Μετά το 1974 το Κυπριακό προσδιορίζεται
από κάποιες σταθερές. Για την Τουρκία το Κυπριακό είναι πρωτίστως θέμα
στρατηγικής ασφάλειας. Ηδη από τη διάσκεψη του Λονδίνου, το 1955, οι
Τούρκοι είχαν εκφράσει τον φόβο τους ότι η Ελλάδα διά της ενώσεως με την
Κύπρο επεδίωκε να τους περικυκλώσει. Η παρουσία των Τουρκοκυπρίων
νομιμοποίησε την ενασχόληση της Τουρκίας με την Κύπρο. Τα συμφέροντά
της, όμως (όπως γίνονται αντιληπτά διαχρονικά από τις διαφορετικές
ηγεσίες της χώρας) είναι ανεξάρτητα από αυτά των Τουρκοκυπρίων. Η
Τουρκία δεν πρόκειται να επιτρέψει στους Τουρκοκυπρίους να πάρουν μόνοι
τους αποφάσεις για το μέλλον τους.
Με την εισβολή και κατοχή η Τουρκία θεώρησε ότι πρακτικώς έλυσε το Κυπριακό. Από πλευράς ηθικής και δικαίου, βεβαίως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την κατοχή που (υποτίθεται ότι) εκφράζεται με την ενόχληση της διεθνούς κοινότητας. Η Τουρκία, όμως, έχει αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρεται για τις διεθνείς αντιδράσεις, όταν κρίνει ότι διακυβεύονται στρατηγικά της συμφέροντα.
Επιπλέον, οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούν την κατάσταση στην Κύπρο προβλέψιμη και χωρίς εκπλήξεις για την ασφάλεια των συμφερόντων τους. Μπορεί να ακούγεται κυνικό και δυσάρεστο, αλλά στην αντίληψη των μεγάλων δυνάμεων η τουρκική εισβολή του 1974 πάγωσε μια διαμάχη (που είχε ανησυχήσει συχνά την περίοδο 1963-74) και οδήγησε την περιοχή σε σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, Κύπρος και Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες που ενοχλούνται από τη διαιώνιση της καταστάσεως.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Τουρκία δεν επεδίωξε να ενσωματώσει και επισήμως τα Κατεχόμενα στο έδαφός της. Ο λόγος είναι ότι τυχόν ενσωμάτωση θα οδηγούσε τους Ελληνοκυπρίους να επανεξετάσουν την ένωση με την Ελλάδα. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Τουρκία θα διέτρεχε τον κίνδυνο να δει ελληνικό στρατό στην Κύπρο σε απόσταση αναπνοής από τα νότια παράλιά της. Αυτό το ενδεχόμενο θα αναιρούσε την πολιτική της εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις διά των Τουρκοκυπρίων. Με τις διαπραγματεύσεις αφήνει να εννοηθεί ότι ίσως κάποια στιγμή βρεθεί λύση. Ο βασικότερος λόγος, όμως, για τις διαπραγματεύσεις είναι ότι τα Κατεχόμενα αποτελούν μαύρη τρύπα στον χάρτη. Δεν αναγνωρίζονται από κανέναν, δεν μπορούν να έχουν απευθείας επικοινωνία με το εξωτερικό, γενικώς είναι σαν να μην υπάρχουν. Μέσα από τις διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε συμφωνία ειρήνης η Τουρκία αναζητεί να δώσει διεθνή υπόσταση στα Κατεχόμενα.
Ετσι φτάνουμε στην επόμενη σταθερή, που είναι η διεθνής αναγνώριση της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή της υπόσταση. Αντιστοίχως το ισχυρό χαρτί της τουρκικής πλευράς είναι τα εδάφη που κατέχει. Μπορεί η κατοχή να είναι παράνομη, αλλά εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν για την τελική λύση, θεραπεύονται εκ των υστέρων οι παρανομίες. Επομένως, η διαπραγμάτευση είναι «αναγνώριση έναντι εδάφους». Γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο σημαντικό η διεθνής υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας να δοθεί μόνον εάν έχει εξασφαλισθεί 100% η επιστροφή εδαφών.
Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά δεν έχει άλλα πλεονεκτήματα. Μόνο η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. απείλησε να διαταράξει την ανισορροπία του 1974. Εξουδετερώθηκε, όμως, από τη μεθόδευση του Σχεδίου Ανάν.
Τα νέα δεδομένα, που έδειξαν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο διαπραγματευτικό ισοζύγιο υπέρ της ελληνικής πλευράς, ξεκίνησαν με την ανεύρεση ενεργειακών πηγών στην Ανατολική Μεσόγειο το 2011. Οι κακές σχέσεις της Τουρκίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ την ίδια περίοδο έθεσαν τις βάσεις για μια στρατηγική συμμαχία με Κύπρο και Ελλάδα. Τα κυπριακά ενεργειακά αποθέματα, όμως, είναι ακόμη λίγα για να γείρουν την πλάστιγγα. Χρειάζεται οπωσδήποτε να συνεχισθούν οι έρευνες. Επιπλέον, η στρατηγική συμμαχία των τεσσάρων χωρών έχει δρόμο πολύ μπροστά της.
Εδώ εμπλέκονται οι ΗΠΑ. Μπορεί να είναι αδιάφορες ως προς το Κυπριακό αυτό καθ’εαυτό. Ενδιαφέρονται, όμως για την Κύπρο ως τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού ασφαλείας, που περιλαμβάνει την επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ. Επιπλέον, η Τουρκία φαίνεται ότι βρήκε σημείο συνεννοήσεως με τις ΗΠΑ ως προς την οργάνωση Ισλαμικό Χαλιφάτο. Αυτό την ενισχύει. Εδώ υπενθυμίζεται ότι η ευνοϊκή στάση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας με το Σχέδιο Ανάν, το 2004, ήταν το αντάλλαγμα που της δόθηκε για την αναβάθμιση του ρόλου των Κούρδων στο Ιράκ.
Αντιθέτως, η Ελλάδα βρίσκεται διεθνώς στο χειρότερο σημείο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό σημαίνει ότι ο ισχυρότερος σύμμαχος της Κύπρου είναι εξουδετερωμένος.
Ολα αυτά δείχνουν ότι, όσο και να προσπαθούμε, η πρόταση λύσεως του Κυπριακού, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ετοιμάζεται με ταχύτητα, θα αντανακλά το εξαιρετικά αρνητικό εις βάρος του ελληνισμού ισοζύγιο ισχύος.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Με την εισβολή και κατοχή η Τουρκία θεώρησε ότι πρακτικώς έλυσε το Κυπριακό. Από πλευράς ηθικής και δικαίου, βεβαίως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με την κατοχή που (υποτίθεται ότι) εκφράζεται με την ενόχληση της διεθνούς κοινότητας. Η Τουρκία, όμως, έχει αποδείξει ότι δεν ενδιαφέρεται για τις διεθνείς αντιδράσεις, όταν κρίνει ότι διακυβεύονται στρατηγικά της συμφέροντα.
Επιπλέον, οι μεγάλες δυνάμεις θεωρούν την κατάσταση στην Κύπρο προβλέψιμη και χωρίς εκπλήξεις για την ασφάλεια των συμφερόντων τους. Μπορεί να ακούγεται κυνικό και δυσάρεστο, αλλά στην αντίληψη των μεγάλων δυνάμεων η τουρκική εισβολή του 1974 πάγωσε μια διαμάχη (που είχε ανησυχήσει συχνά την περίοδο 1963-74) και οδήγησε την περιοχή σε σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, Κύπρος και Ελλάδα είναι οι μόνες χώρες που ενοχλούνται από τη διαιώνιση της καταστάσεως.
Είναι ενδιαφέρον ότι η Τουρκία δεν επεδίωξε να ενσωματώσει και επισήμως τα Κατεχόμενα στο έδαφός της. Ο λόγος είναι ότι τυχόν ενσωμάτωση θα οδηγούσε τους Ελληνοκυπρίους να επανεξετάσουν την ένωση με την Ελλάδα. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Τουρκία θα διέτρεχε τον κίνδυνο να δει ελληνικό στρατό στην Κύπρο σε απόσταση αναπνοής από τα νότια παράλιά της. Αυτό το ενδεχόμενο θα αναιρούσε την πολιτική της εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις διά των Τουρκοκυπρίων. Με τις διαπραγματεύσεις αφήνει να εννοηθεί ότι ίσως κάποια στιγμή βρεθεί λύση. Ο βασικότερος λόγος, όμως, για τις διαπραγματεύσεις είναι ότι τα Κατεχόμενα αποτελούν μαύρη τρύπα στον χάρτη. Δεν αναγνωρίζονται από κανέναν, δεν μπορούν να έχουν απευθείας επικοινωνία με το εξωτερικό, γενικώς είναι σαν να μην υπάρχουν. Μέσα από τις διαπραγματεύσεις που θα οδηγήσουν σε συμφωνία ειρήνης η Τουρκία αναζητεί να δώσει διεθνή υπόσταση στα Κατεχόμενα.
Ετσι φτάνουμε στην επόμενη σταθερή, που είναι η διεθνής αναγνώριση της κυβερνήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται τη διεθνή της υπόσταση. Αντιστοίχως το ισχυρό χαρτί της τουρκικής πλευράς είναι τα εδάφη που κατέχει. Μπορεί η κατοχή να είναι παράνομη, αλλά εφόσον τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν για την τελική λύση, θεραπεύονται εκ των υστέρων οι παρανομίες. Επομένως, η διαπραγμάτευση είναι «αναγνώριση έναντι εδάφους». Γι’ αυτόν το λόγο είναι τόσο σημαντικό η διεθνής υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας να δοθεί μόνον εάν έχει εξασφαλισθεί 100% η επιστροφή εδαφών.
Δυστυχώς, η ελληνική πλευρά δεν έχει άλλα πλεονεκτήματα. Μόνο η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. απείλησε να διαταράξει την ανισορροπία του 1974. Εξουδετερώθηκε, όμως, από τη μεθόδευση του Σχεδίου Ανάν.
Τα νέα δεδομένα, που έδειξαν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στο διαπραγματευτικό ισοζύγιο υπέρ της ελληνικής πλευράς, ξεκίνησαν με την ανεύρεση ενεργειακών πηγών στην Ανατολική Μεσόγειο το 2011. Οι κακές σχέσεις της Τουρκίας με την Αίγυπτο και το Ισραήλ την ίδια περίοδο έθεσαν τις βάσεις για μια στρατηγική συμμαχία με Κύπρο και Ελλάδα. Τα κυπριακά ενεργειακά αποθέματα, όμως, είναι ακόμη λίγα για να γείρουν την πλάστιγγα. Χρειάζεται οπωσδήποτε να συνεχισθούν οι έρευνες. Επιπλέον, η στρατηγική συμμαχία των τεσσάρων χωρών έχει δρόμο πολύ μπροστά της.
Εδώ εμπλέκονται οι ΗΠΑ. Μπορεί να είναι αδιάφορες ως προς το Κυπριακό αυτό καθ’εαυτό. Ενδιαφέρονται, όμως για την Κύπρο ως τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού ασφαλείας, που περιλαμβάνει την επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ. Επιπλέον, η Τουρκία φαίνεται ότι βρήκε σημείο συνεννοήσεως με τις ΗΠΑ ως προς την οργάνωση Ισλαμικό Χαλιφάτο. Αυτό την ενισχύει. Εδώ υπενθυμίζεται ότι η ευνοϊκή στάση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας με το Σχέδιο Ανάν, το 2004, ήταν το αντάλλαγμα που της δόθηκε για την αναβάθμιση του ρόλου των Κούρδων στο Ιράκ.
Αντιθέτως, η Ελλάδα βρίσκεται διεθνώς στο χειρότερο σημείο μετά τη μεταπολίτευση. Αυτό σημαίνει ότι ο ισχυρότερος σύμμαχος της Κύπρου είναι εξουδετερωμένος.
Ολα αυτά δείχνουν ότι, όσο και να προσπαθούμε, η πρόταση λύσεως του Κυπριακού, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ετοιμάζεται με ταχύτητα, θα αντανακλά το εξαιρετικά αρνητικό εις βάρος του ελληνισμού ισοζύγιο ισχύος.
* Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ