Σε ποιο βαθμό η πεντάμηνη διαπραγμάτευση της Αθήνας με την Ευρωζώνη
και κυρίως οι εικόνες με τις κλειστές τράπεζες και τις ουρές στα ΑΤΜ θα
επηρεάσουν τις βουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία στις 4 Οκτωβρίου και
στην Ισπανία μέχρι τα τέλη του χρόνου; Η πολιτική σκηνή είναι
διαφορετική στην Λισαβόνα και στη Μαδρίτη.Στην Πορτογαλία το
ερώτημα είναι αν το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα διαχειρισθεί επιτυχώς την
προφυλάκιση του πρώην ηγέτη του και πρωθυπουργού της χώρας Σόκρατες από
τον περασμένο Νοέμβριο για σκάνδαλα διαφθοράς διατηρώντας το προβάδισμα
που έχει από το άθροισμα των ποσοστών του κυβερνώντος υπό τον Κοέλιο
συνασπισμού Κεντροδεξιάς-Δεξιάς.
Με την κυβέρνηση Σόκρατες να έχει ανοίξει το δρόμο στα μέτρα λιτότητας λίγο πριν από ήττα της το 2011, ο σημερινός ηγέτης των Σοσιαλιστών θα πρέπει να πείσει όχι μόνον για τον ρεαλισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο του οικονομικού του προγράμματος αλλά και για τη διακριτή - διαφορετική επιλογή που συνιστά η προγραμματική πλατφόρμα.
Εντελώς διαφορετικό είναι το σκηνικό στην Ισπανία, όπου ο Ραχόι χρεώνεται όχι μόνον την ακραία συμπίεση της κοινωνίας, αλλά μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς σε καιρό κρίσης, στα οποία εμπλέκονται στενοί συνεργάτες του στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος μέχρι και μέλη της βασιλικής οικογενείας.
Είναι αμφίβολο αν ο πρωθυπουργός της Ισπανίας θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί τη σχετική πτώση του ποσοστού ανεργίας που καταγράφεται τους δύο τελευταίους μήνες. Μια ρητορική τύπου success story μπορεί εύκολα να γίνει μπούμερανγκ και έτσι η πιο πιθανή επιλογή του είναι να επενδύσει στον φόβο της αστάθειας που θα φέρει μια κυβέρνηση συνασπισμού με κορμό το Σοσιαλιστικό Κόμμα και πιο σημαντικό εταίρο τους Podemos.
Αν μια ρητορική επιτυχούς εξόδου από την κρίση μπορεί να γίνει μπούμερανγκ λόγω της σκληρής πραγματικότητας που φωτίζει τη συνεχή μείωση των μισθών ως το δυσανάλογα υψηλό κόστος της μείωσης της ανεργίας, εξίσου επικίνδυνη είναι και η ρητορική του φόβου.
Στις βουλευτικές εκλογές της Ισπανίας το διακύβευμα είναι μεγάλο: Είναι η περιφρούρηση της κυβερνητικής-διαχειριστικής αξιοπιστίας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως αυτή εκφράζεται από το Podemos και ταυτόχρονα μέσω του εκλογικού ανταγωνισμού αλλά και της μη αποκλειόμενης από καμιά πλευρά μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας ριζοσπαστικοποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας-Κεντροαριστεράς που εκπροσωπείται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής Κεντροαριστεράς-Σοσιαλδημοκρατίας με ή χωρίς την παρουσία και πίεση μορφωμάτων και πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Κομμουνιστογενών ή και κινηματικών) προβάλλει ως η μόνη εντός της ευρωπαϊκής και εθνικής συστημικής σταθερότητας επιλογή, ώστε η μονομερής δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλει η Γερμανία στους εταίρους της στην Ευρωζώνη να μη διογκώσει εθνικολαϊκές αντιευρωπαϊκές συσπειρώσεις στο πρότυπο του Φάραζ στη Βρετανία, της Λεπέν στη Γαλλία και του Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά στην Ιταλία.
Στο αδιέξοδο της συνδιαχείρισης μιας αδιέξοδης λιτότητας στο όνομα της σταθερότητας και ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊκού ρεαλισμού ή στην ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας;
Η παραπάνω επιλογή δεν υπάρχει για τους ασκούντες την εξουσία Ολάντ και Ρέντσι, υπάρχει όμως σε διαφορετικό βαθμό για τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Πορτογαλία και την Ισπανία.
Ολες οι αντιφάσεις της Σοσιαλδημοκρατίας- Κεντροαριστεράς στην Ε.Ε. -Ευρωζώνη συμπυκνώνονται στους Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία που συγκυβερνούν για δεύτερη φορά μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες με πιο κραυγαλέο παράδειγμα την απότομη αλλαγή στάσης του ηγέτη του κόμματος αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομίας Γκάμπριελ απέναντι στην Αθήνα.
Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής στις 12-13 Ιουλίου, ο Γκάμπριελ συναγωνιζόταν σε σκληρή ρητορική κατά της ελληνικής κυβέρνησης τον Σόιμπλε και έφθασε στο σημείο να λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εθνικολαϊκό κίνημα πιο κοντά στον Φάραζ και τη Λεπέν παρά στην ευρωπαϊκή αριστερά. Μια ρητορική που την εγκατέλειψε, σε μια προσπάθεια πλέον όχι μιας αδύνατης αποτροπής, αλλά ενός ελέγχου της ριζοσπαστικοποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας - Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο διακύβευμα
Η ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής Κεντροαριστεράς - Σοσιαλδημοκρατίας με ή χωρίς την παρουσία και πίεση μορφωμάτων και πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Κομμουνιστογενών ή και κινηματικών) προβάλλει ως η μόνη εντός της ευρωπαϊκής και εθνικής συστημικής σταθερότητας επιλογή, ώστε η μονομερής δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλει η Γερμανία στους εταίρους της στην Ευρωζώνη να μη διογκώσει εθνικολαϊκές αντιευρωπαϊκές συσπειρώσεις.
Με την κυβέρνηση Σόκρατες να έχει ανοίξει το δρόμο στα μέτρα λιτότητας λίγο πριν από ήττα της το 2011, ο σημερινός ηγέτης των Σοσιαλιστών θα πρέπει να πείσει όχι μόνον για τον ρεαλισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο του οικονομικού του προγράμματος αλλά και για τη διακριτή - διαφορετική επιλογή που συνιστά η προγραμματική πλατφόρμα.
Εντελώς διαφορετικό είναι το σκηνικό στην Ισπανία, όπου ο Ραχόι χρεώνεται όχι μόνον την ακραία συμπίεση της κοινωνίας, αλλά μια σειρά σκανδάλων διαφθοράς σε καιρό κρίσης, στα οποία εμπλέκονται στενοί συνεργάτες του στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος μέχρι και μέλη της βασιλικής οικογενείας.
Είναι αμφίβολο αν ο πρωθυπουργός της Ισπανίας θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί τη σχετική πτώση του ποσοστού ανεργίας που καταγράφεται τους δύο τελευταίους μήνες. Μια ρητορική τύπου success story μπορεί εύκολα να γίνει μπούμερανγκ και έτσι η πιο πιθανή επιλογή του είναι να επενδύσει στον φόβο της αστάθειας που θα φέρει μια κυβέρνηση συνασπισμού με κορμό το Σοσιαλιστικό Κόμμα και πιο σημαντικό εταίρο τους Podemos.
Αν μια ρητορική επιτυχούς εξόδου από την κρίση μπορεί να γίνει μπούμερανγκ λόγω της σκληρής πραγματικότητας που φωτίζει τη συνεχή μείωση των μισθών ως το δυσανάλογα υψηλό κόστος της μείωσης της ανεργίας, εξίσου επικίνδυνη είναι και η ρητορική του φόβου.
Στις βουλευτικές εκλογές της Ισπανίας το διακύβευμα είναι μεγάλο: Είναι η περιφρούρηση της κυβερνητικής-διαχειριστικής αξιοπιστίας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως αυτή εκφράζεται από το Podemos και ταυτόχρονα μέσω του εκλογικού ανταγωνισμού αλλά και της μη αποκλειόμενης από καμιά πλευρά μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας ριζοσπαστικοποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας-Κεντροαριστεράς που εκπροσωπείται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Η ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής Κεντροαριστεράς-Σοσιαλδημοκρατίας με ή χωρίς την παρουσία και πίεση μορφωμάτων και πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Κομμουνιστογενών ή και κινηματικών) προβάλλει ως η μόνη εντός της ευρωπαϊκής και εθνικής συστημικής σταθερότητας επιλογή, ώστε η μονομερής δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλει η Γερμανία στους εταίρους της στην Ευρωζώνη να μη διογκώσει εθνικολαϊκές αντιευρωπαϊκές συσπειρώσεις στο πρότυπο του Φάραζ στη Βρετανία, της Λεπέν στη Γαλλία και του Σαλβίνι της Λέγκας του Βορρά στην Ιταλία.
Στο αδιέξοδο της συνδιαχείρισης μιας αδιέξοδης λιτότητας στο όνομα της σταθερότητας και ενός ψευδεπίγραφου ευρωπαϊκού ρεαλισμού ή στην ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας;
Η παραπάνω επιλογή δεν υπάρχει για τους ασκούντες την εξουσία Ολάντ και Ρέντσι, υπάρχει όμως σε διαφορετικό βαθμό για τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Πορτογαλία και την Ισπανία.
Ολες οι αντιφάσεις της Σοσιαλδημοκρατίας- Κεντροαριστεράς στην Ε.Ε. -Ευρωζώνη συμπυκνώνονται στους Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία που συγκυβερνούν για δεύτερη φορά μαζί με τους Χριστιανοδημοκράτες με πιο κραυγαλέο παράδειγμα την απότομη αλλαγή στάσης του ηγέτη του κόμματος αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομίας Γκάμπριελ απέναντι στην Αθήνα.
Πριν από τη Σύνοδο Κορυφής στις 12-13 Ιουλίου, ο Γκάμπριελ συναγωνιζόταν σε σκληρή ρητορική κατά της ελληνικής κυβέρνησης τον Σόιμπλε και έφθασε στο σημείο να λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εθνικολαϊκό κίνημα πιο κοντά στον Φάραζ και τη Λεπέν παρά στην ευρωπαϊκή αριστερά. Μια ρητορική που την εγκατέλειψε, σε μια προσπάθεια πλέον όχι μιας αδύνατης αποτροπής, αλλά ενός ελέγχου της ριζοσπαστικοποίησης της Σοσιαλδημοκρατίας - Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο διακύβευμα
Η ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής Κεντροαριστεράς - Σοσιαλδημοκρατίας με ή χωρίς την παρουσία και πίεση μορφωμάτων και πολιτικών σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Κομμουνιστογενών ή και κινηματικών) προβάλλει ως η μόνη εντός της ευρωπαϊκής και εθνικής συστημικής σταθερότητας επιλογή, ώστε η μονομερής δημοσιονομική λιτότητα που έχει επιβάλει η Γερμανία στους εταίρους της στην Ευρωζώνη να μη διογκώσει εθνικολαϊκές αντιευρωπαϊκές συσπειρώσεις.