Κάτι που μάθαμε στη διάρκεια των πέντε μηνών σκληρής
διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και πιστωτών είναι ότι ο λαϊκισμός, ο
πολιτικαντισμός, η μικροκομματική σκοπιμότητα και τα επαγγελματικά
ψέματα δεν είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν ειδικά το εγχώριο πολιτικό
σύστημα, αλλά τα βρίσκει κανείς, σε πλήρη ανάπτυξη, στην ευρωπαϊκή
πραγματικότητα.
Η χώρα μας έχει υπέρογκο χρέος και υποτροπιάζει στα ελλείμματα, γι αυτό αντιμετωπίζεται από τους εταίρους της σαν εστία μόλυνσης και σαν παραβάτης που πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Στην Ουγγαρία κυβερνά ένα ακροδεξιό καθεστώς που τη μια ανακοινώνει θανατική ποινή και την άλλη αποχώρηση από το Δουβλίνο 2 αλλά η ΕΕ εξαντλεί τον αποτροπιασμό της σε ρητορικά ξεσπάσματα.
Είναι προφανές ότι η οικονομία ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από τη δημοκρατία την ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών και αυτό είναι κάτι που καθορίζει τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος.
Η κυβέρνηση δεν είχε μεταρρυθμιστικό σχέδιο για να επιχειρήσει εκτός διαπραγμάτευσης μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος, στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στο φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, δεν καταργεί τις πρόωρες συντάξεις με δική της πρωτοβουλία, επειδή είναι πελατειακές, ανορθολογικές και άδικες αλλά στο πλαίσιο του “πάρε-δώσε” με τους πιστωτές.
Και η ιδέα ότι οι δανειστές θα ανοιγόκλειναν πρώτοι τα βλέφαρα αποδείχθηκε απλοϊκή. Οπως στην πορεία φάνηκε απλοϊκή και η εμπιστοσύνη που έδειξε η ελληνική πλευρά στη διαπραγμάτευση που διεξαγόταν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Γίνονταν υποχωρήσεις και έκλειναν κεφάλαια, αλλά μετά εμφανίστηκε ένα κείμενο από τους πιστωτές που δεν είχε καμία σχέση με όσα είχαν συμφωνηθεί αλλά προήλθε από μια συναλλαγή μεταξύ Βερολίνου-ΔΝΤ. Η Λαγκάρντ θα έκανε πίσω στην απαίτηση για κούρεμα του χρέους και η Κομισιόν/ΕΚΤ θα αποδέχονταν μεγαλύτερο δημοσιονομικό κενό με ακόμη περισσότερα μέτρα λιτότητας για την κάλυψή του. Μέρκελ και Γιούνκερ τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια του πρωθυπουργού που διαπίστωσε ότι η πολιτική λύση στην οποία πίστευε ήρθε αλλά σε μια πολύ άγρια εκδοχή.
Αυτό που κυρίως καθόρισε τη στάση των πιστωτών ήταν η απόφαση ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να υπάρξει Grexit (γιατί θα ήταν απρόβλεπτο το κόστος για την ευρωζώνη και αδιανόητο το γεωπολιτικό ρίσκο) σε συνδυασμό με την επιλογή να συντρίψουν την ελληνική κυβέρνηση. Οχι γιατί δεν αποδέχεται μεταρρυθμίσεις και κανόνες δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά επειδή αμφισβητεί το δόγμα, επειδή δηλώνει πως επιδιώκει αλλαγή κατεύθυνσης και στροφή για ολόκληρη την ευρωζώνη. Οι εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία το φθινόπωρο ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για την ευρωπαϊκή δεξιά να επιδιώξει τον εδώ και τώρα παραδειγματισμό του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μάθουν έγκαιρα οι ψηφοφόροι της Ιβηρικής τη μοίρα της Αντιγόνης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν ότι θα υπήρχαν δυσκολίες αλλά δεν είχαν φανταστεί μέχρι πού θα έφτανε η άλλη πλευρά. Εκβιασμοί, τελεσίγραφα, αφόρητες πιέσεις και όλοι οι δρόμοι κλειστοί. Πίσω από τις επαγγελματικές αβρότητες και το θεαθήναι της διπλωματίας διεξαγόταν ένας πραγματικός πόλεμος. Δεν ενδιέφερε τόσο η λίστα των μέτρων όσο η δημιουργία της εντύπωσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την αντιμνημονιακή του αθωότητα.
Με αυτή την έννοια η κυβέρνηση κέρδισε μόνο και μόνο επειδή είναι ακόμη ζωντανή. Και έχασε γιατί δεν μπόρεσε να πείσει ότι γίνεται αλλιώς - παίρνοντας “τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά” (Τ. Λειβαδίτης).
Η χώρα μας έχει υπέρογκο χρέος και υποτροπιάζει στα ελλείμματα, γι αυτό αντιμετωπίζεται από τους εταίρους της σαν εστία μόλυνσης και σαν παραβάτης που πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Στην Ουγγαρία κυβερνά ένα ακροδεξιό καθεστώς που τη μια ανακοινώνει θανατική ποινή και την άλλη αποχώρηση από το Δουβλίνο 2 αλλά η ΕΕ εξαντλεί τον αποτροπιασμό της σε ρητορικά ξεσπάσματα.
Είναι προφανές ότι η οικονομία ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από τη δημοκρατία την ηγεσία των ευρωπαϊκών θεσμών και αυτό είναι κάτι που καθορίζει τη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος.
Η κυβέρνηση δεν είχε μεταρρυθμιστικό σχέδιο για να επιχειρήσει εκτός διαπραγμάτευσης μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στο κράτος, στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, στο φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, δεν καταργεί τις πρόωρες συντάξεις με δική της πρωτοβουλία, επειδή είναι πελατειακές, ανορθολογικές και άδικες αλλά στο πλαίσιο του “πάρε-δώσε” με τους πιστωτές.
Και η ιδέα ότι οι δανειστές θα ανοιγόκλειναν πρώτοι τα βλέφαρα αποδείχθηκε απλοϊκή. Οπως στην πορεία φάνηκε απλοϊκή και η εμπιστοσύνη που έδειξε η ελληνική πλευρά στη διαπραγμάτευση που διεξαγόταν σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων. Γίνονταν υποχωρήσεις και έκλειναν κεφάλαια, αλλά μετά εμφανίστηκε ένα κείμενο από τους πιστωτές που δεν είχε καμία σχέση με όσα είχαν συμφωνηθεί αλλά προήλθε από μια συναλλαγή μεταξύ Βερολίνου-ΔΝΤ. Η Λαγκάρντ θα έκανε πίσω στην απαίτηση για κούρεμα του χρέους και η Κομισιόν/ΕΚΤ θα αποδέχονταν μεγαλύτερο δημοσιονομικό κενό με ακόμη περισσότερα μέτρα λιτότητας για την κάλυψή του. Μέρκελ και Γιούνκερ τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια του πρωθυπουργού που διαπίστωσε ότι η πολιτική λύση στην οποία πίστευε ήρθε αλλά σε μια πολύ άγρια εκδοχή.
Αυτό που κυρίως καθόρισε τη στάση των πιστωτών ήταν η απόφαση ότι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να υπάρξει Grexit (γιατί θα ήταν απρόβλεπτο το κόστος για την ευρωζώνη και αδιανόητο το γεωπολιτικό ρίσκο) σε συνδυασμό με την επιλογή να συντρίψουν την ελληνική κυβέρνηση. Οχι γιατί δεν αποδέχεται μεταρρυθμίσεις και κανόνες δημοσιονομικής εξυγίανσης αλλά επειδή αμφισβητεί το δόγμα, επειδή δηλώνει πως επιδιώκει αλλαγή κατεύθυνσης και στροφή για ολόκληρη την ευρωζώνη. Οι εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία το φθινόπωρο ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για την ευρωπαϊκή δεξιά να επιδιώξει τον εδώ και τώρα παραδειγματισμό του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μάθουν έγκαιρα οι ψηφοφόροι της Ιβηρικής τη μοίρα της Αντιγόνης.
Στον ΣΥΡΙΖΑ γνώριζαν ότι θα υπήρχαν δυσκολίες αλλά δεν είχαν φανταστεί μέχρι πού θα έφτανε η άλλη πλευρά. Εκβιασμοί, τελεσίγραφα, αφόρητες πιέσεις και όλοι οι δρόμοι κλειστοί. Πίσω από τις επαγγελματικές αβρότητες και το θεαθήναι της διπλωματίας διεξαγόταν ένας πραγματικός πόλεμος. Δεν ενδιέφερε τόσο η λίστα των μέτρων όσο η δημιουργία της εντύπωσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την αντιμνημονιακή του αθωότητα.
Με αυτή την έννοια η κυβέρνηση κέρδισε μόνο και μόνο επειδή είναι ακόμη ζωντανή. Και έχασε γιατί δεν μπόρεσε να πείσει ότι γίνεται αλλιώς - παίρνοντας “τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά” (Τ. Λειβαδίτης).