Του ΑΒΕΡΩΦ ΝΕΟΦΥΤΟΥ*
Όταν το 1994 η Κύπρος έκανε το βήμα να ανοίξει πρεσβεία στο Ισραήλ, με υπουργό Εξωτερικών τον Αλέκο Μιχαηλίδη επί διακυβέρνησης του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη -θέτοντας έτσι τις διμερείς σχέσεις των δυο χωρών σε ένα άλλο επίπεδο-, η κυπριακή κοινωνία αντιμετώπισε την τότε σοφή -όπως αποδεικνύεται σήμερα- απόφαση με προβληματισμό και ίσως και με καχυποψία.
Και ενδεχομένως όχι αδίκως, αφού για δεκαετίες προηγουμένως η κοινή γνώμη κατακλυζόταν από την αδόκιμη θεωρία ότι η βελτίωση των σχέσεων με μια χώρα δημιουργεί πρόβλημα στις σχέσεις με κάποια άλλη χώρα. Μια θεώρηση που εκπήγαζε από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και η οποία ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, αποδείχτηκε λανθασμένη και πως οι διεθνείς σχέσεις λειτουργούν τελικά σε άλλο επίπεδο, κάτω από την αρχή ότι «ανεξαρτήτως των σχέσεων μεταξύ δυο μερών, ένας τρίτος μπορεί να διατηρεί εξίσου καλές σχέσεις και με τα δυο μέρη».
Αυτήν ακριβώς τη διαδρομή επέλεξε τότε η κυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη, η οποία όπως αποδείχτηκε και αποδεικνύεται μέχρι σήμερα ήταν η ορθότερη οδός. Μια οδός στην οποία επένδυσαν -και ορθώς- και οι επόμενες κυβερνήσεις του τόπου, χωρίς όμως οι προκαταλήψεις να ξεριζωθούν, αφού ακόμη μόλις πριν μερικά χρόνια οι διαδηλώσεις έξω από την ισραηλινή πρεσβεία στη Λευκωσία ήταν γεγονός… ακόμη και προ επταετίας ή πενταετίας, όταν κάποιοι από εμάς γράφαμε και υποστηρίζαμε ότι το Ισραήλ παραμένει «ο ξεχασμένος μας γείτονας», με τον οποίο όμως θα πρέπει να «επανασυνδεθούμε». Να δημιουργήσουμε εκείνες τις σχέσεις που θα μας επιτρέπουν το από κοινού όφελος, σε έναν μακρύ κατάλογο τομέων στους οποίους μπορούμε να συνεργαστούμε και να δημιουργήσουμε ένα κοινό ωφέλιμο περιβάλλον, στο οποίο θα ευδοκιμήσουν οι σχέσεις όχι μόνο σε επίπεδο κρατών, αλλά κυρίως σε επίπεδο ιδιωτών και επιχειρηματιών.
Σήμερα, διανύουμε μια εποχή όπου ο καθένας προβληματίζεται και ανησυχεί για το ταραχώδες, εμπρηστικό και εμπόλεμο κλίμα στην περιοχή μας. Είτε στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, είτε εντός της Συρίας, είτε λόγω Ισλαμικού Κράτους, είτε λόγω της διαμάχης σουνιτών και σιιτών, είτε ακόμη λόγω των έστω παλαιότερων αιματηρών και βίαιων συγκρούσεων εξ αφορμής της «Αραβικής Άνοιξης».
Την ίδια ώρα όμως, και κατ’ αντίθεση με το τι εθεωρείτο στις προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα ουδείς θεωρεί ότι το Ισραήλ αποτελεί «το πρόβλημα» που δημιουργεί την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Τουναντίον, μέσα σε αυτό το νεφελώδες και ομιχλώδες περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, εάν κάποιος θα μπορούσε να ξεχωρίσει δυο χώρες, αυτές είναι η Κύπρος και το Ισραήλ. Οι οποίες είναι χώρες με δημοκρατικό πολίτευμα, με σταθερό πολιτικό περιβάλλον και με αμοιβαίο ενδιαφέρον για ασφάλεια και ισορροπία στην περιοχή.
Οι προσπάθειες που καταβάλλονται τόσο από πλευράς του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και από τον Πρόεδρο και πρωθυπουργό του Ισραήλ για σύσφιγξη των σχέσεων των δυο χωρών είναι αξιοσημείωτες, κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται και από τον καθορισμό της σημαντικής τριμερούς συνάντησης που επίκειται.
Μέσα λοιπόν από τη σοφή οδό της καλής γειτονίας και την ενδυνάμωση των σχέσεων Κύπρου και Ισραήλ, χωρίς αυτό να αποδυναμώνει ή να αλλοιώνει τις διαχρονικές θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς την επίλυση του Παλαιστινιακού, θα πρέπει να βαδίσουμε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Με τόλμη.
Διότι, οι προοπτικές συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών δεν βρίσκονται μόνο στα θέματα ενέργειας, αλλά και σε θέματα ασφάλειας, υγείας, τουρισμού, καθώς και στους τομείς έρευνας, καινοτομίας, τεχνολογίας και γεωργίας, όπου οι Ισραηλινοί γείτονες υπερέχουν. Οι καλές σχέσεις και η ενδυνάμωσή τους είναι αυτές που δημιουργούν τις προοπτικές για επενδύσεις, όπως για παράδειγμα έγινε με τη συμμετοχή στην ενέργεια, στις αφαλατώσεις και το ενδιαφέρον που επιδεικνύεται για το τεχνολογικό πάρκο.
Όπως και προ ετών -όταν ακόμη η εικόνα της κοινής γνώμης για το Ισραήλ ήταν «γκρίζα»- υποστήριζα την εμβάθυνση των σχέσεων Κύπρου – Ισραήλ, έτσι και τώρα θεωρώ και πιστεύω πως επιβάλλεται η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών μας. Μόνο να κερδίσουμε και μόνο οφέλη μπορεί να έχουμε από μια παράλληλη πορεία με τους γείτονες Ισραηλινούς. Οι προοπτικές συνεργασίας και συνέργειας που διανοίγονται είναι και αξιόλογες και σημαντικές. Και πρέπει να τις αξιοποιήσουμε…
Όταν το 1994 η Κύπρος έκανε το βήμα να ανοίξει πρεσβεία στο Ισραήλ, με υπουργό Εξωτερικών τον Αλέκο Μιχαηλίδη επί διακυβέρνησης του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη -θέτοντας έτσι τις διμερείς σχέσεις των δυο χωρών σε ένα άλλο επίπεδο-, η κυπριακή κοινωνία αντιμετώπισε την τότε σοφή -όπως αποδεικνύεται σήμερα- απόφαση με προβληματισμό και ίσως και με καχυποψία.
Και ενδεχομένως όχι αδίκως, αφού για δεκαετίες προηγουμένως η κοινή γνώμη κατακλυζόταν από την αδόκιμη θεωρία ότι η βελτίωση των σχέσεων με μια χώρα δημιουργεί πρόβλημα στις σχέσεις με κάποια άλλη χώρα. Μια θεώρηση που εκπήγαζε από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και η οποία ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, αποδείχτηκε λανθασμένη και πως οι διεθνείς σχέσεις λειτουργούν τελικά σε άλλο επίπεδο, κάτω από την αρχή ότι «ανεξαρτήτως των σχέσεων μεταξύ δυο μερών, ένας τρίτος μπορεί να διατηρεί εξίσου καλές σχέσεις και με τα δυο μέρη».
Αυτήν ακριβώς τη διαδρομή επέλεξε τότε η κυβέρνηση Γλαύκου Κληρίδη, η οποία όπως αποδείχτηκε και αποδεικνύεται μέχρι σήμερα ήταν η ορθότερη οδός. Μια οδός στην οποία επένδυσαν -και ορθώς- και οι επόμενες κυβερνήσεις του τόπου, χωρίς όμως οι προκαταλήψεις να ξεριζωθούν, αφού ακόμη μόλις πριν μερικά χρόνια οι διαδηλώσεις έξω από την ισραηλινή πρεσβεία στη Λευκωσία ήταν γεγονός… ακόμη και προ επταετίας ή πενταετίας, όταν κάποιοι από εμάς γράφαμε και υποστηρίζαμε ότι το Ισραήλ παραμένει «ο ξεχασμένος μας γείτονας», με τον οποίο όμως θα πρέπει να «επανασυνδεθούμε». Να δημιουργήσουμε εκείνες τις σχέσεις που θα μας επιτρέπουν το από κοινού όφελος, σε έναν μακρύ κατάλογο τομέων στους οποίους μπορούμε να συνεργαστούμε και να δημιουργήσουμε ένα κοινό ωφέλιμο περιβάλλον, στο οποίο θα ευδοκιμήσουν οι σχέσεις όχι μόνο σε επίπεδο κρατών, αλλά κυρίως σε επίπεδο ιδιωτών και επιχειρηματιών.
Σήμερα, διανύουμε μια εποχή όπου ο καθένας προβληματίζεται και ανησυχεί για το ταραχώδες, εμπρηστικό και εμπόλεμο κλίμα στην περιοχή μας. Είτε στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, είτε εντός της Συρίας, είτε λόγω Ισλαμικού Κράτους, είτε λόγω της διαμάχης σουνιτών και σιιτών, είτε ακόμη λόγω των έστω παλαιότερων αιματηρών και βίαιων συγκρούσεων εξ αφορμής της «Αραβικής Άνοιξης».
Την ίδια ώρα όμως, και κατ’ αντίθεση με το τι εθεωρείτο στις προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα ουδείς θεωρεί ότι το Ισραήλ αποτελεί «το πρόβλημα» που δημιουργεί την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Τουναντίον, μέσα σε αυτό το νεφελώδες και ομιχλώδες περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου, εάν κάποιος θα μπορούσε να ξεχωρίσει δυο χώρες, αυτές είναι η Κύπρος και το Ισραήλ. Οι οποίες είναι χώρες με δημοκρατικό πολίτευμα, με σταθερό πολιτικό περιβάλλον και με αμοιβαίο ενδιαφέρον για ασφάλεια και ισορροπία στην περιοχή.
Οι προσπάθειες που καταβάλλονται τόσο από πλευράς του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και από τον Πρόεδρο και πρωθυπουργό του Ισραήλ για σύσφιγξη των σχέσεων των δυο χωρών είναι αξιοσημείωτες, κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται και από τον καθορισμό της σημαντικής τριμερούς συνάντησης που επίκειται.
Μέσα λοιπόν από τη σοφή οδό της καλής γειτονίας και την ενδυνάμωση των σχέσεων Κύπρου και Ισραήλ, χωρίς αυτό να αποδυναμώνει ή να αλλοιώνει τις διαχρονικές θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ως προς την επίλυση του Παλαιστινιακού, θα πρέπει να βαδίσουμε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Με τόλμη.
Διότι, οι προοπτικές συνεργασίας μεταξύ των δυο χωρών δεν βρίσκονται μόνο στα θέματα ενέργειας, αλλά και σε θέματα ασφάλειας, υγείας, τουρισμού, καθώς και στους τομείς έρευνας, καινοτομίας, τεχνολογίας και γεωργίας, όπου οι Ισραηλινοί γείτονες υπερέχουν. Οι καλές σχέσεις και η ενδυνάμωσή τους είναι αυτές που δημιουργούν τις προοπτικές για επενδύσεις, όπως για παράδειγμα έγινε με τη συμμετοχή στην ενέργεια, στις αφαλατώσεις και το ενδιαφέρον που επιδεικνύεται για το τεχνολογικό πάρκο.
Όπως και προ ετών -όταν ακόμη η εικόνα της κοινής γνώμης για το Ισραήλ ήταν «γκρίζα»- υποστήριζα την εμβάθυνση των σχέσεων Κύπρου – Ισραήλ, έτσι και τώρα θεωρώ και πιστεύω πως επιβάλλεται η περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών μας. Μόνο να κερδίσουμε και μόνο οφέλη μπορεί να έχουμε από μια παράλληλη πορεία με τους γείτονες Ισραηλινούς. Οι προοπτικές συνεργασίας και συνέργειας που διανοίγονται είναι και αξιόλογες και σημαντικές. Και πρέπει να τις αξιοποιήσουμε…