Η Τουρκία έχει το εξής προνόμιο: να
μπορεί να αποκτά πολιτικές συμμαχίες, αλλά να δυσκολεύεται στην ανεύρεση
επενδυτών. Το ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός έχει κατορθώσει να προσεγγίσει
εκ νέου τους Ευρωπαίους πολιτικούς έχει να κάνει μάλλον με τις συνθήκες
που έχουν δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα. Η Ευρωπαϊκή Ενωση
χρειάζεται την Αγκυρα και τη βοήθειά της να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη
μεταναστευτική κρίση μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου. Με
αυτά τα δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δηλώσει ότι θα συγκροτήσει
ταμείο έως 3 δισ. ευρώ για να συνδράμει την Τουρκία στη διαχείριση των
ροών των προσφύγων από τη Συρία, ενώ ενεργοποιείται εκ νέου το αίτημα
της χώρας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Παρά ταύτα, η επενδυτική κοινότητα αντιδρά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα έχει υιοθετήσει μια υγιή δόση σκεπτικισμού απέναντι στο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την κυβέρνησή του. Αλλωστε, ο λόγος είναι προφανής. Η πιο πρόσφατη κατάρρευση στις τιμές των τουρκικών ακινήτων σημειώθηκε αμέσως μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από τις τουρκικές δυνάμεις, προξενώντας μία σοβαρή επιδείνωση στις σχέσεις Μόσχας και Αγκυρας.
Ωστόσο, οι δυσμενείς επιπτώσεις έχουν ξεκινήσει ήδη με την τουρκική λίρα να έχει υποχωρήσει κατά 6% ως προς το δολάριο από τις 2 Νοεμβρίου και μέχρι σήμερα. Η συγκεκριμένη μέρα ήταν η επομένη των εθνικών εκλογών, οι οποίες επανέφεραν στην εξουσία τη μονοκομματική κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης το ένα δέκατο της αξίας του δείκτη έχει χαθεί από την προαναφερθείσα ημέρα και μέχρι σήμερα. Το μετεκλογικό επενδυτικό ενδιαφέρον, το οποίο εκδηλώθηκε αρχικά και συνοδεύτηκε από ανακούφιση, αποδείχθηκε βραχύβιο. Στη θέση του διατυπώθηκαν ανησυχίες για το πόσο μεγάλη θα είναι η επιρροή, την οποία θα ασκεί ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στην κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, η οποία, εντούτοις, δεν παύει να θεωρείται ανεξάρτητη.
Στο παρελθόν ο κ. Ερντογάν είχε εξακοντίσει τα βέλη του εναντίον των υψηλών επιτοκίων, παρομοιάζοντάς τα με προδοσία. Με τις δηλώσεις του αυτές υποχρέωσε τους επενδυτές να τελούν σε ετοιμότητα, όταν ανακοίνωσε στις 19 Νοεμβρίου μείωση των επιτοκίων με στόχο την τόνωση της οικονομίας και στη συνέχεια το έπραξε.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου έχει αποδυθεί σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τους ανήσυχους επενδυτές. Εξ ου και διακήρυξε στις 26 Νοεμβρίου πως δεν υπάρχει πρόθεση εκ μέρους των επισήμων αρχών να περιστείλουν το καθεστώς αυτονομίας της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας. Συν τοις άλλοις, ένας πρώην υπουργός Οικονομικών, ο οποίος χαίρει σεβασμού και αποδοχής, ο Μεχμέτ Σιμσέκ, τοποθετήθηκε στη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης αρμόδιου για την οικονομία. Παρόλ’ αυτά, ακόμα παραμένει πολύ ασαφές πόση ελευθερία κινήσεων θα δώσει ο Ταγίπ Ερντογάν στην κυβέρνηση όσον αφορά το πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των μεταρρυθμίσεων. Ειδικά, εάν σκεφθεί κανείς ότι ασκεί πιέσεις, αποσκοπώντας να ψηφιστούν τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, οι οποίες θα δώσουν δυνατότητα στον θεσμό της προεδρίας και τον ίδιο να ενισχύσει περαιτέρω την επιρροή του.
Τέλος, αναφέρεται ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει κατά κάποιον τρόπο συρρικνωθεί, αλλά η Παγκόσμια Τράπεζα αναγνωρίζει ότι δεν είναι πιθανό αυτό να μειωθεί κάτω του 5,5% του ΑΕΠ χωρίς σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χώρες, οι οποίες εμφανίζουν ελλείμματα τέτοιου ύψους φαίνεται πως χρειάζονται ισχυρές φιλίες και διασυνδέσεις όχι μόνο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Παρά ταύτα, η επενδυτική κοινότητα αντιδρά με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα έχει υιοθετήσει μια υγιή δόση σκεπτικισμού απέναντι στο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και την κυβέρνησή του. Αλλωστε, ο λόγος είναι προφανής. Η πιο πρόσφατη κατάρρευση στις τιμές των τουρκικών ακινήτων σημειώθηκε αμέσως μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους από τις τουρκικές δυνάμεις, προξενώντας μία σοβαρή επιδείνωση στις σχέσεις Μόσχας και Αγκυρας.
Ωστόσο, οι δυσμενείς επιπτώσεις έχουν ξεκινήσει ήδη με την τουρκική λίρα να έχει υποχωρήσει κατά 6% ως προς το δολάριο από τις 2 Νοεμβρίου και μέχρι σήμερα. Η συγκεκριμένη μέρα ήταν η επομένη των εθνικών εκλογών, οι οποίες επανέφεραν στην εξουσία τη μονοκομματική κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στο χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης το ένα δέκατο της αξίας του δείκτη έχει χαθεί από την προαναφερθείσα ημέρα και μέχρι σήμερα. Το μετεκλογικό επενδυτικό ενδιαφέρον, το οποίο εκδηλώθηκε αρχικά και συνοδεύτηκε από ανακούφιση, αποδείχθηκε βραχύβιο. Στη θέση του διατυπώθηκαν ανησυχίες για το πόσο μεγάλη θα είναι η επιρροή, την οποία θα ασκεί ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν στην κυβέρνηση ή την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, η οποία, εντούτοις, δεν παύει να θεωρείται ανεξάρτητη.
Στο παρελθόν ο κ. Ερντογάν είχε εξακοντίσει τα βέλη του εναντίον των υψηλών επιτοκίων, παρομοιάζοντάς τα με προδοσία. Με τις δηλώσεις του αυτές υποχρέωσε τους επενδυτές να τελούν σε ετοιμότητα, όταν ανακοίνωσε στις 19 Νοεμβρίου μείωση των επιτοκίων με στόχο την τόνωση της οικονομίας και στη συνέχεια το έπραξε.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου έχει αποδυθεί σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τους ανήσυχους επενδυτές. Εξ ου και διακήρυξε στις 26 Νοεμβρίου πως δεν υπάρχει πρόθεση εκ μέρους των επισήμων αρχών να περιστείλουν το καθεστώς αυτονομίας της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας. Συν τοις άλλοις, ένας πρώην υπουργός Οικονομικών, ο οποίος χαίρει σεβασμού και αποδοχής, ο Μεχμέτ Σιμσέκ, τοποθετήθηκε στη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης αρμόδιου για την οικονομία. Παρόλ’ αυτά, ακόμα παραμένει πολύ ασαφές πόση ελευθερία κινήσεων θα δώσει ο Ταγίπ Ερντογάν στην κυβέρνηση όσον αφορά το πεδίο της οικονομικής πολιτικής και των μεταρρυθμίσεων. Ειδικά, εάν σκεφθεί κανείς ότι ασκεί πιέσεις, αποσκοπώντας να ψηφιστούν τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, οι οποίες θα δώσουν δυνατότητα στον θεσμό της προεδρίας και τον ίδιο να ενισχύσει περαιτέρω την επιρροή του.
Τέλος, αναφέρεται ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει κατά κάποιον τρόπο συρρικνωθεί, αλλά η Παγκόσμια Τράπεζα αναγνωρίζει ότι δεν είναι πιθανό αυτό να μειωθεί κάτω του 5,5% του ΑΕΠ χωρίς σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χώρες, οι οποίες εμφανίζουν ελλείμματα τέτοιου ύψους φαίνεται πως χρειάζονται ισχυρές φιλίες και διασυνδέσεις όχι μόνο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές αλλά και στη διεθνή πολιτική σκηνή.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ