Του Γεωργίου Κ. Φίλη Ph.D. -Οι εξελίξεις στην Συρία, η κλιμάκωση της
έντασης, η εμπλοκή της Ρωσίας και κυρίως η αναμενόμενη αναβάθμιση της
δυτικής παρουσίας στα τεκταινόμενα, μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα των
Παρισίων, για ακόμα μία φορά φέρνουν στο προσκήνιο την ιδέα της
δημιουργίας μίας «ζώνης ελεύθερης από το Ισλαμικό Κράτος» στα βόρεια
σύνορα της Συρίας. Η συγκεκριμένη εξέλιξη συνεπάγεται την άμεση χερσαία
εμπλοκή της Τουρκία στη σύγκρουση κάτι που αλλάζει για ακόμα μία φορά
τους όρους του παιχνιδιού αλλά και τις ισορροπίες επί του εδάφους. Πώς
δικαιολογείται μία τέτοια ενέργεια και τι κινδύνους ελλοχεύει για την
ίδια την Τουρκία αλλά και την περιοχή;
Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών της
Τουρκίας, Φεριντούν Σινιρλίογλου, η Άγκυρα και η Ουάσιγκτον έχουν
συμφωνήσει στη δημιουργία μίας περιοχής «ελεύθερης από το Ισλαμικό
Κράτος». Σε συνέντευξή του στο CNN Turk στις 11 Αυγούστου του 2015 ο Φ.
Σινιρλίογλου ήταν πολύ κατατοπιστικός για το θέμα αφού ανέφερε πως το
μήκος της ζώνης ασφαλείας θα είναι περί τα 98 χιλιόμετρα ενώ το βάθος
του συγκεκριμένου διαδρόμου θα αγγίξει τα 45 χιλιόμετρα. Σύμφωνα με τον
αρχικό σχεδιασμό, η περιοχή αυτή θα ελέγχεται υποτίθεται από τις
δυνάμεις του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, δηλαδή της μη εξτρεμιστικής
αντιπολίτευσης.
Η ακριβής φύση της συγκεκριμένης
περιοχής δεν είναι προσδιορισμένη επακριβώς, το εάν θα λειτουργεί δηλαδή
ως «ζώνη ασφαλείας» ή ως «ουδέτερη ζώνη». Το σίγουρο είναι πως αρχικά
το σχέδιο μιλάει για τον έλεγχο του εδάφους από τις αντιπολιτευόμενες
στον Άσαντ δυνάμεις ενώ σε περίπτωση που θα απαιτηθεί αεροπορική
υποστήριξη τον ρόλο αυτόν θα τον αναλάβει η Τουρκία και οι ΗΠΑ. Σύμφωνα
δε με τους υπολογισμούς, η περιοχή αυτή θα μπορεί να φιλοξενήσει περί το
1,5 με 2 εκατομμύρια πρόσφυγες, οι οποίοι έχουν φύγει ή έχουν
εκτοπιστεί από τις περιοχές τους.
Όλα αυτά υποτίθεται πως ήταν συμφωνημένα
μεταξύ της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον μέσα στο καλοκαίρι του 2015, κάτι
το οποίο οι ΗΠΑ δεν το παραδέχθηκαν ποτέ επισήμως, οι Τούρκοι όμως ήταν
λαλίστατοι για το θέμα. Η αντίδραση της Ρωσίας και άλλων δυνάμεων στην
προοπτική μίας τουρκικής εισβολής στην Συρία – πως αλλιώς θα μπορούσε
τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο να δημιουργηθεί, να σταθεροποιηθεί και να
εξασφαλιστεί μία τέτοιου μεγέθους περιοχή- ήταν σφοδρή με αποτέλεσμα η
Τουρκία να χαμηλώσει τους τόνους στο θέμα.
Οι επόμενοι όμως μήνες υπήρξαν
καταιγιστικοί. Στις αρχές του φθινοπώρου έχουμε την άμεση στρατιωτική
εμπλοκή της Ρωσίας στην περιοχή, την εξαπόλυση από μέρους της Άγκυρας
εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων τους οποίους στέλνει κατά χιλιάδες την
ημέρα στο Αιγαίο και στην Ευρώπη, ενώ πριν λίγες ημέρες τα τραγικά
γεγονότα στο Παρίσι δημιούργησαν νέα δεδομένα. Η συνάντηση των G-20 στην
Αττάλεια συνέπεσε με τις τραγικές εξελίξεις στην Γαλλία και την
κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Συρία με τους συμμετέχοντες, τουλάχιστον
σε επίπεδο ρητορικής, να μιλάνε για την έναρξη μίας οικουμενικής στην
ουσία επιχείρησης κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Φυσικά, όπως μπορεί να γίνει κατανοητό,
οι πολιτικώς ορθές διακηρύξεις μπροστά στις κάμερες μετά από ένα τέτοιου
επιπέδου συμβάν από τις πρακτικές κινήσεις επί του πεδίου, απέχουν, όσο
και η απόσταση που χωρίζει την Ρωσία και τους συμμάχους της από την
Δύση αναφορικά με το μέλλον και τον ρόλο του Άσαντ στην μεταπολεμική
Συρία. Δυστυχώς, η στιγμή της ανακωχής αργεί να έρθει, ανεξαρτήτως του
τι ακριβώς υποστηρίζουν δημοσίως οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση .
Για την ώρα είναι σαφές πως η Ρωσία έχει
λάβει κάποια έστω και σιωπηρή συμφωνία να εντείνει τις πολεμικές
προσπάθειές της, η Γαλλία έχει ξεκινήσει τις αεροπορικές της
επιχειρήσεις με μεγάλη ένταση ενώ είναι προφανές πως η συνεργασία με την
Μόσχα θα γίνει και εμφανής, ενώ η Ουάσιγκτον ενισχύει την βοήθεια της
προς το Κουρδικό στοιχείο και αυξάνει και η ίδια την στρατιωτική της
εμπλοκή στη Συρία, κάτι το οποίο αναμένεται να κάνουν και οι χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης με διαφόρους τρόπους.
Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στην στάση
της Τουρκίας η οποία φαίνεται να θέτει ξανά στην ατζέντα την υπόθεση
της δημιουργίας μίας ζώνης ελέγχου στα σύνορά της με την Συρία. «Σήμερα
όλοι λένε ‘όχι’ για τη ‘ζώνη ασφαλείας’ αλλά αύριο θα το αποδεχτούν όλοι
επειδή τα χρήματα που ξοδεύουν πάνε χαμένα», ανέφερε σε συνέντευξή του ο
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπονοώντας πως η Δύση ξοδεύει χρήματα για το
μεταναστευτικό χωρίς αντίκρισμα, ενώ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών
ανέφερε πως οι ΗΠΑ και η Τουρκία τις «επόμενες ημέρες» θα επιχειρήσουν
με τέτοιον τρόπο ώστε να καθαρίσουν τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους
που βρίσκονται στα σύνορα με την Τουρκία.
Ο Φ. Σινιρλίογλου ήταν σαφής: «Εδώ και
καιρό συνεχίζονται οι αεροπορικές επιχειρήσεις στην περιοχή με τη
συνεργασία των ΗΠΑ. Έχουμε κάποια σχέδια για να βάλουμε τέλος στον
έλεγχο που ασκεί το Ισλαμικό Κράτος στην περιοχή αυτή στα σύνορά μας.
Όταν τα σχέδια αυτά είναι έτοιμα, οι επιχειρήσεις μας θα συνεχιστούν με
ολοένα και μεγαλύτερη ένταση», και υπογράμμισε με έμφαση πως «θα το
δείτε τις επόμενες ημέρες». Από την πλευρά του ο υπουργός Εξωτερικών των
ΗΠΑ, Τζον Κέρι, σε συνέντευξή του στο CNN εξέπεμψε στο ίδιο μήκος
κύματος, τα σύνορα της Συρίας στον βορά «έχουν κλείσει σε ποσοστό 75%.
Και ξεκινάμε μια επιχείρηση με τους Τούρκους για να κλείσουμε τα
εναπομείναντα 98 χιλιόμετρα».
Είναι προφανές πως μετά από όλα αυτά
επίκειται κάποιου είδους και σημαντικής κλίμακας τουρκική χερσαία
επιχείρηση στο έδαφος της Συρίας. Η πιθανότητα μίας τέτοιας εξέλιξης
είναι μεγαλύτερη σε σχέση με την προ ολίγων μηνών εξαγγελία της
συγκεκριμένης πρόθεσης. Οι λόγοι είναι οι εξής:
Πρώτον, η κύρια χώρα που αντιδρούσε στο
παρελθόν ήταν η Ρωσία, της οποίας η εμπλοκή έλαβε χώρα ως έναν βαθμό και
ως απάντηση/προειδοποίηση στους σχεδιασμούς των Τούρκων και των Δυτικών
προς την κατεύθυνση μίας χερσαίας εισβολής. Όμως τα γεγονότα στο Παρίσι
και η ανάγκη της Μόσχας να βρει κοινό έδαφος με τους δυτικούς, δηλαδή
να μην εκτραχύνει την κατάσταση μεταξύ τους, ίσως να την οδηγήσει σε
κάποιου είδους «ανταλλαγή» και «διαπραγμάτευση» ώστε να μην αντιδράσει
αρνητικά σε μία «ελεγχόμενη» -το τονίζουμε το «ελεγχόμενη»- κίνηση από
την πλευρά της Τουρκίας.
Δεύτερον, η Δύση πρέπει να δείξει πως
κινείται αποφασιστικά εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και πως τουλάχιστον
σε εδαφικό επίπεδο του προξενούν καίρια πλήγματα. Η εμπλοκή της
Τουρκίας θα μπορούσε να λύσει εν μέρει το πρόβλημα για το ποιος θα
συμβάλλει με χερσαίες δυνάμεις και το ποιος θα συνεισφέρει στην «βρόμικη
δουλειά» της εκκαθάρισης του εδάφους, κάτι στο οποίο είναι σαφές πως
ούτε η ίδια η Γαλλία δεν θα ήθελε να εμπλακεί άμεσα με δικά της τακτικά
στρατεύματα, πέραν των ειδικών δυνάμεων και των αεροναυτικών
επιχειρήσεων.
Τρίτον, η κύρια δικαιολογία για την
εισβολή στην Συρία που θα χρησιμοποιηθεί προς την δυτική κοινή γνώμη,
και οι πολιτικές ηγεσίες θα χρησιμοποιήσουν για να υποστηρίξουν την
ενέργεια αυτή, θα είναι ο έλεγχος της ροής των ανθρώπινων κυμάτων προς
την Ευρώπη, κάτι το οποίο η Τουρκία θα αναγκαστεί να ανακόψει –
τουλάχιστον ως έναν βαθμό, εάν θα θέλει να πετύχει τον στόχο της ο
οποίος είναι η δημιουργία αυτής της ζώνης ελέγχου. Δυστυχώς, το
ανθρώπινο δράμα αποτελεί για την Άγκυρα διαπραγματευτικό χαρτί για τις
επιδιώξεις της στην Συρία.
Τέταρτον, οι ΗΠΑ και οι σουνίτες
σύμμαχοι τους θα προσπαθήσουν μέσω αυτών των κινήσεων να «αναβαπτίσουν»
τους «μη εξτρεμιστές» αντικαθεστωτικούς και να τους παρουσιάσουν στην
κοινή γνώμη ως μία πραγματική εναλλακτική για το καθεστώς Άσαντ.
Πέμπτον, η Τουρκία επιτυγχάνει σε πρώτη
φάση τον στόχο της, ο οποίος δεν είναι άλλος από το να ελέγξει έδαφος
μίας πρώην «οθωμανικής επαρχίας», να υποστηρίξει τους συμμάχους σουνίτες
στην περιοχή όπου φυσικά θα είναι σε θέση να τους παράσχει μία «βάση»
για την ανασυγκρότηση τους και τον ανεφοδιασμό τους, ενώ ταυτοχρόνως θα
παίζει το χαρτί της «επίλυσης» του μεταναστευτικού προβλήματος της
Ευρώπης προσβλέποντας βέβαια σε ανταλλάγματα από τις Βρυξέλλες. Από την
πλευρά του Ο Ρ. Τ. Ερντογάν και το καθεστώς του θα αποδείξει τη
χρησιμότητά του στους δυτικούς συμμάχους, κάτι το οποίο αμφισβητείται
έντονα στην Δύση ειδικά μετά την πολιτική που έχει ακολουθήσει στο
εσωτερικό της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια αλλά και στο εξωτερικό με το
Ισλαμικό Κράτος.
Το κυριότερο δε πλεονέκτημα που θα
αποκτήσει η Τουρκία αφορά τους Κούρδους της Συρίας, αφού η ζώνη αυτή
προβλέπεται να παρεμβάλλεται μεταξύ του κεντρικού καντονιού του Κομπάνι
και του δυτικού και μεγαλύτερου εκ’ των τριών, του Εφρίν. Είναι σαφές
πως μία τέτοια κίνηση στην ουσία θα κόψει στα δύο τις περιοχές των
Κούρδων, δεν θα τους επιτρέψει να προχωρήσουν στην ενοποίηση των
περιοχών τους, καθώς και θα απομονώσει το δυτικό και το πλέον επικίνδυνο
για τα στρατηγικά συμφέροντα της Άγκυρας καντόνι, αφού είναι αυτό που
βρίσκεται πλησίον της Ανατολικής Μεσογείου. Ταυτοχρόνως, τα καντόνια των
Κούρδων σε επίπεδο αμυντικής επάρκειας και ασφάλειας θα αντιμετωπίσουν
σοβαρά θέματα στρατηγικής υφής αφού μεταξύ αυτών θα παρεμβάλλονται
«αντικαθεστωτικοί» (εξτρεμιστές ή μη) οι οποίοι θα ελέγχονται κατά έναν
μεγάλο βαθμό από την Τουρκία και φυσικά θα λειτουργούν ως αντιπρόσωποί
της στην περιοχή.
Είναι προφανές πως υπό τις
διαμορφούμενες συνθήκες μία τέτοια εξέλιξη κινείται προς την κατεύθυνση
των συμφερόντων της Άγκυρας υπό πολλές όμως παραδοχές.
Πρώτον, η Ρωσία θα συναινέσει σε κάτι
τέτοιο και η Άγκυρα δεν θα τεθεί αυτομάτως σε εχθρικό στρατόπεδο για τη
Μόσχα. Δεύτερον, το καθεστώς Άσαντ δεν θα αντιδράσει βίαια προς την
Τουρκία, διότι κάτι τέτοιο θα την εμπλέξει άμεσα σε πόλεμο συμβατικής
μορφής με την Συρία και τους συμμάχους της, τους Σιιίτες,
συμπεριλαμβανομένου και του Ιράν. Τρίτον, οι Κούρδοι θα αποδεχτούν ένα
καθεστώς απομόνωσης και ομηρίας από την Τουρκία και τους σουνίτες
συμμάχους της.
Τέλος, ακόμα και τίποτα από τα παραπάνω
να μη συμβεί, η Άγκυρα θα πρέπει να προχωρήσει στη συγκεκριμένη κίνηση
με «αυτοσυγκράτηση» και «ταπεινότητα» διότι εάν αρχίσει απροκάλυπτα να
λειτουργεί τη ζώνη αυτή ως βάση λογιστικής υποστήριξης των εξτρεμιστών,
τους οποίους θα στέλνει να χτυπήσουν τους Κούρδους ή τους καθεστωτικούς
του Άσαντ, ή εάν θα προσχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση με
«τυμπανοκρουσίες», ρητορική και πρακτικές «οθωμανικού μεγαλείου», τότε
είναι σίγουρο πως θα έχει ανοίξει την θύρα του «τρελοκομείου» θα έχει
εισέλθει μέσα και δεν θα υπάρχει κανένας ο οποίος θα την βοηθήσει να
βγει αλώβητη από εκεί αφού οι περιφερειακές αντι-συσπειρώσεις που θα
δημιουργήσει θα είναι καταλυτικές για την πολιτική και την ασφάλειά της.
Ας μην ξεχνάμε πως η Δύση σε καμία
περίπτωση δεν έχει δώσει σημάδια -τουλάχιστον για την ώρα- πως θα
εμπλακεί άμεσα στην σύγκρουση. Έτσι, ο κίνδυνος για την Τουρκία να
βρεθεί ξαφνικά απέναντι στους Σιίτες, το Ισλαμικό Κράτος, τους Σύρους,
τους Ιρανούς, τους Κούρδους και τους Ρώσους, πάντα ελλοχεύει.
*Ο κ. Γεώργιος Φίλης είναι
διδάκτωρ Γεωπολιτικής (Durham University, UK), Επισκέπτης καθηγητής
Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο τμήμα Διεθνών Επιχειρήσεων του DEREE – The
American College of Greece και μέλος του Institute of Diplomacy &
Global Affairs (DEREE) καθώς και του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας
& Άμυνας (georgios.filis@hotmail.com)