδυναμώσουν τη VW ή θα την οδηγήσουν σε χρεοκοπία δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία μπροστά στη μεγαλύτερη εικόνα. Η πραγματική απειλή για τη VW και τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές της δεν προέρχεται από το αμερικανικό δικαστικό σύστημα, αλλά από τους καταναλωτές, που καταλαβαίνουν καλύτερα από ποτέ τη σχέση ανάμεσα στην επίδοση ενός αυτοκινήτου, την τιμή του και τις εκπομπές του. Η ιστορία αυτή αφορά μια παλιά βιομηχανία που προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει ένα μερίδιο αγοράς που δεν της αξίζει και μια χώρα που είναι απρόθυμη να μειώσει την εξάρτησή της από τη βιομηχανία αυτή.
Το 2016 θα είναι, τέλος, η χρονιά της αντίδρασης στην κυριαρχία της Γερμανίας στην ευρωζώνη. Αυτό δεν συνέβη στη διάρκεια της κρίσης. Κάτω από την πίεση της Γερμανίας, οι ηγέτες των χωρών της περιφέρειας υπέγραψαν συμφωνίες που δεν υπηρετούσαν μακροπρόθεσμα τα συμφέροντά τους. Τώρα αρχίζουν να αντιδρούν, όπως δείχνουν τόσο οι δηλώσεις του Ματέο Ρέντσι όσο και η γενικότερη στάση των ιταλικών μέσων ενημέρωσης. Ακόμη κι αν το 2016 δεν υπάρξει άλλη κρίση στην ευρωζώνη, μπορεί να σημειωθεί μια απομάκρυνση ορισμένων χωρών από τη Γερμανία, πράγμα που μακροπρόθεσμα θα είναι πιο επικίνδυνο.
Ενώ οι περισσότερες από τις απειλές μοιάζουν εξωτερικές, στην πραγματικότητα οφείλονται σε επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης. Η Γερμανία δεν είναι αναγκασμένη να εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από μια βιομηχανία. Καμιά χώρα δεν έχει από σύμπτωση ένα πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών που φτάνει το 8% του ΑΕΠ. Και η Μέρκελ δεν ήταν αναγκασμένη να αναγγείλει ένα ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα συνόρων που ήταν ήδη ανοιχτά. Η καγκελάριος ασκεί την εξουσία εδώ και δέκα χρόνια, οπότε δικαιολογημένα γίνονται συζητήσεις για το μέλλον της. Όμως αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Γερμανίας. Πρέπει να ανησυχεί για πολύ σοβαρότερα πράγματα.
Πηγή: Financial Times
* Ο Βόλφγκανγκ Μινχάου είναι αρθρογράφος των Financial Times.