Μελάς Κώστας Πολύ ορθά η ελληνική κυβέρνηση αξιολόγησε τις συγκεκριμένες προτάσεις
των «θεσμών», όπως αυτές διέρρευσαν στον Τύπο, ως «ακραίες» σε επίπεδο
πολιτικής μεταξύ «εταίρων» και επιπλέον ατελέσφορες σε οικονομικό
επίπεδο.
Ομολογουμένως το πλέον ενδιαφέρον θα ήταν η ανάλυση του πρώτου τμήματος
του παραπάνω χαρακτηρισμού: πώς δηλαδή «εταίροι σε νομισματική ένωση»
πολιτεύονται με τον συγκεκριμένο τρόπο. Όμως μια τέτοιου είδους ανάλυση
απαιτεί πολύ μελάνι λόγο του πολιτικού της περιεχομένου.Ας περιοριστούμε λοιπόν στο δεύτερο μέρος του χαρακτηρισμού ο οποίος
είναι περισσότερο «αντικειμενικός», δίνοντάς μας τη δυνατότητα να
αναφερθούμε με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Το όλο πλαίσιο της τελευταίας διαπραγμάτευσης καθορίζεται από την εκφρασμένη, ποικιλοτρόπως, πολιτική άποψη των δανειστών, ότι δεν προτίθενται να προβούν σε νέα χρηματοδότηση της Ελλάδος όσο διαρκεί το παρόν πρόγραμμα.Τούτο σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά κενά που δημιουργούνται θα πρέπει να είναι τέτοιου ύψους που να μην δημιουργούν επιπλέον χρηματοδοτικές ανάγκες στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους από όσα έχουν υπολογισθεί και να είναι συμβατά με τη γνωστή μελέτη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Η παραπάνω προσπάθειά τους συγκεκριμενοποιείται στην ποσοτικοποίηση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων. Η επιμονή των δανειστών στην δημιουργία έστω και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια οικονομία η οποία έχει απολέσει το 25% του ΑΕΠ τα τελευταία 6 έτη προκαλεί ασφυξία στην ελληνική οικονομία και την παρασύρει σε φαύλο κύκλο.
Δηλαδή ο υπερκείμενος περιοριστικός καθορισμός της ελληνικής οικονομίας δεν είναι άλλος από τον επιλεγέντα από τους δανειστές τρόπο διαχείρισης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Χωρίς τη χαλάρωση του συγκεκριμένου υπερκείμενου καθορισμού είναι σχεδόν αδύνατον να τεθεί σε τροχιά υγιούς μεγέθυνσης η ελληνική οικονομία.
Συγχρόνως ο αποκλεισμός της χώρας μας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν επιτρέπει, με την παρούσα κατάσταση, την ανατροφοδότηση των χρεολυσίων της μέχρι το 2020 (βλέπε πίνακα).
Είναι επίσης γνωστό ότι οι δανειστές, πάλι για πολιτικούς λόγους, δεν συζητούν το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Επομένως η όλη συζήτηση σχετικά με την κατάληξη της συμφωνίας δεν μπορεί να είναι τελεσφόρα χωρίς μια απάντηση για το πρόβλημα του δημοσίου χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση από καιρό υποστηρίζει πως η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να αποτελεί μέρος της όποιας νέας συμφωνίας για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.
Όμως το σχέδιο του συμβιβασμού που έχουν καταρτίσει οι διεθνείς πιστωτές της χώρας και που παρουσιάστηκε το βράδυ της Τετάρτης στον κ. Τσίπρα στις Βρυξέλλες δεν περιέχει καμία τέτοια υπόσχεση.Έτσι, η Αθήνα έχει στόχο να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο αναδιάρθρωσης, που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα μειώσει το χρέος από το 180% του ΑΕΠ τώρα στο 93% μέχρι το 2020.
Το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι φιλόδοξο, προσφέροντας τρόπους για τη μείωση του ποσού του χρέους που κατέχουν και οι τέσσερις πιστωτές του επίσημου τομέα: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (που κατέχει ελληνικά ομόλογα ύψους 27 δισ. ευρώ που αγοράστηκαν από το 2010), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (στο οποίο η χώρα χρωστά περίπου 20 δισ. ευρώ από δάνεια διάσωσης), χώρες της Ευρωζώνης (που συνολικά έχουν χορηγήσει διμερή δάνεια διάσωσης ύψους 53 δισ. ευρώ στην Αθήνα) και ο EFSF (που «κρατά» το τρέχον πρόγραμμα ύψους 144 δισ. ευρώ της Ε.Ε.).
Αν υιοθετηθούν όλα τα στοιχεία του νέου σχεδίου, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά πως το χρέος της θα υποχωρήσει και πάλι κάτω από το 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, όπως φαίνεται από το έγγραφο.
Στην παρούσα φάση η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι η αποπληρωμή των υποχρεώσεων προς το ΔΝΤ είναι αναπόφευκτες. Το ίδιο προς τους ιδιώτες ομολογιούχους που δεν εισήλθαν στο PSI του 2012. Επίσης αντιλήφθηκε ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ύπαρξη χρονικής αναδιάρθρωσης σε αυτές τις υποχρεώσεις. Για τις υποχρεώσεις προς την ΕΚΤ ισχύουν ακριβώς τα ίδια. Επομένως το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να χρηματοδοτηθεί, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, η χώρα, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι η διάρκεια να επεκταθεί χρονικά και το κόστος δανεισμού να είναι χαμηλό. Η επιλογή των ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ ως του περισσότερου προσοδοφόρου για να «εξαγορασθούν» οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη, σε αυτή τη συγκυρία, του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.
Το όλο πλαίσιο της τελευταίας διαπραγμάτευσης καθορίζεται από την εκφρασμένη, ποικιλοτρόπως, πολιτική άποψη των δανειστών, ότι δεν προτίθενται να προβούν σε νέα χρηματοδότηση της Ελλάδος όσο διαρκεί το παρόν πρόγραμμα.Τούτο σημαίνει ότι τα δημοσιονομικά κενά που δημιουργούνται θα πρέπει να είναι τέτοιου ύψους που να μην δημιουργούν επιπλέον χρηματοδοτικές ανάγκες στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους από όσα έχουν υπολογισθεί και να είναι συμβατά με τη γνωστή μελέτη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους.
Η παραπάνω προσπάθειά τους συγκεκριμενοποιείται στην ποσοτικοποίηση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων. Η επιμονή των δανειστών στην δημιουργία έστω και χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων σε μια οικονομία η οποία έχει απολέσει το 25% του ΑΕΠ τα τελευταία 6 έτη προκαλεί ασφυξία στην ελληνική οικονομία και την παρασύρει σε φαύλο κύκλο.
Δηλαδή ο υπερκείμενος περιοριστικός καθορισμός της ελληνικής οικονομίας δεν είναι άλλος από τον επιλεγέντα από τους δανειστές τρόπο διαχείρισης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Χωρίς τη χαλάρωση του συγκεκριμένου υπερκείμενου καθορισμού είναι σχεδόν αδύνατον να τεθεί σε τροχιά υγιούς μεγέθυνσης η ελληνική οικονομία.
Συγχρόνως ο αποκλεισμός της χώρας μας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές δεν επιτρέπει, με την παρούσα κατάσταση, την ανατροφοδότηση των χρεολυσίων της μέχρι το 2020 (βλέπε πίνακα).
Είναι επίσης γνωστό ότι οι δανειστές, πάλι για πολιτικούς λόγους, δεν συζητούν το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Επομένως η όλη συζήτηση σχετικά με την κατάληξη της συμφωνίας δεν μπορεί να είναι τελεσφόρα χωρίς μια απάντηση για το πρόβλημα του δημοσίου χρέους.
Η ελληνική κυβέρνηση από καιρό υποστηρίζει πως η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να αποτελεί μέρος της όποιας νέας συμφωνίας για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.
Όμως το σχέδιο του συμβιβασμού που έχουν καταρτίσει οι διεθνείς πιστωτές της χώρας και που παρουσιάστηκε το βράδυ της Τετάρτης στον κ. Τσίπρα στις Βρυξέλλες δεν περιέχει καμία τέτοια υπόσχεση.Έτσι, η Αθήνα έχει στόχο να παρουσιάσει το δικό της σχέδιο αναδιάρθρωσης, που η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα μειώσει το χρέος από το 180% του ΑΕΠ τώρα στο 93% μέχρι το 2020.
Το σχέδιο αναδιάρθρωσης είναι φιλόδοξο, προσφέροντας τρόπους για τη μείωση του ποσού του χρέους που κατέχουν και οι τέσσερις πιστωτές του επίσημου τομέα: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (που κατέχει ελληνικά ομόλογα ύψους 27 δισ. ευρώ που αγοράστηκαν από το 2010), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (στο οποίο η χώρα χρωστά περίπου 20 δισ. ευρώ από δάνεια διάσωσης), χώρες της Ευρωζώνης (που συνολικά έχουν χορηγήσει διμερή δάνεια διάσωσης ύψους 53 δισ. ευρώ στην Αθήνα) και ο EFSF (που «κρατά» το τρέχον πρόγραμμα ύψους 144 δισ. ευρώ της Ε.Ε.).
Αν υιοθετηθούν όλα τα στοιχεία του νέου σχεδίου, η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά πως το χρέος της θα υποχωρήσει και πάλι κάτω από το 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, όπως φαίνεται από το έγγραφο.
Στην παρούσα φάση η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι η αποπληρωμή των υποχρεώσεων προς το ΔΝΤ είναι αναπόφευκτες. Το ίδιο προς τους ιδιώτες ομολογιούχους που δεν εισήλθαν στο PSI του 2012. Επίσης αντιλήφθηκε ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ύπαρξη χρονικής αναδιάρθρωσης σε αυτές τις υποχρεώσεις. Για τις υποχρεώσεις προς την ΕΚΤ ισχύουν ακριβώς τα ίδια. Επομένως το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να χρηματοδοτηθεί, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, η χώρα, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις. Βασική προϋπόθεση βέβαια είναι η διάρκεια να επεκταθεί χρονικά και το κόστος δανεισμού να είναι χαμηλό. Η επιλογή των ομολόγων που διακρατεί η ΕΚΤ ως του περισσότερου προσοδοφόρου για να «εξαγορασθούν» οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη, σε αυτή τη συγκυρία, του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης.